«Τώρα χαίρομαι, όχι επειδή λυπηθήκατε, αλλ’ επειδή λυπηθήκατε προς μετάνοιαν∙ επειδή λυπηθήκατε κατά Θεόν, για να μη ζημιωθείτε από μας σε τίποτε. Δεδομένου ότι, η λύπη κατά Θεόν γεννάει μετάνοια προς αμεταμέλητη σωτηρία∙ η λύπη, όμως, του κόσμου γεννάει θάνατο» (Β΄ Κορινθίους, 7: 9 – 10).
Ζούμε σε ιδιαίτερα δύσκολες και πιεστικές μέρες από όλες τις απόψεις. Θα λέγαμε πως στις περισσότερες από τις συναναστροφές μας με φίλους, συγγενείς ή γνωστούς έχουμε ξεχάσει τους ξέγνοιαστους διαλόγους του τύπου ‘τι καλά που είμαστε’, ‘πόσο καλά μας πηγαίνουν όλα’, ‘πόσο άνετοι είμαστε στα οικονομικά μας’ και άλλες τέτοιες φράσεις, ίσως από πολλού εξορισμένες στο καθημερινό λεξιλόγιό μας.
Από τις περισσότερες συζητήσεις, εξάγεται το συμπέρασμα πως ο σύγχρονος άνθρωπος βιώνει ένα διαρκές άγχος, μία ψυχοφθόρα ανησυχία, μία υπερένταση, ανεξήγητη κάποιες φορές ή και εξηγήσιμη, συναισθήματα που επιδεινώνονται μέσα στο πλαίσιο της γενικευμένης ηθικής, πνευματικής, οικονομικής και πολιτικής κρίσης της εποχής μας.
Τα προσωπικά προβλήματα που ο καθένας μας βιώνει στην προσωπική ή και επαγγελματική του ζωή δεν αμβλύνονται με την αίσθηση ότι ζούμε σε μία κοινωνία που θα φροντίσει για εμάς, ακριβώς γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος βιώνει μία βαθύτατη αναξιοπιστία προς τις πολιτικές και κοινωνικές αρχές.
Ωστόσο, αυτή η διαπιστωμένη κρίση εμπιστοσύνης προς το πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο της εποχής μας, δεν είναι κάτι που αξίζει να το προσπεράσουμε έτσι ελαφρά και επιπόλαια, υιοθετώντας τη στάση ‘έτσι τα βρήκαμε, με αυτά ας πορευτούμε’…. Αν τόσα πράγματα σήμερα δηλητηριάζουν και υπονομεύουν οποιαδήποτε προσπάθεια ανάκαμψης και αναγέννησης σε όλα τα επίπεδα, ας είμαστε σίγουροι ότι το ίδιο ολέθρια είναι και η στάση της παθητικότητας, του εφησυχασμού και της ανοχής.
Πολλές απόψεις ακούγονται και διατυπώνονται, αλληλοσυγκρουόμενες μεταξύ τους, για το πώς οφείλει να στέκεται ο χριστιανός απέναντι σε όσα συνθέτουν το πολιτικό πρόσωπο της κοινωνίας μας. Αυτές οι απόψεις, αν και γνωρίζουν πολλές διαφορετικές αποχρώσεις, ουσιαστικά συστήνουν δύο διαφορετικά μεταξύ τους χρώματα που ορίζονται από τις συμπεριφορές: αδιαφορώ για τα κοινά, με το επιχείρημα ότι όλο το σύστημα είναι διεφθαρμένο, ή ενδιαφέρομαι και κάποιες φορές, μάλιστα, συμμετέχω.
Θεωρώ πως πριν απαντήσουμε στο ποια στάση ευαρεστεί τον Θεό μας, αξίζει πρώτα να σκεφτούμε τι έχει ο Χριστιανισμός να προσφέρει στις πολιτικές έννοιες, τις οποίες ακούμε από μικρά παιδιά και έχουμε μάθει ότι συνθέτουν την έννοια της δημοκρατίας. Δηλαδή, αξίζει να προβληματιστούμε για το αν οι Αρχές που διακηρύττει, μπορούν να νοηματοδοτήσουν τις αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται η δημοκρατία, όπως τις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας, της αξιοκρατίας.
