ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 9 - Η ΑΙΩΝΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Ξεκινώντας με τη Γένεση, ο Θεός έχει συνάψει με το λαό Του διάφορες “αιώνιες διαθήκες”. Αυτές οι διαθήκες ήταν συμφωνίες που ο Θεός είχε κάνει με ανθρώπους που είχε επιλέξει να είναι οι εκλεκτοί αντιπρόσωποί Του. Σκοπός Του δεν ήταν να δείξει προτίμηση στον εκλεκτό λαό Του, αλλά να τους μορφώσει σύμφωνα με την εικόνα και τον χαρακτήρα Του, με σκοπό να ελκυστούν οι άνθρωποι και να έρθουν σε Εκείνον. Έτσι, κάθε διαθήκη είχε τέσσερα στοιχεία. Η υπόσχεση της διαθήκης ήταν η υπόσχεση του Θεού ότι θα ευλογούσε το λαό Του, ώστε και εκείνοι με τη σειρά τους να γίνουν ευλογία και παράδειγμα στους ανθρώπους γύρω τους. Η απαίτηση της διαθήκης ήταν ο νόμος Του, που αντανακλά το χαρακτήρα Του, εκδηλώνοντας την αγιότητα Του, ένα ενιαίο και αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης Του. Η πρόνοια σε περίπτωση αποτυχίας ανταπόκρισης των ανθρώπων στις απαιτήσεις του νόμου ήταν η θυσία του Χριστού, που συμβολιζόταν στις διαθήκες της Παλαιάς Διαθήκης με τις θυσίες των ζώων. Το σημείο της διαθήκης ήταν ένα ορατό σύμβολο της συμφωνίας, το οποίο είχε κάποια σχέση με την καρδιά της διαθήκης.
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕ ΤΟΝ ΝΩΕ
Η πρώτη “συμφωνία” που ονομάστηκε διαθήκη έγινε με τον Νώε.
Με τους απογόνους του Κάιν η αμαρτία είχε πολλαπλασιαστεί σε όλο τον κόσμο και τελικά οι πιστοί απόγονοι του Σηθ (οι “γιοι του Θεού”) άρχισαν να συνάπτουν σχέσεις μαζί τους (οι “θυγατέρες των ανθρώπων” Γένεση 6:2).[1] “Και ο Κύριος είδε ότι η κακία του ανθρώπου πληθυνόταν επάνω στη γη, και όλοι οι σκοποί των διαλογισμών της καρδιάς του ήσαν μόνον κακία όλες τις ημέρες” (εδ. 5). Αυτή η κατάσταση απειλούσε να εξαλείψει εντελώς την άγια γενιά που προοριζόταν να γεννήσει “το σπέρμα της γυναίκας”, τον Μεσσία, ο οποίος θα “συντρίψει το κεφάλι” του φιδιού (Γένεση 3:15).
Για να καθαρίσει τη δημιουργία Του, ο Θεός σκόπευε να φέρει “κατακλυσμό των νερών επάνω στη γη, για να εξολοθρεύσει κάθε σάρκα, που έχει μέσα της πνεύμα ζωής” (Γένεση 6:17). Όμως, για να διατηρήσει το ανθρώπινο γένος και τα ζώα επέλεξε τον Νώε, έναν “δίκαιο άνθρωπο, τέλειο ανάμεσα στους συγχρόνους του” ο οποίος “περπάτησε μαζί με τον Θεό” για να “στήσει τη διαθήκη Του” μαζί του (Γένεση 6:9,18). Το πρώτο στοιχείο της διαθήκης, η υπόσχεση ευλογίας του Θεού προς την ανθρωπότητα, ήταν να σώσει τον Νώε και την οικογένειά του και να τους ευλογήσει να αυξηθούν και να πληθυνθούν και να γεμίσουν τη γη (Γένεση 9:1). Υποσχέθηκε επίσης ότι “δεν θα υπάρξει πλέον κατακλυσμός, για να φθείρει τη γη” (Γένεση 9:11). Αυτός είναι ο σκοπός όλων των διαθηκών: Να διατηρείται η γνώση του Θεού στο νου των ανθρώπων και να διακηρύσσεται σε όλο τον κόσμο.
Το δεύτερο στοιχείο, η απαίτηση, όριζε ότι ο άνθρωπος “κρέας… με τη ζωή του, με το αίμα του, δεν θα φάει” και ότι δεν θα “χύσει αίμα ανθρώπου” (Γένεση 9:4-6). Μολονότι αυτές οι απαιτήσεις δεν είναι ιδιαίτερα εκτενείς, πλήττουν τον πυρήνα της αμαρτίας των προκατακλυσμιαίων, που ρήμαξαν τη γη με τη βίαιη περιφρόνηση της αγιότητας της ζωής.
Το τρίτο στοιχείο, η πρόνοια του Θεού να σώσει τους παραβάτες του νόμου Του, δεικνύεται από το γεγονός ότι ο Νώε “έχτισε ένα θυσιαστήριο στον Κύριο... και πρόσφερε ολοκαυτώματα επάνω στο θυσιαστήριο” (Γένεση 8:20). Αυτό προεικόνιζε και συμβόλιζε τη θυσία του Χριστού, διαμέσου της οποίας ο Θεός συγχωρεί την αμαρτία. Όταν ο Θεός “οσφράνθηκε οσμή ευωδίας” από τις θυσίες, “είπε στην καρδιά (Του): Δεν θα καταραστώ στο εξής τη γη εξαιτίας του ανθρώπου· επειδή, ο λογισμός της καρδιάς του ανθρώπου είναι κακός από τη νηπιότητά του· ούτε θα πατάξω στο εξής όλα όσα ζουν, καθώς έκανα” (Γένεση 8:21).
