Ο Νόμος και το Ευαγγέλιο

Η σωτηρία είναι ένα δώρο που έρχεται με τη χάρη διαμέσου της πίστης, όχι με τα έργα του νόμου (Εφεσ. β΄8). Ούτε τα έργα του νόμου, ούτε οι προσπάθειες έστω και αξιέπαινες, και ούτε τα καλά έργα – είτε πολλά είτε λίγα, με θυσίες ή χωρίς θυσίες – μπορούν με κάποιον τρόπο να δικαιώσουν τον αμαρτωλό (Τίτ. γ΄5, Ρωμ. γ΄20).

Σε όλη την Αγία Γραφή υπάρχει τέλεια αρμονία ανάμεσα στο νόμο και στο ευαγγέλιο, το ένα επιβεβαιώνοντας το άλλο.

Ο Νόμος και το Ευαγγέλιο πριν από το Σινά. Όταν ο Αδάμ και η Εύα αμάρτησαν, έμαθαν τι είναι ενοχή, φόβος και ανάγκη (Γέν. γ΄10). Ο Θεός ανταποκρίθηκε στην ανάγκη τους, όχι εξουδετερώνοντας το νόμο ο οποίος τους καταδίκαζε, αλλά, αντίθετα, προσφέροντάς τους το ευαγγέλιο το οποίο θα τους αποκαθιστούσε στη υπακοή προς το Θεό και στη συντροφιά Του.

Αυτό το ευαγγέλιο συνίσταται στην υπόσχεση της λύτρωσης διαμέσου ενός Σωτήρα – το σπέρμα της γυναικός που θα ερχόταν κάποια μέρα και θα θριάμβευε κατά του κακού (Γέν. γ΄15). Το σύστημα των θυσιών που ο Θεός καθόρισε, τους δίδασκε μια σπουδαία αλήθεια για την εξιλέωση: ότι η συγχώρηση μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με χύση αίματος – με το θάνατο του Σωτήρα. Με την πίστη ότι η θυσία του ζώου συμβόλιζε τον εξιλαστήριο θάνατο του Σωτήρα στη θέση τους, λάμβαναν την άφεση των αμαρτιών. Σώζονταν με τη χάρη.

Αυτή ευαγγελική υπόσχεση ήταν το κέντρο της αιώνιας διαθήκης της χάρης που ο Θεός πρόσφερε στην ανθρωπότητα (Γέν ιβ΄1-3, ιε΄4,5, ιζ΄1-9), η οποία έχει στενή σχέση με την υπακοή στο νόμο του Θεού (Γέν. ιη΄18,19, κς΄4,5). Η εγγύηση της διαθήκης του Θεού ήταν ο Υιός του Θεού, ο οποίος, ως το επίκεντρο σημείο του ευαγγελίου, ήταν «το Αρνίον το εσφαγμένον από καταβολής κόσμου» (Αποκ. ιγ΄8). Η χάρη του Θεού άρχισε να λειτουργεί ευθύς μόλις ο Αδάμ και η Εύα αμάρτησαν. Ο Δαβίδ είπε: «Το δε έλεος του Κυρίου είναι από του αιώνος και έως του αιώνος επί τους φοβουμένους αυτόν … επί τους φυλάττοντας την διαθήκην αυτού και ενθυμουμένους τας εντολάς αυτού διά να εκπληρώσωσιν αυτάς» (Ψαλμ. ργ΄17,18).

Ο Νόμος και το Ευαγγέλιο στο Σινά. Υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στο Δεκάλογο και στο ευαγγέλιο. Ο πρόλογος στο νόμο, επί παραδείγματι, αναφέρει το Θεό ως Λυτρωτή (Έξ. κ΄1). Και μετά τη διακήρυξη των Δέκα Εντολών ο Θεός έδωσε οδηγία στους Ισραηλίτες να κατασκευάσουν ένα θυσιαστήριο και να αρχίσουν να προσφέρουν θυσίες που ήταν για να αποκαλύψει τη σώζουσα χάρη Του.

Στο όρος Σινά έδωσε ο Θεός στο Μωυσή ένα μεγάλο τμήμα από το τελετουργικό νόμο που έχει σχέση με την κατασκευή του θυσιαστηρίου, όπου ο Θεός θα έμενε με το λαό Του και θα τους συναντούσε για να επιδαψιλεύσει σε αυτούς τις ευλογίες Του και να συγχωρήσει τις αμαρτίες τους (Έξ. κδ΄9 – λα΄18). Αυτή η επέκταση του απλού συστήματος των θυσιών που υπήρχε πριν από το Σινά προδιέγραφε το μεσιτική έργο του Χριστού για τη λύτρωση των αμαρτωλών και τη διεκδίκηση της εξουσίας και της αγιότητας του νόμου του Θεού.

Το κατοικητήριο του Θεού ήταν στα Άγια των Αγίων του επίγειου αγιαστηρίου, επάνω από το ιλαστήριο της κιβωτού, στην οποία φυλάσσονταν οι Δέκα Εντολές. Κάθε μορφή των λειτουργιών του αγιαστηρίου συμβόλιζε το Σωτήρα. Οι θυσίες με αίμα έδειχναν τον εξιλαστήριο θάνατό Του, ο οποίος θα λύτρωνε την ανθρωπότητα από την καταδίκη του νόμου (Δείτε τα κεφάλαια 4 και 9).