Το Ευαγγέλιο που δίδαξε ο Χριστός για μια ακόμα φορά κάνει την ανατροπή στον τρόπο που έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε και να ερμηνεύουμε τα πράγματα. Στο ερώτημα πώς μπορούμε να φέρουμε εξυγίανση στις κοινωνίες μας, πιστεύω πως ο Χριστός δε θα απαντούσε, όπως απαντούν οι περισσότεροι αρχηγοί κομμάτων και, βέβαια, διαφωνούν στις απαντήσεις τους, ανάλογα με την ιδεολογική τους τοποθέτηση. Δε θα μας έλεγε να έχουμε περισσότερη ή λιγότερη δημοκρατία, δε θα μας συμβούλευε για λιτότητα ή για μεγαλύτερο οικονομικό φιλελευθερισμό. Θα έστρεφε το ενδιαφέρον μας σε μία λέξη κλειδί, που υπήρξε το βασικό θεμέλιο τόσο της Δικής Του Διδασκαλίας όσο και αυτής του Πρόδρομού Του, του Ιωάννη του Βαπτιστή.
Η λέξη αυτή δεν είναι άλλη από τη μετάνοια, το καίριο πνευματικό βήμα, πριν οικοδομηθεί η αληθινή Σχέση με τον Ιησού Χριστό και συνακόλουθα οποιαδήποτε θετική αλλαγή στη ζωή μας. Άλλωστε, η χριστιανική πίστη δοκιμάζεται εξεταζόμενη στην ουσία της και όχι στον τύπο της. Ο λαός μας, πολίτες και πολιτικοί, χρειάζεται μία ριζική αναθεώρηση του τρόπου που αντιμετωπίζει τα θέματα της πολιτικής, χρειάζεται ειλικρινή ομολογία για την πραγματική κατάσταση της καρδιάς του και το κυριότερο χρειάζεται μετάνοια, αυτή την υπέροχη εσωτερική διεργασία, από την οποία μόνο μπορούν να οικοδομηθούν αλλαγές ουσίας και αποτελέσματος. Αλλαγές λυτρωτικές.
Στην κατανόηση της παραπάνω σκέψης, βοηθά η ετυμολογία της λέξης μετάνοια (μετά + νους από το ρήμα νοέω-ω, που σημαίνει σκέπτομαι). Ο συνδυασμός της πρόθεσης μετά και της σημασίας του ρήματος, μας οδηγεί στη διαπίστωση ότι μετάνοια σημαίνει το μετά στη σκέψη, το μετά, ύστερα από την παραδοχή ότι αποφασίσαμε, περπατήσαμε και λειτουργήσαμε, σε ένα ή περισσότερα επίπεδα, με τρόπο που κόστισε και σε εμάς και στους άλλους. Το μετά παραπέμπει σε αλλαγή στον τρόπο σκέψης, σε αλλαγή στον τρόπο της νοοτροπίας. Όταν αλλάζει η σκέψη, τότε, πράγματι, μπορούν να μεταμορφωθούν και τα λόγια και οι πράξεις.
Το εδάφιο μας, μας διδάσκει μοναδικές αλήθειες για τη συνειδητοποίηση της αξίας της μετάνοιας και τη διάκρισή της από οποιαδήποτε άλλη διάθεση λύπης, που, όμως, δε χαρακτηρίζεται από το Πνεύμα του Θεού. Η λύπη κατά Θεό, δηλαδή η λύπη που βιώνεται, εξαιτίας της πραγματικής παραδοχής ότι οι πράξεις μας πλήγωσαν τον Θεό και τους συνανθρώπους μας, είναι η λύπη που γεννά στην καρδιά το γνήσιο μετανοητικό φρόνημα, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί σε αλλαγές εσωτερικές και εξωτερικές.
Αντίθετα, η λύπη του κόσμου δεν έχει ποτέ σωτηριακό αποτέλεσμα, γιατί πηγάζει αποκλειστικά και μόνο από τον πληγωμένο εγωισμό του ατόμου, το οποίο πολύ θα ήθελε να μην έχει αμαρτήσει, εξαιτίας του ότι η αμαρτία έθιξε την περηφάνιά του ή εξαιτίας αυτών που έχασε με την αμαρτία του και όχι εξαιτίας της ουσιαστικής εμπέδωσης ότι η αμαρτία συνιστά προσβολή προς τον Άγιο Χαρακτήρα του Θεού. Από «μετάνοιες» τέτοιου είδους έχει χορτάσει ο κόσμος μας.
Είναι ακριβώς οι «μετάνοιες» που ξεκινούν με κάποια δάκρυα στην αρχή, αλλά συνεχίζουν με τη διάπραξη των ίδιων λαθών, χωρίς πένθος για την αμαρτία, χωρίς πραγματική επιθυμία για αλλαγή πορείας και αληθινή μεταρρύθμιση. Έτσι, ο άνθρωπος βυθίζεται και συγχύζεται όλο και περισσότερο, η αμαρτία όλο και τον περιπλέκει, και, αν και τότε, δεν υπάρξει κραυγή ειλικρινούς μετάνοιας προς τον Θεό, αυτή η συνέχιση της αμαρτωλής πορείας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο θάνατο, όπως μας βεβαιώνει το εδάφιό μας. Συνεπώς, η μετάνοια κατά Θεό αποδεικνύει τη γνησιότητά της και τη διαφορά της από την κάλπικη, αν την ακολουθήσουν καρποί, δηλαδή πράξεις με τη σφραγίδα των αλλαγών που φέρνει στην καρδιά το Άγιο Πνεύμα.
Ο Ιησούς Χριστός βάδισε με απόλυτη ακεραιότητα και συνέπεια σε αυτό το δρόμο που χάραξε ο Πρόδρομός Του. Όπως μας πληροφορεί το Ευαγγέλιο του Ματθαίου, αφού πέρασε νικηφόρα μέσα από τους πειρασμούς του Εχθρού στην έρημο τις σαράντα μέρες της νηστείας Του και πληροφορήθηκε για τη σύλληψη του Ιωάννη, αναχώρησε για τη Γαλιλαία και μετά για την παραθαλάσσια πόλη της Καπερναούμ.
Ξεκίνησε τη Διακονία Του θέτοντας τον ακρογωνιαίο λίθο της γνήσιας πνευματικής ζωής: «Μετανοείτε∙ επειδή πλησίασε η βασιλεία των ουρανών» (Ματθαίος, 4:17). Όλες αυτές οι κινήσεις Του αποτελούσαν τη θαυμαστή εκπλήρωση των προφητειών που είχαν διατυπωθεί για Αυτόν: «Λαός, που κάθεται σε σκοτάδι είδε μεγάλο φως, και σ’ εκείνους που κάθονται σε τόπο και σκιά θανάτου, φως ανέτειλε σ’ αυτούς» (Ματθαίος 4: 16).
Το φως, που άρχισαν να βλέπουν οι άνθρωποι, ανέτειλε από τη στιγμή που προθυμοποιήθηκαν να εξετάσουν τα βάθη της καρδιάς τους. Η ενδοσκόπηση οδηγεί στη βαθύτερη κατανόηση και ερμηνεία των επιλογών μας και της πραγματικής επιρροής τους στη ζωή μας και στη ζωή των συνανθρώπων μας.
