14:7 ΦΟΒΗΘΕΙΤΕ ΤΟΝ ΘΕΟ, ΚΑΙ ΔΩΣΤΕ ΔΟΞΑ Σ’ ΑΥΤΟΝ
“Και έλεγε με δυνατή φωνή: Φοβηθείτε τον Θεό, και δώστε δόξα σ’ αυτόν, επειδή ήρθε η ώρα της κρίσης του· και προσκυνήστε αυτόν, ο οποίος δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα και τις πηγές των νερών” Αποκάλυψη 14:7. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράταιρο το γεγονός ότι το “αιώνιο ευαγγέλιο” , τα καλά νέα, ξεκινούν με τη δήλωση, “φοβηθείτε τον Θεό” . Ίσως να είναι παράταιρο επειδή μια προσταγή να φοβηθούμε κάποιον σημαίνει αυτομάτως ότι αισθανόμαστε φόβο. Ωστόσο, η ιστορία της έναρξης της αμαρτίας δείχνει ότι φόβος Θεού δεν σημαίνει ότι Τον φοβόμαστε με την κυριολεκτική έννοια.
Πριν αμαρτήσουν ο Αδάμ και η Εύα, “ήσαν και οι δυο γυμνοί, ο Αδάμ και η γυναίκα του, και δεν ντρέπονταν” (Γένεση 2:25). Μετά την ανυπακοή τους άρχισαν να αισθάνονται τα αρνητικά συναισθήματα της ντροπής, της ενοχής και του φόβου - “Και ο Αδάμ και η γυναίκα του κρύφτηκαν από το πρόσωπο του Κυρίου του Θεού, ανάμεσα στα δέντρα του παραδείσου. Και ο Κύριος ο Θεός κάλεσε τον Αδάμ, και του είπε: «Πού είσαι;» Κι εκείνος είπε: Άκουσα τη φωνή Σου στον παράδεισο, και φοβήθηκα, επειδή είμαι γυμνός· και κρύφτηκα” (Γένεση 3:8-10). Από αυτή την περικοπή βλέπουμε ότι το να φοβόμαστε τον Θεό είναι συνέπεια της ενοχής που συνοδεύει την αμαρτία, ο Θεός όμως αναζητά εκείνους που κρύβονται από φόβο. Βλέπουμε επίσης ότι υπάρχει κάτι στον τρόπο με τον οποίο ο Θεός μιλάει στον Αδάμ μετά την αμαρτία του· κάτι που έκανε τον Αδάμ να αισθανθεί ότι θα μπορούσε να βγει από τη κρυψώνα του και να έχει ξανά επαφή με τον Θεό. Αυτό το “κάτι” είναι η αγάπη του Θεού που “μακροθυμεί σε μας, μη θέλοντας μερικοί να απολεστούν, αλλά να έρθουν όλοι σε μετάνοια” (Β΄ Πέτρου 3:9).
Σε πολλές περικοπές της Αγίας Γραφής βρίσκονται φαινομενικά αντιφατικές δηλώσεις του τύπου: “φοβηθείτε τον Θεό” και “μη φοβάσαι”. Για παράδειγμα, στο Λουκάν 12:5, ο Χριστός λέει: “Θα σας δείξω ποιον να φοβηθείτε: Φοβηθείτε εκείνον (Θεό) που, αφού θανατώσει, έχει εξουσία να ρίξει στη γέενα (κόλαση)· ναι, σας λέω, αυτόν να φοβηθείτε”. Μετά από μερικά εδάφια όμως λέςι: “Μη φοβάσαι, μικρό ποίμνιο· επειδή, ο Πατέρας σας ευδόκησε να σας δώσει τη βασιλεία” (εδ. 32).
Αυτή η φαινομενική ανακολουθία υπογραμμίζει το γεγονός ότι υπάρχουν δυο είδη “φόβου του Θεού“ που περιγράφονται στην Αγία Γραφή. Οι άπιστοι και οι ανυπάκουοι πρέπει να φοβούνται τον Θεό εξαιτίας της κρίσης που επισύρουν στον εαυτό τους. Η απέχθεια του Θεού για τα αποτελέσματα της αμαρτίας (πόνος, δεινά και θάνατος) είναι τόσο έντονη, ώστε να μην μπορεί να επιτρέψει να συνεχίζεται η ύπαρξη της αμαρτίας, παρόλο που η εξάλειψή της σημαίνει θάνατο για τον αγαπημένο αμαρτωλό που αρνείται να την αποχωριστεί.[1] Δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο Θεός έχει επιλέξει κάποιες συγκεκριμένες συμπεριφορές (αμαρτίες), οι οποίες για κάποιο αυθαίρετο λόγο δεν Του αρέσουν και ότι εξαπολύει τιμωρίες εναντίον εκείνων που τολμούν να Τον αψηφήσουν. Ο θάνατος είναι έμφυτος στην αμαρτία. Ο Θεός που αγαπά όλα τα δημιουργήματα που υποφέρουν από τα αποτελέσματά, θα εξαλείψει την αμαρτία και όλα όσα σχετίζονται με αυτήν. Αυτό ακριβώς είναι η κρίση και γι’ αυτό ο Χριστός είπε: “Φοβηθείτε μάλλον αυτόν που μπορεί να απολέσει και την ψυχή και το σώμα μέσα στη γέενα” (Ματθαίον 10:28). Ο Θεός θα καταστρέψει την αμαρτία και εξαιτίας αυτού οι αμετανόητοι αμαρτωλοί θα φοβούνται να συνεχίσουν να αμαρτάνουν.