Το τέταρτο στοιχείο ήταν το σημείο της διαθήκης. “Και ο Θεός είπε: Τούτο είναι το σημείο της διαθήκης, που εγώ κάνω ανάμεσα σε μένα και σε σας και σε κάθε έμψυχο ζώο... Βάζω το τόξο μου στο σύννεφο, και θα είναι σε σημείο διαθήκης ανάμεσα σε μένα και στη γη” (Γένεση 9:13). Υπήρχε μια φανερή σχέση μεταξύ του σημείου της διαθήκης και της υπόσχεσης της διαθήκης. Ο Θεός είχε υποσχεθεί να μην καταστρέψει τη γη με κατακλυσμό και το ουράνιο τόξο, που παρουσιαζόταν κάθε φορά που έβρεχε, θύμιζε στους ανθρώπους ότι η βροχή δεν θα προκαλέσει ποτέ ξανά μια παγκόσμια καταστροφή. “Και όταν συγκεντρώσω σύννεφα επάνω στη γη, θα φανεί το τόξο στα σύννεφα· και θα θυμηθώ τη διαθήκη μου, ανάμεσα σε μένα και σε σας... και τα νερά δεν θα είναι πλέον για κατακλυσμό, για να εξαλείψουν κάθε σάρκα” (Γένεση 9:14-16).
Ο Θεός ονόμασε αυτή τη διαθήκη “παντοτινή διαθήκη... ανάμεσα στον Θεό και σε κάθε έμψυχο ζώο... που υπάρχει επάνω στη γη” (Γένεση 9:16). Αυτό δεν σημαίνει ότι θα είναι αιώνια η ανάγκη μιας εγγύησης ότι ο Θεός δεν θα καταστρέψει τη γη με κατακλυσμό. Η φράση “παντοτινή διαθήκη” χρησιμοποιείται σε κάθε διαθήκη και εννοεί ότι η διαθήκη θα ισχύει, μέχρι να εκπληρώσει τον σκοπό της· σε αυτή την περίπτωση, μέχρι να υπάρξουν “καινούργιοι ουρανοί και καινούργια γη... στους οποίους δικαιοσύνη κατοικεί” (Β΄ Πέτρου 3:13).
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΒΡΑΑΜ
Δυστυχώς μετά τον κατακλυσμό, η ανθρώπινη φυλή επέστρεψε στις αμαρτωλές συνήθειές της, απειλώντας και πάλι την εξάλειψη της άγιας γενιάς από την οποία θα ερχόταν το “σπέρμα της γυναίκας” (ο Μεσσίας). Ο Θεός έπρεπε να καλέσει τον Άβραμ, τον άνθρωπο που είχε επιλέξει, να βγει από τη Βαβυλώνα (Ουρ των Χαλδαίων), επειδή η οικογένεια του είχε αρχίσει να λατρεύει ψεύτικους θεούς.[2] Ο Θεός έκανε μια διαθήκη με τον Αβραάμ, η οποία και πάλι συμπεριλάμβανε τα τέσσερα στοιχεία που είδαμε παραπάνω.
Πρώτα, η ευλογία στην ανθρωπότητα ήταν ότι διαμέσου του Αβραάμ και συγκεκριμένα, “διαμέσου του σπέρματος (του) θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης” (Γένεση 12:3, 22:18). Ο απόστολος Παύλος καθιστά σαφές στην επιστολή προς Γαλάτες ότι ο όρος “σπέρμα” αναφέρεται στον Ιησού Χριστό.[3]
Το δεύτερο στοιχείο, η υπακοή, ήταν η αιτία που ο Θεός επέλεξε τον Αβραάμ για τη διαθήκη: Ο Θεός είπε: “Επειδή, τον γνωρίζω, ότι θα διατάξει τους γιους του και την οικογένεια του, ύστερα απ’ αυτόν, και θα φυλάξουν το δρόμο του Κυρίου, για να εκτελούν δικαιοσύνη και κρίση, ώστε ο Κύριος να επιφέρει επάνω στον Αβραάμ όσα μίλησε σ’ αυτόν”. “Ο Αβραάμ υπάκουσε στη φωνή μου, και φύλαξε τα προστάγματά μου, τις εντολές μου, τα διατάγματά μου, και τους νόμους μου” (Γένεση 18:19, 26:4,5).
Η πρόνοια του Θεού να σωθούν εκείνοι που παραβίασαν τις εντολές Του (η οποία σε κάθε διαθήκη στρέφει την προσοχή στη θυσία του Χριστού στο σταυρό) προεικονίζεται από τα θυσιαστήρια που οικοδομούσε ο Αβραάμ όπου έμενε,[4] αλλά ακόμα πιο αποτελεσματικά με τη θυσία του Ισαάκ.[5]
Το σημείο της διαθήκης με τον Αβραάμ ήταν η περιτομή: “Και θα περιτέμνετε τη σάρκα της ακροβυστίας σας, και θα είναι για σημείο της διαθήκης μου ανάμεσα σε μένα και σε σας” (Γένεση 17:11). Αυτό το ασυνήθιστο και φαινομενικά βάρβαρο σημείο είχε ουσιαστικά στενή σχέση με την ευλογία που υποσχόταν ο Θεός στη διαθήκη, ότι μέσω του “σπέρματος του Αβραάμ” (του Χριστού) όλες οι οικογένειες του κόσμου θα ευλογηθούν. Η Εβραϊκή λέξη για το σπέρμα ( ζέρα ) σημαίνει σπέρμα όπως και στα Ελληνικά, που εκρέει από το ίδιο όργανο που περιτέμνεται. Συνεπώς αυτό το “σημείο στη σάρκα” ήταν μια συνεχής ενθύμηση ότι κάποια μέρα θα έρθει το αληθινό σπέρμα.
Όπως και στη διαθήκη με τον Νώε, ο Θεός υποσχέθηκε στον Αβραάμ: “θα στήσω τη διαθήκη μου ανάμεσα σε μένα και σε σένα, και στο σπέρμα σου μετά από σένα στις γενεές τους, σε μια αιώνια διαθήκη” (Γένεση 17:7). Σε αυτή την περίπτωση ο όρος “αιώνια” σημαίνει μέχρι την εκπλήρωση της υπόσχεσης· και αφού ο Χριστός ήταν το “σπέρμα” που είχε δοθεί ως υπόσχεση, η περιτομή δεν ήταν πλέον μια κατάλληλη πρακτική να συνεχιστεί μετά τη θυσία του Χριστού. Ο απόστολος Παύλος επέμενε, λέγοντας: “αν κάνετε την περιτομή, ο Χριστός δεν θα σας ωφελήσει σε τίποτε” (Γαλάτες 5:2), επειδή αφενός η περιτομή είχε γίνει ένας τρόπος με τον οποίο οι Εβραίοι προσπάθησαν να αυτοδικαιωθούν και αφετέρου επειδή η περιτομή αποτελούσε στην πράξη άρνηση ότι το αληθινό σπέρμα έχει έρθει.