Ενώ ο Δεκάλογος ήταν τοποθετημένος μέσα στην κιβωτό, οι τελετουργικοί νόμοι, μαζί με τις αστικές ρυθμίσεις που έδωσε ο Θεός και γράφηκαν στο «βιβλίον του νόμου» ήταν τοποθετημένοι στα πλάγια της κιβωτού της διαθήκης «εις μαρτύριον κατά» του λαού (Δευτ. λα΄26). Οποτεδήποτε αμάρταναν, αυτό το «μαρτύριον» καταδίκαζε τις πράξεις τους και προμήθευε λεπτομερείς υποδείξεις για τη συμφιλίωση με το Θεό. Από το Σινά μέχρι το θάνατο του Χριστού, οι παραβάτες του δεκαλόγου έβρισκαν ελπίδα, συγχώρηση και καθαρισμό διαμέσου της πίστης στο ευαγγέλιο που περιγραφόταν μέσα από τις λειτουργίες του αγιαστηρίου και του τελετουργικό νόμου.

Ο Νόμος και το Ευαγγέλιο μετά το Σταυρό. Όπως πολλοί Χριστιανοί έχουν διαπιστώσει, η Αγία Γραφή δείχνει ότι ενώ ο θάνατος του Χριστού κατήργησε το τελετουργικό νόμο, επιβεβαίωσε όμως τη συνεχή εγκυρότητα του ηθικού νόμου. Σημειώστε την απόδειξη:

1. Ο τελετουργικός νόμος. Όταν ο Χριστός πέθανε, εκπλήρωσε τον προφητικό συμβολισμό του συστήματος των θυσιών. Ο τύπος συνάντησε το αντίτυπο και ο τελετουργικός νόμος έλαβε τέλος. Αιώνες πριν, ο Δανιήλ προείπε ότι με το θάνατο του Μεσσία «θέλει παύσει η θυσία και η προσφορά» (Δαν. θ΄27, το δείτε κεφάλαιο 4). Όταν ο Ιησούς πέθανε, το καταπέτασμα του ναού – κατά τρόπο υπερφυσικό – σχί­σθηκε στα δύο από πάνω μέχρι κάτω (Ματθ. κζ΄51), δείχνοντας το τέλος της πνευματικής σημασίας των λειτουργιών του ναού.

Αν και ο τελετουργικός νόμος κάλυπτε ένα ζωτικό ρόλο πριν από το θάνατο του Χριστού, ήταν ελλιπής σε πολλά σημεία, επειδή ήταν μόνο «σκιά των μελλόντων αγαθών» (Εβρ. ι΄1). Χρησίμευσε ως πρόσκαιρος σκοπός, και επιβλήθηκε στο λαό του Θεού «μέχρι καιρού διορθώσεως» (Εβρ. θ΄10, Γαλ. γ΄19) – μέχρι τον καιρό που ο Χριστός πέθανε ως ο αληθινός Αμνός του Θεού.

Κατά το θάνατο του Χριστού, η δικαιοδοσία του τελετουργικού νόμου έλαβε τέλος. Η εξιλαστήρια θυσία Του εξασφάλισε συγχώρηση για όλες τις αμαρτίες. Με αυτή την πρά­ξη ο Χριστός εξάλειψε «το καθ’ ημών χειρόγραφον συνιστάμενον εις διατάγματα, το οποίον ήτο εναντίον εις ημάς, και αφήρεσεν αυτό εκ του μέσου, προσηλώσας αυτό επί του σταυρού» (Κολ. β΄14, Δευτ. λα΄26). Έτσι, δε χρειαζόταν πια να επιτελούνται οι περίπλοκες λειτουργίες οι οποίες, ούτως ή άλλως, δεν μπορούσαν να αφαιρέσουν τις αμαρτίες ή να καθαρίσουν τη συνείδηση (Εβρ. ι΄4, θ΄9,14). Καμιά ανησυχία πια για τους τελετουργικούς νόμους, με τις περίπλοκες απαιτήσεις τους σχετικά με προσφορές από τροφές και πόσεις, διάφοροι εορτασμοί (Πάσχα, Πεντηκοστή κ.τ.λ.), νεομηνίες ή τελετουργικά σάββατα (Κολ. β΄16, Εβρ. θ΄10), τα οποία ήταν απλώς «σκιά των μελλόντων» (Κολ. β΄17).

Με το θάνατο του Χριστού, οι πιστοί δεν έχουν ανάγκη πια να ασχοληθούν με σκιές – αντανάκλαση της πραγματικότητας του Χριστού. Τώρα μπορούν να πλησιάσουν στον ίδιο το Σωτήρα κατευθείαν, επειδή «το σώμα είναι του Χριστού» (Κολ. β΄17).