Εκείνοι που πιστεύουν στο ευαγγέλιο δεν πρέπει να φοβούνται την κρίση. Ο Χριστός είπε: “Εκείνος που ακούει τον λόγο μου, και πιστεύει σ’ αυτόν που με απέστειλε, έχει αιώνια ζωή, και σε κρίση δεν έρχεται, αλλά έχει ήδη μεταβεί από τον θάνατο στη ζωή” (Ιωάννην 5:24). Αυτό ακριβώς εννοούσε ο Ιωάννης όταν είπε: “Η αγάπη έχει φτάσει σε τέλειο βαθμό μαζί μας, για να έχουμε θάρρος κατά την ημέρα της κρίσης... Η τέλεια αγάπη βγάζει έξω τον φόβο” (Α΄ Ιωάννου 4:17,18). Ο Θεός συχνά απεικονίζεται ως στοργικός πατέρας, που μας καλωσορίζει με ανοιχτή αγκαλιά. Ο άσωτος γιος επέστρεψε στο σπίτι μετά από μια ζωή ακολασίας και ο πατέρας του, που αντιπροσωπεύει τον Θεό: “τον είδε, και τον σπλαχνίστηκε· και τρέχοντας, έπεσε επάνω στον τράχηλό του και τον καταφίλησε” (Λουκάν 15:20). Δεν χρειάζεται να φοβόμαστε τον Θεό. Ωστόσο, ακόμα και αν αγαπάμε τον Θεό και πιστεύουμε σε Εκείνον πρέπει να έχουμε “τον φόβο του Θεού”.
Αυτός είναι ο φόβος που αναγνωρίζει ότι είμαστε αμαρτωλοί, και χωρίς τη χάρη του Θεού θα ήμασταν τόσο απελπιστικά χαμένοι όσο ένας δολοφόνος, ένας βιαστής και ένας κλέφτης - “Αν, Κύριε, παρατηρήσεις ανομίες, Κύριε, ποιος θα μπορέσει να σταθεί; Κοντά σου, όμως, υπάρχει συγχώρηση, για να σε φοβούνται ” (Ψαλμοί 130:3,4). Αυτός είναι ο φόβος που αναγνωρίζει ότι είμαστε απόλυτα εξαρτημένοι από Εκείνον για την ύπαρξή μας “ Ας φοβηθούμε τώρα τον Κύριο , τον Θεό μας, που δίνει βροχή πρώιμη και όψιμη στον καιρό της· φυλάττει για μας τις διορισμένες εβδομάδες του θερισμού” (Ιερεμίας 5:24). Ο φόβος του Θεού είναι να συμμεριζόμαστε το μίσος που αισθάνεται ο Θεός για την αμαρτία, που έχει καταστρέψει τη ζωή μας και τη ζωή των αγαπημένων μας - “ Ο φόβος του Κυρίου είναι να μισεί κανείς το κακό· αλαζονεία, και αυθάδεια, και πονηρό δρόμο” (Παροιμίες 8:13).
Πάνω απ’ όλα, ο φόβος του Θεού είναι η γνώση ότι μια απλή απόφαση μπορεί να με απομακρύνει από “την στενή πύλη και τον τεθλιμμένο δρόμο” του Θεού και να με οδηγήσει στην “πλατιά πύλη και τον ευρύχωρο δρόμο”[2] του πόνου, της θλίψης και του θανάτου στον οποίο θέλει να με παρασύρει ο διάβολος – “και θα δώσω τον φόβο μου στις καρδιές τους, για να μη αποστατήσουν από μένα” (Ιερεμίας 32:40). Θα πρέπει να φοβόμαστε να κάνουμε κάτι που θα μας οδηγήσει να αναγνωρίσουμε τον Σατανά ως κύριό μας.
Συνέχισε στη επόμενη παράγραφο: Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
[1] Αυτό διδάσκεται ξεκάθαρα στον Ψαλμό 34: “Ελάτε, παιδιά, ακούστε με· θα σας διδάξω τον φόβο του Κυρίου... ξέκλινε από το κακό, και πράττε το αγαθό· Ζήτα ειρήνη, και κυνήγα τη. Τα μάτια του Κυρίου είναι επάνω στους δικαίους, και τα αυτιά του στην κραυγή τους. Το πρόσωπο του Κυρίου είναι ενάντια σ’ εκείνους που πράττουν κακό, για να αφανίσει από τη γη την ανάμνησή τους... Πολλές οι θλίψεις του δικαίου, αλλά απ’ όλες αυτές ο Κύριος θα τον ελευθερώσει... Η κακία θα θανατώσει τον αμαρτωλό· κι εκείνοι που μισούν τον δίκαιο θα χαθούν” (εδ.11-22).
[2] Ματθαίον 7:13,14.
[3] Βλ. επίσης Α΄ Πέτρου 2:12, Β΄ Κορινθίους 9:13.