Η ‘ΠΑΛΑΙΑ’ ΔΙΑΘΗΚΗ
Ο Θεός υποσχέθηκε στον Αβραάμ ότι οι απόγονοι του θα ήταν “σαν την άμμο της θάλασσας”, ένα “μεγάλο έθνος” και ότι θα κληρονομούσαν τη γη Χαναάν, (που βρισκόταν στο σταυροδρόμι των εθνών). Η υπόσχεση αυτή θα εκπληρωνόταν από τον λαό Ισραήλ, που ο Θεός απελευθέρωσε από τη σκλαβιά της Αιγύπτου. Ο Θεός έστησε μια διαθήκη μαζί τους στο όρος Σινά, η οποία ονομάζεται συχνά η “Παλαιά Διαθήκη”.[6]
Ο Θεός δήλωσε το σκοπό της επιλογής Του, ότι οι απόγονοι του Αβραάμ θα είναι μια ευλογία στον κόσμο. “Θα είστε σε μένα ο εκλεκτός λαός από όλους τους λαούς... κι εσείς θα είστε σε μένα βασίλειο ιεράτευμα, και έθνος άγιο” (Γένεση 19:5,6). Ρόλος του ιερέα είναι να μεσιτεύει μεταξύ του αμαρτωλού ανθρώπου και του άγιου Θεού, ώστε να φέρει τον αμαρτωλό πιο κοντά στον Θεό. Ο Θεός σκόπευε να αγιάσει το λαό Ισραήλ, ώστε να γίνουν ιερείς του κόσμου. Θα τους τοποθετούσε σε σημείο με τη μεγαλύτερη προβολή και θα τους ευλογούσε τόσο πολύ, ώστε όλος ο κόσμος θα το αντιλαμβανόταν.
Σε αυτή τη διαθήκη ο Θεός παρουσίασε την πιο λεπτομερή παράθεση των απαιτήσεών Του. “(Ο Θεός) έγραψε επάνω στις πλάκες τα λόγια της διαθήκης, τις δέκα εντολές” (Έξοδος 34:28). Έδωσε επίσης το νόμο Του σε μια πιο συνοπτική μορφή, όπως έκανε ο Χριστός 1500 χρόνια αργότερα: “Θα αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου με ολόκληρη την καρδιά σου, και με ολόκληρη την ψυχή σου, και με ολόκληρη τη δύναμή σου” και “Θα αγαπάς τον πλησίον σου, όπως τον εαυτό σου” (Δευτερονόμιο 6:5, Λευιτικό 19:18). Έδωσε επίσης μια διευρυμένη μορφή, το “Νόμο του Μωυσή”, που έδινε λεπτομέρειες για τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμοζόταν ο νόμος. Οι οδηγίες του Μωυσή ήταν απαραίτητες αν αναλογιστούμε ότι ο Ισραήλ ήταν ένα αγροτικό έθνος πρώην σκλάβων, οι οποίοι εδραιώθηκαν ως ένα θεοκρατικό έθνος μεταξύ εχθρικών και ειδωλολατρικών εθνών.
Σε ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα όλων των εποχών, ο λαός συγκλονισμένος από την τρομακτική παρουσία του Θεού που ‘βροντοφώναζε’ τις Δέκα Εντολές, είπε στον Μωυσή ότι δεν ήθελε να ακούσει τη φωνή του Θεού πια και του ζήτησαν: “Πλησίασε εσύ, και άκουσε όλα όσα θα πει ο Κύριος ο Θεός μας· κι εσύ, έπειτα, πες μας όσα ο Κύριος ο Θεός μας θα πει σε σένα· κι εμείς θα τα ακούσουμε και θα τα κάνουμε” (Δευτερονόμιο 5:27). Χωρίς να συνειδητοποιούν την απόλυτη αγιότητα που απαιτούσε ο νόμος ή την άθλια αμαρτωλότητα της ανθρώπινης καρδιάς, υπολόγισαν εντελώς λανθασμένα την ικανότητά τους να υπακούσουν στο νόμο.
Ο Θεός, όμως είχε προνοήσει και μαζί με το νόμο έδωσε το τρίτο στοιχείο, τις θυσίες: “Θυσιαστήριο από τη γη κάνε σε μένα· και θυσίαζε επάνω σ’ αυτό τα ολοκαυτώματά σου, και τις ειρηνικές προσφορές σου, τα πρόβατά σου, και τα βόδια σου· σε κάθε τόπο, όπου θα κάνω μνεία του ονόματός μου, θα έρχομαι σε σένα, και θα σε ευλογώ” (Έξοδος 20:25). Εκείνες οι θυσίες αποτελούσαν “σκιά” της αληθινής θυσίας και διακονίας του Χριστού και κατέστησαν δυνατή τη συμφιλίωση του αμαρτωλού λαού Ισραήλ με τον Άγιο Θεό, “Και θα στήσω το (θυσιαστήριο) ανάμεσά σας· και η ψυχή μου δεν θα σας βδελυχθεί” (Λευιτικό 26:11).
Το σημείο της διαθήκης ήταν το Σάββατο: “Και οι γιοι Ισραήλ θα τηρούν το Σάββατο… Αυτό είναι σημάδι ανάμεσα σε μένα και στους γιους Ισραήλ για πάντα” (Έξοδος 31:16,17). Το Σάββατο ήταν σημείο της ευλογίας, που ήθελε ο Θεός να προσφέρει στον κόσμο μέσω του εκλεκτού λαού Του, ότι θα είναι ένα “βασίλειο ιεράτευμα και έθνος άγιο”, “Προσέχετε να τηρείτε τα Σάββατά μου· επειδή, αυτό είναι σημάδι ανάμεσα σε μένα και σε σας, για να γνωρίζετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος, που σας αγιάζω” (Έξοδος 31:13).[7]
Ο Θεός έδωσε δυο λόγους για την τήρηση του Σαββάτου και οι δυο εξηγούν γιατί είναι το κατάλληλο σημείο για τη διαθήκη Του. “Να θυμάσαι την ημέρα του Σαββάτου… επειδή, σε έξι ημέρες δημιούργησε ο Κύριος τον ουρανό και τη γη…” (Έξοδος 20:8-11). Το Σάββατο είναι αναμνηστικό της δημιουργίας του Θεού· για τον απελπισμένο αμαρτωλό άνθρωπο, η αγιότητα απαιτεί μια πράξη δημιουργίας (“Κτίσε μέσα μου, Θεέ, μια καθαρή καρδιά” Ψαλμοί 51:10). Η αγιότητα δεν είναι μια αλλαγή, τροποποίηση ή βελτίωση της υφιστάμενης κατάστασης, αλλά απαιτεί μια δημιουργική ενέργεια από μέρους του Θεού, η οποία είναι τόσο θαυμαστή όσο τα λόγια Του: “Ας γίνει φως· και έγινε φως” (Γένεση 1:3).
Οι Δέκα Εντολές επαναλαμβάνονται στο Δευτερονόμιο και είναι σχεδόν πανομοιότυπες εκτός από τον λόγο τήρησης του Σαββάτου. “Να τηρείς την ημέρα του Σαββάτου, για να την αγιάζεις... και να θυμάσαι, ότι ήσουν δούλος στη γη της Αιγύπτου· και ο Κύριος ο Θεός σου σε έβγαλε από εκεί με κραταιό χέρι και με απλωμένο βραχίονα· γι’ αυτό ο Κύριος ο Θεός σου σε πρόσταξε να τηρείς την ημέρα του Σαββάτου” (Δευτερονόμιο 5:12-15). Γι’ αυτό το λόγο το Σάββατο είναι επίσης ενθύμιο της σωτηρίας, συμβολίζοντας την ανάπαυση που απολαμβάνει ο λαός του Θεού, όταν παύει να είναι πλέον σκλάβος της αμαρτίας. Το Σάββατο δεν συμβολίζει την ανθρώπινη προσπάθεια και “τα έργα του νόμου” (Ρωμαίους 9:32), αλλά συμβολίζει τη δημιουργία και τη λύτρωση του ανθρώπου από τον Θεό, που είναι ο μόνος τρόπος που τα παιδιά του Θεού μπορούν να γίνουν ένα “βασίλειο ιεράτευμα, και έθνος άγιο”.
Από την αρχή ακόμη, ο λαός Ισραήλ παραβίασε τη διαθήκη. Ακόμη και όταν ο Μωυσής βρισκόταν στο όρος Σινά και λάμβανε τις πέτρινες πλάκες των Δέκα Εντολών, ο λαός βρισκόταν στους πρόποδες του βουνού φτιάχνοντας ένα χρυσό μοσχάρι, προσκυνώντας το (“Αυτοί είναι οι θεοί σου, Ισραήλ… και ο λαός κάθισε να φάει και να πιει, και σηκώθηκαν να παίζουν” Έξοδος 32:4,5,6). Η πολύχρονη και συνεχής ιστορία της επανάστασής τους, ακολουθούμενη από μετάνοια όταν υπέφεραν τις συνέπειες των αμαρτιών τους, αποδείκνυε ότι δεν είχαν ουσιαστικά εισέλθει σε μια διαθήκη που ο Θεός είχε κάνει μαζί τους. Για αυτόν τον λόγο ο Μωυσής, μόλις πριν πεθάνει, έκανε μια “προσθήκη” στη διαθήκη, που αποκαλύπτει την ουσία του πνεύματος της παλαιάς διαθήκης.
“Αυτά είναι τα λόγια της διαθήκης, που ο Κύριος πρόσταξε στον Μωυσή να κάνει προς τους γιους Ισραήλ στη γη του Μωάβ· εκτός από τη διαθήκη, που έκανε σ’ αυτούς στο Χωρήβ (Σινά)” (Δευτερονόμιο 29:1). Βλέπουμε από αυτό το εδάφιο ότι αυτή η διαθήκη δεν ήταν απλώς μια επανάληψη της διαθήκης του Σινά, αναγνώριζε ότι δεν είχαν κρατήσει τη διαθήκη Του. “Τα λόγια της διαθήκης” περιλάμβαναν πολύ λεπτομερείς οδηγίες για κάθε τομέα της ζωής (π.χ. Δευτερονόμιο 10-26). Ήταν γραμμένα από τον Μωυσή σε μεγάλες πέτρες (“θα στήσεις για τον εαυτό σου μεγάλες πέτρες, και θα τις χρίσεις με ασβέστη” Δευτερονόμιο 27:2,3,8). Οι μισές από τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ στάθηκαν στο βουνό Γαριζίν, ώστε να αποδώσουν ευλογίες σε εκείνους που υπάκουσαν το νόμο (“Και θα έρθουν επάνω σου όλες αυτές οι ευλογίες, και θα σε βρουν, αν υπακούσεις στη φωνή του Κυρίου του Θεού σου”). Οι υπόλοιπες φυλές στάθηκαν στο βουνό Εβάλ και πρόφεραν κατάρα σε εκείνους που παραβίασαν το νόμο (“Επικατάρατος όποιος δεν μένει στα λόγια αυτού του νόμου, για να τα εκτελεί”) (Δευτερονόμιο 27:11-28:68).
Οι ευλογίες (αφθονία παιδιών, ζώων, τροφής, νίκη εναντίον των εχθρών, οικονομική και εθνική ευημερία) αποτελούσαν ισχυρά κίνητρα για υπακοή. Οι κατάρες, όμως, ήταν πολύ ισχυρά αρνητικά κίνητρα: φτώχεια, ήττα, αρρώστια, λιμοί, εθνική καταστροφή και διασπορά σε όλο τον κόσμο, όπου θα βρίσκονταν υπό διωγμό, θα πωλούνταν ως σκλάβοι και θα θανατώνονταν. “Και όλα τα έθνη θα πουν: Γιατί ο Κύριος έκανε έτσι σ’ αυτή τη γη; Γιατί ο θυμός αυτής της μεγάλης οργής; Τότε θα πουν: Επειδή, εγκατέλειψαν τη διαθήκη του Κυρίου του Θεού των πατέρων τους, που έκανε σ’ αυτούς, όταν τους έβγαλε από τη γη της Αιγύπτου· και πήγαν και λάτρευσαν άλλους θεούς, και τους προσκύνησαν” (Δευτερονόμιο 29:24-26).
