Η Εμπειρία της Σωτηρίας και το Παρελθόν
Μια τεκμηριωμένη γνώση για το Θεό, για την αγάπη Του και την καλοσύνη Του είναι ανεπαρκής. Η προσπάθεια βελτίωσης χωρίς το Χριστό είναι αποτυχία. Η εμπειρία της σωτηρίας που φθάνει στα βάθη της ψυχής, προέρχεται μόνο από το Θεό. Μιλώντας για την εμπειρία αυτή ο Χριστός είπε: «Εάν τις δεν γεννηθή άνωθεν, δεν δύναται να ίδη την βασιλείαν του Θεού … Εάν τις δεν γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, δεν δύναται να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού» (Ιωάν. γ΄3,5).
Μόνο μέσω του Ιησού Χριστού μπορεί κανείς να έχει την εμπειρία της σωτηρίας, «διότι ούτε όνομα άλλο είναι υπό τον ουρανόν δεδομένον μεταξύ των ανθρώπων, διά του οποίου πρέπει να σωθώμεν» (Πράξ. δ΄12). Ο Ιησούς είπε: «Εγώ είμαι η οδός, η αλήθεια και η ζωή. Ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ειμή δι’εμού» (Ιωάν. ιδ΄6).
Η εμπειρία της σωτηρίας εμπεριέχει μετάνοια, εξομολόγηση, συγχώρηση, δικαίωση και αγιασμό.
Μετάνοια. Ακριβώς λίγο πριν από τη σταύρωσή Του, ο Ιησούς υποσχέθηκε στους μαθητές Του το Άγιο Πνεύμα το οποίο θα Τον αποκάλυπτε ελέγχοντας «τον κόσμον περί αμαρτίας, και περί δικαιοσύνης και περί κρίσεως» (Ιωάν. ις΄8). Όταν κατά την Πεντηκοστή το Άγιο Πνεύμα έλεγξε τους ανθρώπους για την ανάγκη τους για Σωτήρα, και αυτοί ρώτησαν πώς θα έπρεπε να ανταποκριθούν, ο Απόστολος Πέτρος απάντησε: «Μετανοήσατε!» (Πράξ. β΄37,38, γ΄19).
1. Τι είναι μετάνοια; Η αντίστοιχη εβραϊκή λέξη ναχάμ είναι λυπάμαι, μετανοώ. Στα ελληνικά, η λέξη μετανοώ σημαίνει αλλάζω νουν και κατ’ επέκταση αισθάνομαι τύψεις. Η γνήσια μετάνοια είναι αποτέλεσμα ριζικής αλλαγής της στάσης απέναντι στο Θεό και απέναντι στην αμαρτία. Όσοι δέχονται το Πνεύμα του Θεού, πείθονται για τη σοβαρότητα της αμαρτίας και οδηγούνται να κατανοήσουν τη δικαιοσύνη του Θεού και τη δική τους κατάσταση απώλειας. Αισθάνονται λύπη και ενοχή. Αναγνωρίζοντας την αλήθεια ότι «ο κρύπτων τας αμαρτίας αυτού δεν θέλει ευοδωθή, ο δε εξομολογούμενος και παραιτών αυτάς θέλει ελεηθή» (Παρ. κη΄13), ομολογούν τις συγκεκριμένες αμαρτίες. Με σταθερή εξάσκηση της θέλησής τους, υποτάσσονται ολοκληρωτικά στο Σωτήρα και αρνούνται την αμαρτωλή διαγωγή. Έτσι, η μετάνοια φθάνει στο ανώτατο σημείο, στην επιστροφή (Πράξ. ιε΄3).
Η μετάνοια του Δαβίδ για τις αμαρτίες της μοιχείας και του φόνου είναι έντονο παράδειγμα πώς αυτή η εμπειρία ετοιμάζει το δρόμο για τη νίκη κατά της αμαρτίας. Ελεγχόμενος από το Άγιο Πνεύμα, αηδίασε την αμαρτία του, πένθησε γι’αυτή και ικέτευσε για αγνότητα: «Τα ανομήματά μου εγώ γνωρίζω, και η αμαρτία μου ενώπιόν μου είναι διαπαντός». «Ελέησόν με, ω Θεέ, κατά το έλεός σου. Κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον τα ανομήματά μου». «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, Θεέ, και πνεύμα ευθές ανανέωσον εντός μου» (Ψαλμ. να΄3,1,10). Η ακόλουθη εμπειρία του Δαβίδ αποδεικνύει ότι ο Θεός όχι μόνο εξασφαλίζει τη συγχώρηση της αμαρτίας, αλλά και μας διεκδικεί από την αμαρτία.
