Η Φύση του Νόμου

Ως αντανάκλαση του χαρακτήρα του Θεού ο Νόμος των Δέκα Εντολών είναι ηθικός, πνευματικός και κατανοητός, που περιέχει παγκόσμιες αρχές.

Μια Αντανάκλαση του Χαρακτήρα του Νομοθέτη. Σύμ­φωνα με την Αγία Γραφή, οι ιδιότητες του Θεού διαφαίνονται στο νόμο Του. Όπως ο Θεός, «ο νόμος του Κυρίου είναι άμωμος» και «η μαρτυρία του Κυρίου πιστή» (Ψαλμ. ιθ΄7,8). «Ο μεν νόμος είναι άγιος, και η εντολή αγία, δικαία και αγαθή» (Ρωμ. ζ΄12). «Πάντα τα προστάγματά σου είναι αλήθεια. Προ πολλού εγνώρισα εκ των μαρτυρίων σου ότι εις τον αιώνα εθεμελίωσας αυτά» (Ψαλμ. ριθ΄151,152). Μά­λιστα, «πάντα τα προστάγματά σου είναι δικαιοσύνη» (εδ. 172).

Ένας Ηθικός Νόμος. Οι Δέκα Εντολές γνωστοποιούν το υπόδειγμα του Θεού για τη διαγωγή της ανθρωπότητας. Καθορίζουν τις σχέσεις μας με το Δημιουργό και Λυτρωτή μας, και τα καθήκοντά μας προς τους συνανθρώπους μας. Η Αγία Γραφή ονομάζει την παράβαση του θείου νόμου αμαρτία (ΑΊωάν. γ΄4).

Ένας Πνευματικός Νόμος. «Ο νόμος είναι πνευματικός» (Ρωμ. ζ΄14). Γι’ αυτό, μόνο εκείνοι που είναι πνευματικοί και έχουν τον καρπό του Πνεύματος μπορούν να υπακούσουν σε αυτόν (Ιωάν. ιε΄4, Γαλ. ε΄22,23). Το Πνεύμα του Θεού είναι που μας ενδυναμώνει να κάνουμε το θέλημά Του (Πράξ. α΄8, Ψαλμ. να΄10-12). Μένοντας στο Χριστό, παίρνουμε τη δύναμη που μας χρειάζεται για να φέρουμε καρπό προς δόξα Του (Ιωάν. ιε΄5).

Οι ανθρώπινοι νόμοι απευθύνονται μόνο στις φανερές πράξεις. Αλλά για τις Δέκα Εντολές διαβάζουμε: «ο νόμος σου είναι πλατύς σφόδρα» (Ψαλμ ριθ΄96), που αγγίζει τις πιο κρυφές σκέψεις, επιθυμίες και αισθήσεις όπως ζήλια, φθόνος, επιθυμία και φιλοδοξία. Στην επί του Όρους Ομιλία ο Ιησούς έδωσε έμφαση στην πνευματική διάσταση του νόμου, αποκαλύπτοντας ότι η παράβαση αρχίζει από την καρδιά (Ματθ. ε΄21,22,27,28, Μάρκ. ζ΄21-23).

Ένας Θετικός Νόμος. Ο Δεκάλογος είναι περισσότερο από μια σύντομη σειρά απαγορεύσεων. Οι αρχές του έχουν προεκτάσεις. Επεκτείνεται όχι μόνο σε πράγματα που δεν πρέπει να κάμουμε, αλλά και σε πράγματα που πρέπει να κάνουμε. Δεν οφείλουμε μόνο να αναχαιτίσουμε τις κακές πράξεις και σκέψεις, αλλά οφείλουμε να χρησιμοποιούμε τα θεόδοτα τάλαντα και χαρίσματα για το καλό. Έτσι, κάθε αρνητική εντολή έχει μια θετική διάσταση.

Σαν παράδειγμα: η έκτη εντολή «Μη φονεύσης» έχει ως θετική πλευρά της «να προάγεις τη ζωή».  Βλέπουμε ότι είναι θέλημα του Θεού οι οπαδοί Του να επιζητούν να προάγουν την ευημερία και την ευτυχία του καθενός που βρίσκεται στη σφαίρα της επιρροής τους. Με μια βαθιά έννοια, η εντολή του ευαγγελίου – τα καλά νέα της σωτηρίας και της αιώνιας ζωής διαμέσου του Χριστού – είναι η θετική αρχή που ενσωματώνεται στην έκτη εντολή.

Ο νόμος των δέκα εντολών δεν πρέπει να είναι ιδωμένος από την απαγορευτική πλευρά του, αλλά από την πλευρά του ελέους. Οι απαγορεύσεις του είναι η βέβαιη εγγύηση της ευτυχίας προς τον υπακούοντα. Καθώς αυτές γίνονται αποδεκτές με τη βοήθεια του Χριστού, ο νόμος επεξεργάζεται μέσα μας την καθαρότητα του χαρακτήρα που θα φέρει χαρά σε μας στην αιωνιότητα. Η υπακοή σε αυτόν είναι ένα τείχος προστασίας. Βλέπουμε μέσα του την καλοσύνη του Θεού, η οποία αποκαλύπτοντας στους ανθρώπους τις αμετάβλητες αρχές της δικαιοσύνης, επιδιώκει να τους προασπίσει από τα κακά τα οποία είναι αποτέλεσμα των παραβάσεων.

Ένας Απλός Νόμος. Οι Δέκα Εντολές έχουν βάθος με όλη την απλότητα κατανόησής τους. Είναι τόσο σύντομες που ακόμη και ένα παιδάκι μπορεί να τις αποστηθίσει, ενώ συγχρόνως καλύπτει κάθε ενδεχόμενη αμαρτία. Δεν υπάρχει μυστήριο στο νόμο του Θεού. Όλοι μπορούν να κατανοήσουν τις μεγάλες αλήθειες που περιλαμβάνει. Και η πιο αδύνατη διάνοια μπορεί να κατανοήσει αυτούς τους κανόνες. Και ο πιο αμαθής μπορεί να ρυθμίσει τη ζωή του και να διαμορφώσει το χαρακτήρα κατά το θείο πρότυπο.

Ένας Νόμος Αρχών. Οι Δέκα Εντολές είναι η περίληψη όλων των ορθών αρχών που εφαρμόζονται σε όλη την ανθρωπότητα και σε όλους τους καιρούς. Η Αγία Γραφή λέει: «Φοβού τον Θεόν και φύλαττε τας εντολάς αυτού, επειδή τούτο είναι το παν του ανθρώπου» (Εκκλ. ιβ΄13).

Ο Δεκάλογος – ή Δέκα Εντολές (Έξ. λδ΄28) – αποτελείται από δύο μέρη στα οποία αντιστοιχούν δύο λίθινες πλάκες επάνω στις οποίες ο Θεός τον έγραψε (Δευτ. δ΄13). Οι πρώτες τέσσερες εντολές ρυθμίζουν τα καθήκοντά μας απέναντι στο Δημιουργό και Λυτρωτή μας, και οι έξι τελευταίες ρυθμίζουν τα καθήκοντά μας απέναντι στους ανθρώπους.

Αυτή η διαίρεση στα δύο προέρχεται από τις δύο θεμελιώδεις αρχές της αγάπης επάνω στην οποία λειτουργεί η βασιλεία του Θεού: «Θέλεις αγαπά Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της δυνάμεώς σου, και εξ όλης της διανοίας σου. Και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Λουκά ι΄27, Δευτ. ς΄4,5, Λευιτ. ιθ΄18). Αυτοί που διαβιώνουν με αυτές τις αρχές, θα είναι σε πλήρη αρμονία με τις Δέκα Εντολές, επειδή οι εντολές εκφράζουν τις ίδιες αρχές με περισσότερες λεπτομέρειες.

Η πρώτη εντολή επιτάσσει την αποκλειστική λατρεία στον έναν και αληθινό Θεό. Η δεύτερη απαγορεύει την ειδωλολατρία.  Η τρίτη δεν επιτρέπει την ασέβεια και την ψευδορκία που περιέχουν την επίκληση του θείου ονόματος. Η τέταρτη αιτεί την τήρηση του Σαββάτου και αναγνωρίζει τον αληθινό Θεό ως το Δημιουργό του ουρανού και της γης.