Η διαθήκη βασιζόταν στην εκτέλεση των καθηκόντων, εκφράζοντας την έμφαση του λαού στην προσπάθεια να επιδεικνύουν σωστή συμπεριφορά. Δεν συμπεριλάμβανε τις δέκα εντολές, ούτε τοποθετήθηκε μέσα στην Κιβωτό της Διαθήκης. Καταδίκαζε την επαναστατική άρνηση του λαού να επιτρέψει στο πνεύμα της διαθήκης να εισχωρήσει στην καρδιά τους. “Και αφού ο Μωυσής τελείωσε να γράφει τα λόγια αυτού του νόμου σε βιβλίο, μέχρι τέλους, τότε ο Μωυσής έδωσε προσταγή στους Λευίτες... λέγοντας: Πάρτε αυτό το βιβλίο του νόμου και βάλτε το στα πλάγια της κιβωτού της διαθήκης του Κυρίου του Θεού σας, και θα είναι εκεί για μαρτυρία εναντίον σου· επειδή, εγώ ξέρω την απείθειά σου, και τον σκληρό τράχηλό σου... ξέρω ότι, μετά τον θάνατό μου θα διαφθαρείτε, οπωσδήποτε, και θα παρεκκλίνετε από τον δρόμο που σας πρόσταξα” (Δευτερονόμιο 31:24-29).[8]
Ουσιαστικά, η διαθήκη αυτή όριζε τις συνέπειες που θα υπήρχαν αν ο λαός δεν δεχόταν το πνεύμα της διαθήκης του Σινά στην καρδιά του, όπως επιθυμούσε ο Θεός. Ακόμα όμως και μέσα σε αυτή την αυστηρή διαθήκη, ο Θεός εκλιπαρούσε τον λαό Του: “Επειδή, αυτή η εντολή, που εγώ σε προστάζω σήμερα, δεν είναι πολύ βαριά για σένα, ούτε βρίσκεται μακριά... αλλά, είναι πολύ κοντά σου ο λόγος, στο στόμα σου, και στην καρδιά σου, για να τον εκτελείς... Έβαλα μπροστά σας τη ζωή και τον θάνατο, την ευλογία και την κατάρα· γι’ αυτό, διαλέξτε τη ζωή, για να ζείτε, εσύ και το σπέρμα σου, για να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου, για να υπακούς στη φωνή Του, και για να είσαι προσηλωμένος σ’ αυτόν· επειδή, αυτό είναι η ζωή σου, και η μακρότητα των ημερών σου” (Δευτερονόμιο 30:11-20).
Η ΚΑΙΝΗ (ΝΕΑ) ΔΙΑΘΗΚΗ
Η Νέα Διαθήκη δόθηκε επειδή ο λαός του Θεού δεν δέχτηκε τη διαθήκη που ο Θεός έδωσε στο όρος Σινά. Η Νέα είναι ουσιαστικά ίδια με την Παλαιά, είναι “η Αιώνια Διαθήκη”, πρέπει να είναι μια εσωτερική πνευματική πραγματικότητα, παρά ένας εξωτερικός κώδικας συμπεριφοράς. Θέματα σχετικά με τη Νέα Διαθήκη αποτελούν την αποκορύφωση του βιβλίου της Αποκάλυψης.
Ακόμη και την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, ο Θεός ανήγγειλε ότι θα κάνει μια Καινή. “Να, έρχονται ημέρες, λέει ο Κύριος, και θα κάνω στον οίκο Ισραήλ, και στον οίκο Ιούδα, μια νέα διαθήκη” (Ιερεμίας 31:31). Δεν σημαίνει ότι ο Θεός είχε κάνει μια λάθος διαθήκη, αλλά ότι ο λαός είχε λανθασμένη κατανόηση και τήρηση αυτής. “Επειδή, αν η πρώτη εκείνη σκηνή ήταν άμεμπτη, δεν θα υπήρχε ανάγκη να ζητηθεί τόπος για μια δεύτερη· επειδή, καθώς τους κατηγορεί, λέει: «Να, έρχονται ημέρες, λέει ο Κύριος, και θα πραγματοποιήσω... μια καινούργια διαθήκη” (Εβραίους 8:7,8).
Αυτό που μας εκπλήσσει είναι ότι η Νέα Διαθήκη είναι σχεδόν ίδια με την Παλαιά. Ο Θεός συνεχίζει να επιθυμεί ο λαός Του να αποτελεί ευλογία για τον κόσμο (“Ο Θεός... μας έκανε ικανούς να είμαστε διάκονοι της καινής διαθήκης” Β΄ Κορινθίους 3:6), παρόλο που ο λαός Του τώρα αποτελείται από οποιονδήποτε είναι πρόθυμος να ανήκει σε Εκείνον. Ο απόστολος Πέτρος, γράφοντας στους πιστούς που ήταν διασκορπισμένοι σε όλο τον κόσμο, είπε: “Άλλοτε δεν ήσασταν λαός, τώρα όμως, είστε λαός του Θεού... είστε εκλεκτό γένος, βασίλειο ιεράτευμα, άγιο έθνος, λαός, τον οποίο ο Θεός απέκτησε, για να εξαγγείλετε τις αρετές εκείνου, ο οποίος σας κάλεσε από το σκοτάδι στο θαυμαστό του φως” (Α΄ Πέτρου 2: 9,10).