Αν και η μετάνοια προηγείται της συγχώρησης, ο αμαρτωλός δεν μπορεί, με τη μετάνοια, να εξασφαλίσει την ευλογία του Θεού. Πράγματι, ο αμαρτωλός δεν μπορεί από μόνος του να παράγει τη μετάνοια. Αυτό είναι δώρο του Θεού (Πράξ. ε΄31, Ρωμ. β΄4). Το Άγιο Πνεύμα έλκει τον αμαρτωλό προς το Χριστό, για να βρει τη μετάνοια, αυτή την ολόκαρδη θλίψη για την αμαρτία.
2. Κίνητρα για μετάνοια. Ο Χριστός είπε: «Και εγώ εάν υψωθώ εκ της γης, θέλω ελκύσει πάντας προς εμαυτόν» (Ιωάν. ιβ΄32). Η καρδιά μαλακώνει και υποτάσσεται όταν αισθανόμαστε ότι ο θάνατος του Χριστού μάς δικαιώνει και μας ελευθερώνει από την ποινή του θανάτου. Φαντασθείτε τα αισθήματα του μελλοθανάτου που περιμένει την εκτέλεσή του όταν ξαφνικά του δίνουν στο χέρι του ένα έγγραφο χάρης.
Μέσω του Χριστού ο μετανοών αμαρτωλός όχι μόνο συγχωρείται, αλλά θεωρείται και δίκαιος. Δεν του αξίζει και ούτε μπορεί να κερδίσει μια τέτοια μεταχείριση. Όπως εξηγεί ο Απόστολος Παύλος, ο Χριστός πέθανε για τη δικαίωσή μας ενώ ήμασταν ασθενείς, αμαρτωλοί, ασεβείς, και εχθροί του Θεού (Ρωμ. ε΄6-10). Τίποτε δε συγκινεί τα βάθη της ψυχής όσο το αίσθημα της αγάπης του Χριστού που συγχωρεί. Όταν οι αμαρτωλοί ενατενίζουν την ανεξιχνίαστη θεία αγάπη που εκδηλώθηκε στο σταυρό, λαμβάνουν το ισχυρότερο κίνητρο για μετάνοια. Αυτή είναι η χρηστότητα του Θεού που μας οδηγεί στη μετάνοια (Ρωμ. β΄4).
Δικαίωση. Από άπειρη αγάπη και από έλεος ο Θεός «τον μη γνωρίσαντα αμαρτίαν [το Χριστό] έκαμεν υπέρ ημών αμαρτίαν, διά να γείνωμεν ημείς δικαιοσύνη του Θεού δι’ αυτού» (Β΄Κορ. ε΄21). Με την πίστη στον Ιησού, η καρδιά γεμίζει από το Πνεύμα Του. Με την ίδια πίστη, που είναι δώρο της χάρης του Θεού (Ρωμ. ιβ΄3, Εφεσ. β΄8), οι μετανοούντες αμαρτωλοί δικαιώνονται (Ρωμ. γ΄28).
Η λέξη «δικαίωσις» προέρχεται από τη λέξη δικαίωμα που σημαίνει «δίκαιη απαίτηση, πράξη», «ρύθμιση», «δικαστική απόφαση», «πράξη δικαιοσύνης», «διεκδίκηση», «αθώωση». Και το σχετικό ρήμα δικαιώνω σημαίνει «καθιστώ κάποιον δίκαιο», «τον αθωώνω», «τον ελευθερώνω», «τον καθιστώ αγνό», «διεκδικώ», «εφαρμόζω δικαιοσύνη» δίνει συμπληρωματική έννοια στη σημασία της λέξης.
Γενικά, η δικαίωση, όπως χρησιμοποιείται θεολογικά, είναι η θεία πράξη με την οποία ο Θεός δηλώνει ένα μετανοούντα αμαρτωλό δίκαιο, ή τον βλέπει ως δίκαιο. Η δικαίωση είναι το αντίθετο της καταδίκης (Ρωμ. ε΄16). Η βάση για τη δικαίωση βρίσκεται όχι στην υπακοή μας, αλλά στο Χριστό, διότι «καθώς δι’ενός αμαρτήματος ήλθε κατάκρισις εις πάντας ανθρώπους, ούτω και διά μιας δικαιοσύνης ήλθεν εις πάντας ανθρώπους δικαίωσις εις ζωήν … Διά της υπακοής του ενός πολλοί θέλουσι κατασταθή δίκαιοι» (Ρωμ. ε΄18,19). Ο Χριστός δίνει αυτή την υπακοή σε εκείνους που «δικαιούνται δωρεάν με την χάριν αυτού» (Ρωμ. γ΄24). «Ουχί εξ έργων δικαιοσύνης, τα οποία επράξαμεν ημείς, αλλά κατά το έλεος αυτού έσωσεν ημάς» (Τίτον γ΄5).