Κατά την ερμηνεία των Ιουδαίων, ο τελετουργικός νόμος είχε γίνει ένας φραγμός ανάμεσα σε αυτούς και στα άλλα έθνη. Αυτό στάθηκε μεγάλο εμπόδιο στην αποστολή τους να φωτίσουν τον κόσμο με τη δόξα του Θεού. Ο θάνατος του Χριστού κατήργησε αυτόν «τον νόμον των εντολών των εν τοις διατάγμασι» «και έλυσε το μεσότοιχον του φραγμού» μεταξύ Εθνικών και Ιουδαίων, ώστε να δημιουργηθεί μια νέα οικογένεια συμφιλιωμένων πιστών «εις έν σώμα προς τον Θεόν διά του σταυρού» (Εφεσ. β΄14-16).

2. Ο Δεκάλογος και ο σταυρός. Ενώ ο θάνατος του Χριστού έθεσε τέλος στην εξουσία του τελετουργικού νόμου, επιβεβαίωσε το νόμο των Δέκα Εντολών. Ο Χριστός απομάκρυνε την κατάρα του νόμου, ελευθερώνοντας έτσι τους πιστούς από την καταδίκη του. Η πράξη Του αυτή δε σήμαινε ότι ο νόμος καταργήθηκε, δίνοντάς μας την ελευθερία να παραβιάζουμε τις αρχές του. Οι άφθονες μαρτυρίες της Αγίας Γραφής σχετικά με τη μονιμότητα του νόμου αποκρούει μια τέτοια άποψη.

Ο Καλβίνος πολύ σωστά δήλωσε ότι «δεν πρέπει να φαντασθούμε πως ή έλευση του Χριστού μας ελευθέρωσε από την εξουσία του νόμου, διότι είναι ο αιώνιος κανόνας μιας αφιερωμένης και άγιας ζωής, και γι’ αυτό πρέπει να είναι αναλλοίωτος όπως η δικαιοσύνη του Χριστού».

Ο Απόστολος Παύλος περιέγραψε τη σχέση ανάμεσα στην υπακοή και στο ευαγγέλιο της σώζουσας χάρης. Καλώντας τους πιστούς σε άγια ζωή λέει: «παραστήσατε … τα μέλη σας όπλα δικαιοσύνης εις τον Θεόν. Διότι η αμαρτία δεν θέλει σας κυριεύσει, επειδή δεν είσθε υπό νόμον αλλά υπό χάριν» (Ρωμ. ς΄13,14). Οι χριστιανοί λοιπόν δεν τηρούν το νόμο για να επιτύχουν τη σωτηρία – αυτοί που προσπαθούν να το κάνουν, θα βυθισθούν περισσότερο στην αμαρτία. Όσο ένας άνθρωπος είναι κάτω από το νόμο, παραμένει κάτω από την εξουσία της αμαρτίας, διότι ο νόμος δεν μπορεί να σώσει κάποιον είτε από την καταδίκη, είτε από τη δύναμη της αμαρτίας. Αλλά εκείνοι που είναι κάτω από τη χάρη, όχι μόνο απελευθερώνονται από την καταδίκη (Ρωμ. η΄1), αλλά παίρνουν και δύναμη να νικήσουν (Ρωμ. ς΄4). Έτσι, η αμαρτία δε θα τους κυριεύει πια.

Ο Απόστολος Παύλος πρόσθεσε: «Το τέλος του νόμου είναι ο Χριστός προς δικαιοσύνην εις πάντα τον πιστεύοντα» (Ρωμ. ι΄4). Ο καθένας λοιπόν που πιστεύει στο Χριστό, συνειδητοποιεί ότι Αυτός είναι το τέλος του νόμου – το μέσον για την απόκτηση της δικαιοσύνης. Από τη φύση μας είμαστε αμαρτωλοί, αλλά εν Χριστώ Ιησού δικαιωνόμαστε με τη δική Του δικαιοσύνη.

Αν και βρίσκονται κάτω από τη χάρη, οι πιστοί δεν έχουν την ελευθερία να επιμείνουν «εν τη αμαρτία, διά να περισσεύση η χάρις» (Ρωμ. ς΄1). Μάλλον η χάρη εξασφαλίζει τη δύναμη ώστε να κάνει εφικτή την υπακοή καθώς και τη νίκη κατά της αμαρτίας «Δεν είναι τώρα λοιπόν ουδεμία κατάκρισις εις τους εν Χριστώ Ιησού, τους μη περιπατούντας κατά την σάρκα, αλλά κατά το Πνεύμα» (Ρωμ. η΄1).

Ο θάνατος του Χριστού μεγαλύνει το νόμο, δίνοντάς του παγκόσμια εξουσία. Αν ο Δεκάλογος μπορούσε να αλλάξει, δε χρειαζόταν Αυτός να πεθάνει. Αλλά επειδή ο νόμος είναι απόλυτος και αμετάβλητος, απαιτείτο ένας θάνατος για να πληρωθεί η επιβαλλόμενη ποινή. Αυτή την απαίτηση ο Χριστός ικανοποίησε στην πληρότητα με το θάνατό Του στο σταυρό, κάνοντας την αιώνια ζωή προσιτή σε όλους όσοι δέχονται την έξοχη θυσία Του.