Όπως σε κάθε διαθήκη, η απαίτηση Του είναι η τήρηση του νόμου, αντί όμως να είναι γραμμένος σε πέτρινες πλάκες, “αυτή είναι η διαθήκη που θα κάνω... θα δώσω τους νόμους μου στη διάνοιά τους” (Εβραίους 8:10). Η μεγάλη διαφορά είναι ότι δεν υπάρχει πλέον μεσάζοντας· ο Θεός δεν θα μιλήσει σε κάποιον “Μωυσή” και μετά ο προφήτης ή ο ιερέας θα μιλήσει στο λαό. Στη Νέα Διαθήκη υπάρχει απευθείας επικοινωνία του Θεού με το λαό Του: “θα τους γράψω επάνω στην καρδιά τους, και θα είμαι σ’ αυτούς Θεός, κι αυτοί θα είναι σε μένα λαός. Και δεν θα διδάσκουν κάθε ένας τον πλησίον του, και κάθε ένας τον αδελφό του, λέγοντας: Γνώρισε τον Κύριο· για τον λόγο ότι, όλοι τους θα με γνωρίζουν, από μικρόν μέχρι μεγάλο” (Εβραίους 8:10,11). Οι απαιτήσεις της Νέας Διαθήκης υπάρχουν εσωτερικά, “Ο Θεός… μας έκανε ικανούς να είμαστε διάκονοι της καινής διαθήκης, όχι του γράμματος, αλλά του πνεύματος, επειδή, το γράμμα θανατώνει, ενώ το πνεύμα ζωοποιεί… και όλοι εμείς, βλέποντας σαν μέσα σε κάτοπτρο τη δόξα του Κυρίου, με ξεσκεπασμένο πρόσωπο, μεταμορφωνόμαστε στην ίδια εικόνα, από δόξα σε δόξα, ακριβώς όπως από του Πνεύματος του Κυρίου” (Β’ Κορινθίους 3:6,18).
Η Νέα Διαθήκη, όπως και η Παλαιά, προνοεί για εκείνους που θα παραβιάσουν το νόμο, αλλά πλέον με κάτι που αποτελεί γεγονός και όχι απλά με ένα σύμβολο. Στην Παλαιά Διαθήκη οι θυσίες προεικόνιζαν τη θυσία του Χριστού. Στη Νέα Διαθήκη η θυσία έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Αντί να κοιτάζουμε μπροστά με πίστη προς το υποσχόμενο μέλλον, τώρα κοιτάζουμε πίσω προς τη “μια θυσία υπέρ των αμαρτιών… για πάντα” (Εβραίους 10:12). Όπως ξεκαθαρίζει ο συγγραφέας της προς Εβραίους επιστολής, αυτή η θυσία έκανε αποτελεσματικές όλες τις προηγούμενες θυσίες που την προεικόνιζαν.[9]
Φυσικά η εκπλήρωση της θυσίας του Χριστού κατήργησε την ανάγκη των συμβολικών θυσιών (“σκιά”), μαζί με τους ιερείς και τις ανάλογες τελετουργίες. “Επειδή, ο νόμος (των τελετουργιών), αποτελώντας σκιά των μελλοντικών αγαθών, όχι την ίδια την εικόνα των πραγμάτων, δεν μπορεί ποτέ με τις ίδιες θυσίες που προσφέρονται πάντοτε, κάθε χρόνο, να τελειοποιήσει αυτούς που προσέρχονται... με τις θυσίες αυτές γίνεται κάθε χρόνο ανάμνηση των αμαρτιών” (Εβραίους 10:1,2). “Επειδή, καθώς μετατίθεται η ιεροσύνη, από ανάγκη γίνεται και μετάθεση του νόμου” (Εβραίους 7:12).[10] Στη Νέα Διαθήκη, αντί για θυσία, υπάρχει μια τελετή ενθύμησης, το Δείπνο του Κυρίου, που συμβολίζει αυτό που έκανε ο Χριστός.[11] “Τούτο το ποτήρι είναι η καινή διαθήκη, με βάση το αίμα μου· τούτο να κάνετε, όσες φορές πίνετε, στη δική μου ανάμνηση. Επειδή, όσες φορές αν τρώτε το ψωμί τούτο και πίνετε το ποτήρι τούτο, τον θάνατο του κυρίου εξαγγέλλετε, μέχρι την έλευσή του” (Α΄ Κορινθίους 11:25,26).
Η Αγία Γραφή δεν αναφέρει σαφώς ποιο είναι το σημείο της Νέας Διαθήκης.[12] Ωστόσο, το γεγονός ότι η Νέα Διαθήκη προσφέρει την ίδια ευλογία στον κόσμο διαμέσου του λαού του Θεού (της Εκκλησίας), έχει τον ίδιο νόμο (αλλά γραμμένο στην καρδιά παρά σε πέτρινες πλάκες) και έχει την ίδια θυσία (πλέον ως μια πραγματικότητα και όχι ως σύμβολο) υποδηλώνει ότι το Σάββατο, με ένα βαθύτερο πνευματικό νόημα, παραμένει σημείο και της Νέας Διαθήκης.
Αυτή η άποψη υποστηρίζεται από το τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο της επιστολής προς Εβραίους, όπου η ανάπαυση του Θεού το Σάββατο παρουσιάζεται ως μια συνεχής πραγματικότητα για εκείνους που πιστεύουν στο Ευαγγέλιο. “Μένει σε μας η υπόσχεση να μπούμε μέσα στην κατάπαυσή του... Επειδή, μπαίνουμε μέσα στην κατάπαυση εμείς που πιστέψαμε... Επειδή, είπε σε κάποιο μέρος για την έβδομη ημέρα τα εξής: «Και ο Θεός, κατά την έβδομη ημέρα, κατέπαυσε από όλα τα έργα του»... Επομένως, απομένει κατάπαυση (Αρχ. σαββατισμός , δηλαδή η τήρηση του Σαββάτου) στον λαό του Θεού. Επειδή, αυτός που μπήκε μέσα στην κατάπαυσή του, κατέπαυσε και ο ίδιος από τα έργα του, όπως και ο Θεός από τα δικά του” (Εβραίους 4:1-4,9,10). Για εκείνον που έχει το νόμο γραμμένο στην καρδιά, το Σάββατο γίνεται το αληθινό σημείο του δημιουργικού και λυτρωτικού έργου του Θεού που εκτελέστηκε και εκτελείται σε μας διαμέσου της θυσίας, της ανάστασης και της διακονίας του Ιησού Χριστού. Ο Χριστιανός της Νέας Διαθήκης “έχει καταπαυτεί και ο ίδιος από τα έργα του”, δηλαδή έχει σταματήσει τις δικές του άκαρπες προσπάθειες να γίνει αποδεκτός από τον Θεό, να ζήσει μια άγια ζωή και να ευαγγελίσει τον αμαρτωλό κόσμο. Επιτρέπει στον Θεό “να ενεργεί μέσα σας και το να θέλετε και το να ενεργείτε, κατά την ευδοκία του” (Φιλιππησίους 2:13), ώστε “να εκπληρωθεί η δικαιοσύνη του νόμου, σε μας, που δεν περπατάμε σύμφωνα με τη σάρκα, αλλά σύμφωνα με το πνεύμα” (Ρωμαίους 8:4). Μολονότι ο Χριστιανός της Νέας Διαθήκης εργάζεται επιμελώς, το έργο του έχει ως στόχο να γνωρίσει καλύτερα τον Θεό: “Τότε, θα γνωρίσουμε και θα εξακολουθούμε να γνωρίζουμε τον Κύριο”, “Ας φροντίσουμε, λοιπόν, με επιμέλεια να μπούμε μέσα σ’ εκείνη την κατάπαυση” (Ωσηέ 6:3, Εβραίους 4:11).[13]
Η Νέα Διαθήκη ονομάζεται η Αιώνια Διαθήκη, ουσιαστικά το ίδιο με τις υπόλοιπες διαθήκες: “Και ο Θεός της ειρήνης... να σας κάνει τελείους σε κάθε αγαθό έργο, για να εκτελείτε το θέλημά Του... διαμέσου του αίματος της αιώνιας διαθήκης” (Εβραίους 13:20,21). Αυτή ακριβώς είναι η διαθήκη στην οποία επικεντρώνεται το ενδέκατο κεφάλαιο, όταν “ανοίχθηκε ο ναός του Θεού μέσα στον ουρανό, και φάνηκε η κιβωτός της διαθήκης Του” (Αποκάλυψη 11:19).
Στο βιβλίο του Δανιήλ, η εχθρότητα του Σατανά εναντίον της διαθήκης εκδηλώνεται μέσω της δραστηριότητας του Βασιλιά του Βορρά, ο οποίος “θα είναι ενάντια στην άγια διαθήκη, και θα ενεργήσει... και θα θυμώσει ενάντια στην άγια διαθήκη... κι εκείνους που ανομούν στη διαθήκη, θα διαφθείρει με κολακείες” (Δανιήλ 11:28,30,31). Ο βασιλιάς του Βορρά που μάχεται ενάντια στη διαθήκη καταλήγει να είναι το ‘θηρίο’ του οποίου η καταστρεπτική δραστηριότητα παρουσιάζεται στο κεφάλαιο 13.
Το αποκορύφωμα της Μεγάλης Διαμάχης βρίσκεται στα κεφάλαια 12-14. Εκεί βλέπουμε ότι τα τέσσερα στοιχεία της Αιώνιας Διαθήκης είναι τα επίμαχα θέματα της τελευταίας μάχης· κάθε ένα απ’ αυτά δέχεται άγρια επίθεση από τον δράκοντα, “το αρχαίο φίδι”, που μισεί το λαό του Θεού και το μήνυμα που έχουν για τον κόσμο, το νόμο Του, τη θυσία Του και το σημείο της διαθήκης Του.
Συνέχισε στη επόμενη παράγραφο: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 10 - ΤΟ ΒΔΕΛΥΓΜΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΑΝΙΗΛ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
[1] Αυτή η ασαφής περικοπή έχει δημιουργήσει ατέλειωτες εικασίες βασισμένες στο γεγονός ότι η φράση “οι γιοι του Θεού” αναφέρεται σε αγγέλους σε κάποιες περικοπές όπως στον Ιώβ 1:6, 38:7. Ωστόσο, φαίνεται απίστευτο ότι άγγελοι θα μπορούσαν να γονιμοποιούν ανθρώπους, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη τη δήλωση του Παύλου ότι οι άγγελοι είναι “πνεύματα” (Εβραίους 1,7), την αναφορά του Χριστού ότι τα πνεύματα δεν έχουν σάρκα και οστά (Λουκάν 24:39) και τη δήλωση Του ότι οι άγγελοι “ούτε νυμφεύονται ούτε νυμφεύουν” (Ματθαίον 22:30). Η Καινή Διαθήκη χρησιμοποιεί τη φράση “οι γιοι του Θεού” για ανθρώπους που έχουν πληρωθεί και καθοδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού (Ρωμαίους 8:14,19, Γαλάτες 3:26). Συνεπώς το εδάφιο στη Γένεση 6:1 πιθανόν αναφέρεται στους πιστούς απογόνους του Σηθ, σε αντίθεση με τους ασεβείς απογόνους του Κάιν.
[2] Γένεση 11:28-12:4, Νεεμίας 9:7, Ιησούς του Ναυή 24:2,3.
[3] “Οι υποσχέσεις, όμως, δόθηκαν στον Αβραάμ και στο σπέρμα του· δεν λέει: και προς τα σπέρματα, σαν να πρόκειται για πολλά, αλλά σαν να πρόκειται για ένα: «και προς το σπέρμα σου», που είναι ο Χριστός” (Γαλάτες 3:16).
[4] Γένεση 12:7,8, 13:18.
[5] Η απαίτηση του Θεού να θυσιάσει ο Αβραάμ τον γιο του Ισαάκ, ήταν μια από τις πιο ισχυρές προεικονίσεις της θυσίας του Χριστού. Ο Ισαάκ ήταν “ο γιος ο μονογενής” του Αβραάμ, ο Θεός προνόησε για ένα υποκατάστατο, για εκείνον που προοριζόταν να πεθάνει, και μέσω της πίστης ο Ισαάκ “αναστήθηκε” από τον θάνατο (Γένεση 22, Εβραίους 11:17-19).
[6] Η Αγία Γραφή δεν χρησιμοποιεί ουσιαστικά τη φράση “Παλαιά Διαθήκη”, το γεγονός όμως ότι αναφέρεται μια “Καινή Διαθήκη” υποδηλώνει ότι υπάρχει και μια “Παλαιά Διαθήκη”. Βλ. Εβραίους 8:13.