Η πέμπτη εντολή απαιτεί από τα παιδιά να υποτάσσονται στους γονείς τους ως από το Θεό ενδεδειγμένοι αντιπρόσωποι για να μεταφέρουν το αποκαλυφθέν θέλημά Του στις επερχόμενες γενεές (Δευτ. δ΄6-9, ς΄1-7). Η έκτη προστατεύει τη ζωή ως ιερή. Η έβδομη εντέλλεται την αγνότητα και την ασφάλεια της συζυγικής σχέσης. Η όγδοη προφυλάσσει την ιδιοκτησία. Η ένατη προστατεύει την αλήθεια και απαγορεύει την ψευδορκία. Και η δέκατη φθάνει στη ρίζα όλων των ανθρώπινων σχέσεων απαγορεύοντας την επιθυμία των όσων ανήκουν στους άλλους.

Ένας Μοναδικός Νόμος. Οι Δέκα Εντολές έχουν τη μοναδική διάκριση ότι είναι τα μόνα λόγια που ο Θεός μίλησε «εις επήκοον» όλου του έθνους (Δευτ. ε΄22). Επειδή δεν εμπιστεύθηκε αυτό το νόμο στις επιλήσμονες διάνοιες των ανθρώπων, γι’αυτό ο Θεός χάραξε τις εντολές με το δάκτυλό Του σε δύο λίθινες πλάκες, που θα προστατεύονταν μέσα στην κιβωτό του αγιαστηρίου (Έξ. λα΄18, Δευτ. ι΄2).

Για να βοηθήσει τους Ισραηλίτες να εφαρμόσουν τις εντολές, ο Θεός τους έδωσε συμπληρωματικούς νόμους διευκρινίζοντας τις σχέσεις τους με Αυτόν και με τους άλλους. Μερικοί από αυτούς τους συμπληρωματικούς νόμους ρύθμιζαν τα δημόσια πράγματα του Ισραήλ (αστικοί νόμοι), άλλοι είχαν σχέση με τις τελετές του αγιαστηρίου (τελετουργικοί νόμοι). Ο Θεός γνωστοποίησε αυτούς τους συμπληρωματικούς νόμους στο λαό διαμέσου του Μωυσή ο οποίος τους έγραψε σε «βιβλίον νόμου» και τους τοποθέτησε «εις τα πλάγια της κιβωτού της διαθήκης» (Δευτ. λα΄25,26) – όχι μέσα στην κιβωτό όπως είχε κάνει με την υπέρτατη αποκάλυψη του Θεού – το Δεκάλογο. Αυτοί οι συμπληρωματικοί νόμοι είναι γνωστοί ως «το βιβλίον του νόμου του Μωυσέως» (Ναυή η΄31, Νεεμ. η΄1, Β΄Χρον. κε΄4) ή απλώς «νόμον του Μωυσέως» (Β΄Βασ. κγ΄25, Β΄Χρον. κγ΄18).

Ένας Θελκτικός Νόμος. Ο νόμος του Θεού είναι μια έμπνευση για την ψυχή. Ο ψαλμωδός λέει: «Πόσον αγαπώ τον νόμον σου! Όλην την ημέραν είναι η μελέτη μου». «Ηγάπησα τα προστάγματά σου υπέρ χρυσίον, και υπέρ χρυσίον καθαρόν». «Θλίψεις και στενοχωρίαι με εύρηκαν. Τα προστάγματά σου όμως είναι η χαρά μου» (Ψαλμ. ριθ΄97,127,143). Σε εκείνους που αγαπούν το Θεό «αι εντολαί αυτού βαρείαι δεν είναι» (ΑΊωάν. ε΄3). Παραβάτες είναι εκείνοι που θεωρούν το νόμο του Θεού οδυνηρό ζυγό, διότι το αμαρτωλό φρόνημα «εις τον νόμον του Θεού δεν υποτάσσεται, αλλ’ ουδέ δύναται» (Ρωμ. η΄7)