1. Ο ρόλος της πίστης και των έργων. Πολλοί, λαθεμένα, πιστεύουν ότι η παρουσίασή τους ή μη ενώπιον του Θεού εξαρτάται από τα καλά ή τα κακά έργα τους. Θέτοντας την ερώτηση ποιοι δικαιώνονται ενώπιον του Θεού, με τρόπο κατηγορηματικό ο Απόστολος Παύλος δήλωσε: «Νομίζω ότι τα πάντα είναι ζημία … διά να κερδήσω τον Χριστόν και να ευρεθώ εν αυτώ, μη έχων ιδικήν μου δικαιοσύνην την εκ του νόμου, αλλά την διά πίστεως του Χριστού, την δικαιοσύνην την εκ Θεού διά πίστεως» (Φιλιπ. γ΄8,9). Αναφέρθηκε στον Αβραάμ, ο οποίος «επίστευσεν εις τον Θεόν, και ελογίσθη εις αυτόν εις δικαιοσύνην» (Ρωμ. γ΄3, Γέν. ιε΄6). Δικαιώθηκε πριν να υποστεί την περιτομή και όχι λόγω της περιτομής (Ρωμ. δ΄9,10).
Τι είδους πίστη είχε ο Αβραάμ; Η Αγία Γραφή αποκαλύπτει ότι «διά πίστεως υπήκουσεν ο Αβραάμ» όταν ο Θεός τον κάλεσε να αφήσει την πατρίδα του και να ταξιδεύσει «μη εξεύρων πού υπάγει» (Εβρ. ια΄8-10, Γέν. ιβ΄4, ιγ΄18). Το ότι είχε γνήσια, ζωντανή πίστη στο Θεό, το έδειξε με την υπακοή του. Δικαιώθηκε με βάση τη δυναμική πίστη του.
Ο Ιάκωβος μας προειδοποιεί για μια λαθεμένη αντίληψη της δικαίωσης μέσω της πίστης: ότι δηλαδή κάποιος μπορεί να δικαιωθεί διαμέσου αυτής χωρίς να παρουσιάσει τα αντίστοιχα έργα. Έδειξε πως η γνήσια πίστη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς έργα. Όπως ο Απόστολος Παύλος, έτσι και ο Ιάκωβος χρησιμοποίησε ως παράδειγμα για την άποψή του την πείρα του Αβραάμ. Προσφέροντας τον Ισαάκ – το γιο του, ο Αβραάμ απέδειξε την πίστη του. Και στη συνέχεια ρώτησε: «Βλέπεις ότι η πίστις συνήργει εις τα έργα αυτού; και εκ των έργων η πίστις ετελειώθη;» «Ούτω και η πίστις, εάν δεν έχει έργα, νεκρά είναι καθ’εαυτήν» (Ιακ. β΄21,22,17).
Η πείρα του Αβραάμ αποκάλυψε ότι τα έργα αποτελούν απόδειξη της αληθινής σχέσης με το Θεό. Ως εκ τούτου, η πίστη που οδηγεί στη δικαίωση, είναι μια ζώσα πίστη που εργάζεται (Ιακ. β΄24).
Ο Απόστολος Παύλος και ο Ιάκωβος συμφωνούν στη δικαίωση διαμέσου της πίστης. Ενώ ο Απόστολος Παύλος γνωστοποίησε το λάθος να αποκτήσει κανείς τη δικαίωση μέσα από τα έργα, ο Ιάκωβος γνωστοποίησε την εξίσου επικίνδυνη άποψη της δικαίωσης χωρίς τα αντίστοιχα έργα. Ούτε τα έργα, ούτε η νεκρή πίστη οδηγούν στη δικαίωση. Μπορεί αυτή να πραγματοποιηθεί μόνο με γνήσια πίστη η οποία ενεργεί μέσα από την αγάπη (Γαλ. ε΄6) και καθαρίζει την ψυχή.