[7] ‘Αγιάζω’ στα Εβραϊκά είναι η λέξη ‘qadash’ που σημαίνει καθαγιάζω, αφιερώνω ή ξεχωρίζω ως άγιο.
[8] Αναμφίβολα ο απόστολος Παύλος είχε αυτή την περικοπή υπόψη του, όταν έγραψε στην Κολοσσαείς 2:14: “Σας συγχώρεσε όλα τα πταίσματα, όταν εξάλειψε το χειρόγραφο με τα διατάγματα, που ήταν εναντίον σας, και το αφαίρεσε από το μέσον, καρφώνοντάς το επάνω στον σταυρό”.
[9] “(Ο Χριστός) είναι μεσίτης καινούριας διαθήκης διαμέσου του θανάτου, που έγινε για απολύτρωση των παραβάσεων κατά την πρώτη διαθήκη” (Εβραίους 9:15).
[10] Το ευρύτερο πλαίσιο της περικοπής στην προς Εβραίους επιστολή καθιστά σαφές ότι δεν άλλαξε ο νόμος των Δέκα Εντολών, αλλά ο νόμος που αφορά στα καθήκοντα της Λευιτικής ιεροσύνης.
[11] Η Καθολική Θεία Κοινωνία, που θεωρείται επανάληψη της θυσίας του Χριστού, στην πραγματικότητα αρνείται ότι “είμαστε αγιασμένοι διαμέσου της προσφοράς του σώματος του Ιησού Χριστού, που έγινε μια φορά για πάντα” (Εβραίους 10:10).
[12] Το Δείπνο του Κυρίου δεν είναι το σημείο της Νέας Διαθήκης, επειδή είναι το ενθύμιο της θυσίας, που είναι το τρίτο στοιχείο της.
[13] Τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται η θεολογία της “Νέας Διαθήκης” από θεολόγους (dispensationalists) που πιστεύουν ότι ο Θεός έχει διαφορετικά σχέδια για τη σωτηρία των ανθρώπων σε διαφορετικές εποχές. Υποστηρίζουν μια ριζοσπαστική διαφοροποίηση μεταξύ του τρόπου σωτηρίας των Ισραηλιτών την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης (βασισμένη στην τήρηση του νόμου) και του τρόπου σωτηρίας της Καινής Διαθήκης (μόνο μέσω πίστεως). Αυτή η θεολογία αγνοεί το γεγονός ότι η σωτηρία στην Παλαιά Διαθήκη ήταν επίσης βάση χάρης, από τη στιγμή που όλοι οι απόγονοι του πιστού Αβραάμ θα σωθούν μέσω της πίστης στον ερχόμενο Σωτήρα, ακριβώς όπως και οι πιστοί της Καινής Διαθήκης σώζονται εξαιτίας της πίστης τους στον Σωτήρα που έχει ήδη έρθει.
Στην εποχή μας υπάρχουν τρεις κατηγορίες Χριστιανών, αυτοί που ακολουθούν την Παλαιά Διαθήκη, αυτοί που υποστηρίζουν ότι ακολουθούν τη “Νέα Διαθήκη” αλλά στην πραγματικότητα έχουν παρανοήσει το νόημά της, και οι πραγματικοί Χριστιανοί της “Νέας Διαθήκης”. Οι τρεις αυτές κατηγορίες Χριστιανών έρχονται σε αντιπαραθέσεις. Για παράδειγμα πολλοί Χριστιανοί κάνουν τελετουργικές προσευχές και ακούν το Ευαγγέλιο ως μέρος λειτουργιών, πιστεύοντας ότι έτσι θα σωθούν (Παλαιά Διαθήκη). Οι Χριστιανοί της “Νέας Διαθήκης” γνωρίζουν ότι δεν “πρέπει” να προσεύχονται ή να διαβάζουν τη Γραφή για να σωθούν, και έτσι προσεύχονται και μελετάνε μόνο όταν έχουν την ανάλογη διάθεση. Οι αληθινοί Χριστιανοί της Νέας Διαθήκης όμως, γνωρίζουν ότι η προσευχή και η μελέτη του Λόγου του Θεού είναι η ζωή της ψυχής τους, οπότε θεωρούν την προσευχή και τη μελέτη μέρος της ζωής τους είτε έχουν καλή διάθεση, είτε όχι. Οι συντηρητικοί υποστηρικτές της Παλαιάς Διαθήκης τηρούν τους διατροφικούς νόμους, τους νόμους ντυσίματος και συμπεριφοράς επειδή αυτοί είναι οι όροι του Θεού και αν τους καταπατήσουν θα ‘πάνε στην κόλαση’. Οι χριστιανοί της Καινής Διαθήκης γνωρίζουν ότι δεν σώζονται με βάση την συμπεριφορά τους οπότε δεν ανησυχούν για κανονισμούς και όρους. Οι αληθινοί χριστιανοί της Καινής Διαθήκης δεν επιθυμούν να έχουν τίποτα στη ζωή τους που θα μπορούσε να γίνει εμπόδιο στην όσο το δυνατόν πιο οικεία σχέσης τους με τον Θεό ή που ‘παραποιεί’ τον χαρακτήρα του Σωτήρα τους με οποιονδήποτε τρόπο. Αυτή η επιθυμία τους αντικατοπτρίζεται στη διατροφή τους, στην εμφάνισή τους και στη συμπεριφορά τους. Κάποιοι ‘πιστοί’ της Παλαιάς Διαθήκης μοιράζουν βιβλία και κάνουν Βιβλικές μελέτες επειδή είναι απαραίτητο για τη ‘σωτηρία’ τους. Οι χριστιανοί της Καινής Διαθήκης γνωρίζουν ότι δεν σώζονται από τη μαρτυρία τους οπότε δεν ανησυχούν για αυτό. Οι αληθινοί χριστιανοί της Καινής Διαθήκης όμως, γνωρίζουν ότι η διάδοση του Ευαγγελίου είναι η υψηλότερη προτεραιότητα του Χριστού, οπότε γίνεται και δική τους υψηλότερη προτεραιότητα. Έτσι η κατανόηση (ή η παρανόηση) της διαθήκης προβάλλεται σε κάθε στάδιο της χριστιανικής ζωής.