Από την ενδοσκόπηση, ξεκινά η μετάνοια, η πραγματική βούληση να αλλάξουμε τον τρόπο της σκέψης και της ζωής μας, εφόσον αποδεδειγμένα οι επιλογές μας έφεραν λύπη στον Θεό και τους οικείους μας και μας απομάκρυναν από τον τέλειο Σκοπό του Θεού για εμάς. Ας έχουμε κατά νου ότι αμαρτία, στη βαθύτερη ερμηνεία της, είναι η προδοσία του σκοπού για τον οποίο πλαστήκαμε, του σκοπού να ζήσουμε σε ένωση με τον Θεό και, μέσα από αυτή τη Σχέση μας μαζί Του, να γίνουμε κανάλι ρέουσας ευλογίας για τους συνανθρώπους μας. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος αρχίζει και συνειδητοποιεί το χαρακτήρα αυτής της προδοσίας, όλα μέσα του αρχίζει να τα μεταμορφώνει το μετανοητικό φρόνημα.
Δίχως τη μετάνοια, δεν είναι ποτέ δυνατόν να αρχίσει το μέγιστο έργο της ζωής, αυτό της Αναγέννησης της καρδιάς, της γέννησης του ανθρώπου ως ένα νέο εν Χριστώ δημιούργημα, που ζει για να τιμά τις αρχές της Βασιλείας του Θεού. Συχνά, οι χριστιανοί περιμένουν την πνευματική τους αύξηση ξεκινώντας από λανθασμένη βάση. Η βάση δεν μπορεί να είναι η Αναγέννηση, αν δεν έχει προηγηθεί η μετάνοια.
Το βίωμα της ειλικρινούς μεταμέλειας (μετάνοια συνδυασμένη με λύπη για το κόστος της αμαρτίας) είναι το απαραίτητο θεμέλιο, για να οικοδομηθεί πάνω σ’ αυτό το Έργο των μέγιστων ψυχικών, πνευματικών και σωματικών αλλαγών, που ευφραίνουν την Καρδιά του Θεού, γιατί σε αυτές τις αλλαγές αποτυπώνεται ο Χαρακτήρας Του. Σε αυτές τις αλλαγές υπάρχει η σφραγίδα του Καρπού του Αγίου Πνεύματος (βλέπε Γαλάτας, 5:22) και η ευεργεσία της επιρροής που πραγματικά μπορεί να εκδηλώσει το Θαύμα της Παρουσίας του Θεού σε όλα τα επίπεδα της ζωής. Δεν είναι ποτέ δυνατόν να τιμηθεί η προσευχή μας με αποτελέσματα κατά το Θέλημα του Θεού, αν στην καρδιά του πιστού εξακολουθούν να υπάρχουν ρίζες αμετανόητου και σκληρού φρονήματος, που πνίγουν οποιαδήποτε Έκκληση του Αγίου Πνεύματος για μεταστροφή που ευφραίνει την Καρδιά του Θεού μας και όχι μόνο.
Ωστόσο, η μετάνοια δεν είναι βίωμα που αφορά τον καθένα μόνο ατομικά. Δε ζούμε ο καθένας αποκομμένος από τους γύρω του, αλλά ζούμε σε κοινότητες, μικρές ή μεγάλες, η πρόοδος των οποίων καθορίζεται από τον τρόπο που σκέπτονται και πράττουν τα μέλη τους. Συνεπώς, η μετάνοια αφορά και ευρύτερα σύνολα και, όταν αυτό γίνει κάτω από το φως της Οδηγίας και της Χάρης του Θεού, τότε θέτονται ακλόνητα θεμέλια κοινωνικής και πολιτικής ανανέωσης.
Στα επόμενα άρθρα, θα μοιραστούμε σκέψεις για το ρόλο της μετάνοιας μέσα στις κοινωνίες μας και τη δύναμη αυτού του εν Χριστώ βιώματος στην ουσιαστική αντιμετώπιση της αμαρτίας, που γεννά κοινωνική δυσλειτουργία και πολιτική διαφθορά.
(Συνεχίζεται….)
Μ. Μ.