2. Η εμπειρία της δικαίωσης. Αφού δικαιωθήκαμε με την πίστη στο Χριστό, Αυτός μας καταλογίζει τη δικαιοσύνη Του. Είμαστε τακτοποιημένοι με το Θεό επειδή ο Χριστός είναι Αντικαταστάτης μας. Ο Απόστολος Παύλος είπε ότι ο Θεός «τον μη γνωρίσαντα αμαρτίαν έκαμεν υπέρ ημών αμαρτίαν, διά να γείνωμεν ημείς δικαιοσύνη του Θεού δι’ αυτού» (Β΄Κορ. ε΄21). Σαν μετανοημένοι αμαρτωλοί, έχουμε την εμπειρία της ολοκληρωμένης συγχώρησης. Έχουμε συμφιλιωθεί με το Θεό!
Το όραμα του Ζαχαρία για τον Ιησού (όχι το Χριστό) τον αρχιερέα απεικονίζει εξαίσια τη δικαίωση. Ο Ιησούς στέκεται μπροστά στον άγγελο του Κυρίου ντυμένος με ρυπαρά ιμάτια, που παριστάνουν τον ρύπο της αμαρτίας. Καθώς στέκεται εκεί, ο Σατανάς απαιτεί την καταδίκη του. Οι κατηγορίες του Σατανά είναι σωστές – ο Ιησούς δεν αξίζει την αθώωση. Αλλά ο Θεός από έλεος επιπλήττει το Σατανά: «Δεν είναι ούτος δαυλός απεσπασμένος από πυρός;» (Ζαχ. γ΄2), δηλαδή, «Δεν είναι πολύτιμος στα μάτια μου, τον οποίον διαφυλάττω κατά τρόπο ιδιαίτερο;»
Ο Κύριος δίνει εντολή να του αφαιρεθούν τα ρυπαρά ιμάτια αμέσως, και δηλώνει: «Ιδού, αφήρεσα από σου την ανομίαν σου, και θέλω σε ενδύσει ιμάτια λαμπρά» (Ζαχ. γ΄4). Ο τρυφερός, πολυέλεος Θεός μας θέτει καταμέρος την κατηγορία του Σατανά, δικαιώνοντας τον τρεμάμενο αμαρτωλό, καλύπτοντάς τον με τα ιμάτια της δικαιοσύνης του Χριστού. Όπως τα ρυπαρά ιμάτια του Ιησού του αρχιερέα, αντιπροσώπευαν την αμαρτία, έτσι και το νέο ιμάτιο αντιπροσώπευε τη νέα εμπειρία του πιστού εν Χριστώ. Στη διαδικασία της δικαίωσης, η εξομολογημένη και συγχωρημένη αμαρτία μεταφέρθηκε στον αγνό και άγιο Υιό του Θεού, τον αίροντα την αμαρτία Αμνό. Ο ανάξιος μετανοημένος πιστός, ωστόσο, περιβάλλεται με την αποδιδόμενη δικαιοσύνη του Χριστού. Η αλλαγή των ρούχων, αυτή η θεία, σώζουσα διεκπεραίωση είναι η βιβλική διδαχή για τη δικαίωση. Ο δικαιωμένος πιστός είχε την εμπειρία της συγχώρησης και καθαρίσθηκε από τις αμαρτίες.
Τα Αποτελέσματα. Ποια είναι τα αποτελέσματα της μετάνοιας και της δικαίωσης;
1. Ο αγιασμός. Αγιασμός σημαίνει αγιότητα, καθιέρωση. Η εβραϊκή αντίστοιχη λέξη είναι καντάς «ξεχωρισμός από κοινή χρήση». Η αληθινή μετάνοια και δικαίωση οδηγεί στον αγιασμό. Η δικαίωση και ο αγιασμός έχουν στενή σχέση, ευδιάκριτη αλλά όχι ξεχωριστή. Καθορίζουν δύο φάσεις της σωτηρίας: Δικαίωση είναι τι ο Θεός κάνει για μας, και αγιασμός είναι τι ο Θεός κάνει μέσα μας.
Ούτε η δικαίωση, ούτε ο αγιασμός είναι το αποτέλεσμα αξιόλογων έργων. Και τα δύο οφείλονται αποκλειστικά στη χάρη και στη δικαιοσύνη του Χριστού. Η δικαιοσύνη που μας δικαιώνει, μας αποδίδεται. Η δικαιοσύνη που μας αγιάζει, μας παραχωρείται. Η πρώτη είναι ο τίτλος μας για τον ουρανό, η δεύτερη είναι η καταλληλότητά μας για τον ουρανό.
