Από άπειρη αγάπη και ευσπλαχνία ο Θεός έκανε το Χριστό, ο οποίος δε γνώρισε την αμαρτία, να γίνει για μας αμαρτία, ούτως ώστε εμείς να γίνουμε εν Αυτώ η δικαιοσύνη του Θεού. Οδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα, αισθανόμαστε την ανάγκη μας, αναγνωρίζουμε την αμαρτωλότητά μας, μετανοούμε για τις παραβάσεις μας και δείχνουμε πίστη στον Ιησού ως Κύριο και Χριστό, ως Αντικαταστάτη και Παράδειγμα. Αυτή η πίστη η οποία δέχεται τη σωτηρία, έρχεται με τη θεία δύναμη του Λόγου και είναι το δώρο της χάρης του Θεού. Διαμέσου του Χριστού δικαιωνόμαστε, υιοθετημένοι ως υιοί και θυγατέρες του Θεού, και ελευθερωμένοι από την κυριαρχία της αμαρτίας. Διά του Αγίου Πνεύματος αναγεννιόμαστε και αγιαζόμαστε. Το Άγιο Πνεύμα ανανεώνει τη διάνοιά μας, γράφει το νόμο της αγάπης του Θεού στην καρδιά μας και μας δίνει τη δύναμη να ζήσουμε άγια ζωή. Ενοικώντας σε Αυτόν, μετέχουμε στη θεία φύση και έχουμε τη βεβαιότητα της σωτηρίας τώρα και κατά την κρίση.
Γι’ αυτό οι πιστοί που αποτελούν την εκκλησία, μπορούν να βεβαιώσουν πως «αν και ο εξωτερικός μας άνθρωπος φθείρεται, ο εσωτερικός όμως ανανεώνεται ημέρα με την ημέρα» (Β΄Κορ. δ΄16). Επομένως, «και όλοι εμείς, βλέποντας σαν μέσα σε κάτοπτρο τη δόξα τού Kυρίου, με ξεσκεπασμένο πρόσωπο, μεταμορφωνόμαστε στην ίδια εικόνα, από δόξα σε δόξα, ακριβώς όπως από του Πνεύματος του Kυρίου» (Β΄Κορ. γ΄18). Αυτή η μεταμόρφωση είναι η έσχατη εσωτερική Πεντηκοστή.
Μέσα στην Αγία Γραφή οι περιγραφές της εμπειρίας του πιστού – η σωτηρία, η δικαίωση, ο αγιασμός, ο καθαρισμός και η λύτρωση – αναφέρονται (1) ως ήδη να έχουν πραγματοποιηθεί, (2) ότι τώρα πραγματοποιούνται, και (3) ότι θα πραγματοποιηθούν στο μέλλον. Κατανοώντας αυτές τις τρεις προοπτικές, έχουμε τη λύση της φαινομενικής έντασης στην έμφαση σχετικά με τη δικαίωση και τον αγιασμό. Αυτό το κεφάλαιο, συνεπώς, διαιρείται σε τρία κύρια τμήματα που ασχολούνται με τη σωτηρία του πιστού στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον.