Οι δύο μεγαλύτερες πηγές απόδειξης της ύπαρξης του Θεού είναι το βιβλίο της φύσης και η Αγία Γραφή.
Απόδειξη που Απορρέει από τη Δημιουργία
Ο καθένας μπορεί να μάθει για την ύπαρξη του Θεού μέσα από τη φύση και την ανθρώπινη πείρα. Ο Δαβίδ έγραψε: «Οι ουρανοί διηγούνται την δόξα του Θεού και το στερέωμα αναγγέλλει το έργον των χειρών αυτού» (Ψαλμ. ιθ΄1). Ο Απόστολος Ιωάννης ήταν βέβαιος ότι η αποκάλυψη του Θεού, συμπεριλαμβανομένης και της φύσης, φωτίζει τον καθένα (Ιωάν. α΄9). Και ο Παύλος διακήρυξε: «Τα αόρατα αυτού βλέπονται φανερώς από κτίσεως κόσμου, νοούμενα διά των ποιημάτων» (Ρωμ. α΄20).
Ακόμη και η ανθρώπινη διαγωγή δίνει απόδειξη της θείας ύπαρξης. Στη λατρεία των Αθηναίων «τω αγνώστω Θεώ» ο Απόστολος Παύλος είδε μια απόδειξη πίστης στο Θεό και τους είπε: «Εκείνον λοιπόν τον οποίον αγνοούντες λατρεύετε, τούτον εγώ κηρύττω προς εσάς» (Πράξ. ιζ΄23). Ο Απόστολος Παύλος επίσης είπε ότι η διαγωγή των μη-Χριστιανών αποκάλυψε τη μαρτυρία «την συνείδησιν αυτών» και έδειξε ότι ο νόμος του Θεού είναι γραμμένος «εν ταις καρδίαις αυτών» (Ρωμ. β΄14,15). Αυτή η διαίσθηση ότι ο Θεός υπάρχει, βρίσκεται ακόμη και μεταξύ εκείνων που δεν έχουν πρόσβαση στο Θεό. Αυτή η γενική αποκάλυψη του Θεού οδήγησε σε κάποια κλασσικά και ριζοσπαστικά επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού.
Απόδειξη που Απορρέει από την Αγία Γραφή
Η Αγία Γραφή δεν αποδεικνύει την ύπαρξη του Θεού. Τη θεωρεί δεδομένη. Το πρώτο εδάφιό της δηλώνει: «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην» (Γέν. α΄1). Αυτή περιγράφει το Θεό ως Δημιουργό, Συντηρητή και Νομοθέτη όλης της κτίσης. Η αποκάλυψη του Θεού μέσα από τη δημιουργία είναι τόσο ισχυρή, που δεν υπάρχει δικαιολογία για αθεϊσμό ο οποίος αναφύεται από την κατάπνιξη της θείας αλήθειας ή από μια διάνοια η οποία αρνείται να αναγνωρίσει τη βεβαιότητα ότι ο Θεός υπάρχει (Ψαλμ. ιδ΄1, Ρωμ. α΄18-22,28).
Υπάρχουν επαρκή τεκμήρια για την ύπαρξη του Θεού, για να πείσουν τον οποιονδήποτε που σοβαρά προσπαθεί να ανακαλύψει την αλήθεια γι’ Αυτόν. Ακόμη, η πίστη είναι βασική προϋπόθεση, διότι «χωρίς πίστεως αδύνατον είιναι να ευαρεστήση τις εις αυτόν, διότι ο προσερχόμενος εις τον Θεόν πρέπει να πιστεύη ότι είναι, και γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν» (Εβρ. ια΄6).
Η πίστη στο Θεό οπωσδήποτε δεν είναι τυφλή. Βασίζεται σε επαρκή απόδειξη που βρίσκεται στις αποκαλύψεις του Θεού, και μέσα από την Αγία Γραφή και μέσα από τη φύση.