Οι τρεις φάσεις του αγιασμού που η Αγία Γραφή παρουσιάζει, είναι: (1) ένα έργο που έχει εκπληρωθεί στο παρελθόν του πιστού, (2) μια διαδικασία στην παρούσα πείρα του πιστού, (3) και το τελικό αποτέλεσμα που θα γνωρίσει ο πιστός κατά την επιστροφή του Χριστού.
Σχετικά με το παρελθόν του πιστού, κατά τη στιγμή της δικαίωσης, αυτός αγιάζεται «διά του ονόματος του Κυρίου Ιησού, και διά του Πνεύματος του Θεού ημών» (Α΄Κορ. ς΄11). Γίνεται «άγιος». Στο σημείο αυτό ο νέος στην πίστη λυτρώνεται και ανήκει καθ’ολοκληρίαν στο Θεό.
Σχετικά με το αποτέλεσμα της κλήσης του Θεού (Ρωμ. α΄7), οι πιστοί ονομάζονται «άγιοι» επειδή είναι «εν Χριστώ Ιησού» (Φιλιπ. α΄1, Ιωάν. ιε΄1-7), όχι ότι έφθασαν σε μια κατάσταση αναμαρτησίας. Η σωτηρία είναι μια παρούσα εμπειρία. Ο Απόστολος Παύλος είπε, «κατά το έλεος αυτού έσωσεν ημάς, διά λουτρού παλιγγενεσίας και ανακαινίσεως του Αγίου Πνεύματος» (Τίτον γ΄5), ξεχωρίζοντάς μας και αφιερώνοντάς μας για έναν άγιο σκοπό και μια πορεία με το Χριστό.
2. Υιοθεσία στην οικογένεια του Θεού. Συγχρόνως, οι νέοι στην πίστη έχουν λάβει το «πνεύμα υιοθεσίας». Ο Θεός τους υιοθέτησε ως παιδιά Του, που σημαίνει ότι οι πιστοί είναι γιοι και θυγατέρες του Βασιλιά! Τους κατέστησε κληρονόμους Του «συγκληρονόμοι δε Χριστού» (Ρωμ. η΄15-17). Τι προνόμιο, τιμή και χαρά!
3. Βεβαιότητα της σωτηρίας. Η δικαίωση φέρνει επίσης και τη βεβαιότητα ότι ο πιστός γίνεται αποδεκτός. Φέρνει τη χαρά της επανένωσής του με το Θεό τώρα. Άσχετα πόσο αμαρτωλοί υπήρξαν στο παρελθόν τους, ο Θεός συγχωρεί όλους τους αμαρτωλούς, και δεν είμαστε πια κάτω από την καταδίκη και την κατάρα του νόμου. Η λύτρωση έχει γίνει πραγματικότητα. «Διά του οποίου έχομεν την απολύτρωσιν διά του αίματος αυτού, την άφεσιν των αμαρτημάτων, κατά τον πλούτον της χάριτος αυτού» (Εφεσ. α΄7).
4. Η αρχή μιας νέας και νικηφόρου ζωής. Η πραγματοποίηση που το αίμα του Σωτήρα καλύπτει το αμαρτωλό παρελθόν μας, φέρνει θεραπεία στο σώμα, στην ψυχή και στη διάνοια. Τα αισθήματα της ενοχής μπορούν να καταργηθούν, επειδή μέσω του Χριστού όλα συγχωρούνται, όλα είναι νέα. Με την καθημερινή επιδαψίλευση της χάρης Του, ο Χριστός αρχίζει να μας μεταβάλει στην εικόνα του Θεού.
Καθώς η πίστη μας σε Αυτόν αυξάνεται, η θεραπεία και η μεταμόρφωση προοδεύει, και Αυτός μας δίνει περισσότερες νίκες κατά των δυνάμεων του σκότους. Η νίκη Του κατά του κόσμου εξασφαλίζει την απελευθέρωσή μας από τη σκλαβιά της αμαρτίας (Ιωάν. ις΄33).
5. Το δώρο της αιώνιας ζωής. Η νέα σχέση μας με το Χριστό φέρει μαζί της το δώρο της αιώνιας ζωής. Ο Απόστολος Ιωάννης βεβαιώνει: «Όστις έχει τον Υιόν, έχει την ζωήν. Όστις δεν έχει τον Υιόν, την ζωήν δεν έχει» (Α΄Ιωάν. ε΄12). Το αμαρτωλό παρελθόν μας έχει τακτοποιηθεί. Διαμέσου του Αγίου Πνεύματος μπορούμε να απολαύσουμε τις ευλογίες της σωτηρίας.