Ο Θεός Πατέρας στην Καινή Διαθήκη

Ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης δε διαφέρει από το Θεό της Καινής Διαθήκης. Ο Θεός Πατέρας αποκαλύπτεται ως η αρχή των πάντων, ο Πατέρας των αληθινών πιστών, και με μια μοναδική έννοια ο Πατέρας του Ιησού Χριστού.

Ο Πατέρας όλης της Δημιουργίας. Ο Απόστολος Παύλος προσδιορίζει την ταυτότητα του Πατέρα, ξεχωρίζοντάς Τον από τον Ιησού Χριστό: «Είναι είς Θεός ο Πατήρ, εξ ου τα πάντα … και είς Κύριος Ιησούς Χριστός, δι’ου τα πάντα και ημείς δι’αυτού» (Α΄Κορ. η΄6, Εβρ. ιβ΄9, Ιωάν. α΄17). Επίσης μαρτυρεί: «Κάμπτω τα γόνατά μου προς τον Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εκ του οποίου πάσα πατριά εν ουρανοίς και επί γης ονομάζεται» (Εφεσ. γ΄14,15).

Ο Πατέρας όλων των Πιστών. Στην εποχή της Καινής Διαθήκης αυτή η πνευματική σχέση πατέρας-παιδί υπάρχει όχι μόνο μεταξύ Θεού και του έθνους του Ισραήλ αλλά μεταξύ Θεού και κάθε πιστού ατόμου. Ο Ιησούς προμηθεύει τις κατευθυντήριες γραμμές για τη σχέση αυτή (Ματθ. ε΄45, ς΄6-15), η οποία στηρίζεται στην αποδοχή του Ιησού Χριστού από τον πιστό (Ιωάν, α΄12,13).

Με τη λύτρωση που έχει εκπονήσει ο Χριστός, οι πιστοί υιοθετούνται ως παιδιά του Θεού. Το Άγιο Πνεύμα διευκολύνει αυτή τη σχέση. Ο Χριστός ήρθε «διά να εξαγοράση τους υπό νόμον, διά να λάβωμεν την υιοθεσίαν. Και επειδή είσθε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του Υιού αυτού εις τας καρδίας σας, το οποίον κράζει, Αββά ο Πατήρ» (Γαλ. δ΄5,6, Ρωμ. η΄15,16).

Ο Ιησούς Αποκαλύπτει τον Πατέρα. Ο Ιησούς, ο Θεός Υιός, εξασφάλισε την πιο εμβριθή εικόνα του Θεού Πατέρα όταν ο Ίδιος, ως η αποκάλυψη του Θεού, ήρθε με ανθρώπινη σάρκα (Ιωάν. α΄1,14). Ο Ιωάννης δηλώνει: «Ουδείς είδε ποτέ τον Θεόν. Ο Μονογενής Υιός … εκείνος εφανέρωσεν αυτόν» (Ιωάν. α΄18). Ο Ιησούς είπε: «Κατέβην εκ του ουρανού» (Ιωάν. ς΄38). «Όστις είδεν εμέ, είδε τον Πατέρα» (Ιωάν. ιδ΄9). Το να γνωρίσουμε τον Ιησού είναι να γνωρίσουμε τον Πατέρα.

Η προς Εβραίους Επιστολή υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα αυτής της προσωπικής αποκάλυψης: «Ο Θεός αφού ελάλησε το πάλαι προς τους πατέρας ημών διά των προφητών πολλάκις και πολυτρόπως, εν ταις εσχάταις ταύταις ημέραις ελάλησε προς ημάς διά του Υιού, τον οποίον έθεσε κληρονόμον πάντων, δι’ου έκαμε και τους αιώνας, όστις ων απαύγασμα της δόξης και χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού» (Εβρ. α΄1-3).

1. Θεός που δίνει. Ο Ιησούς αποκάλυψε τον Πατέρα Του ως Θεόν δίδοντα. Είδαμε ότι έδωσε στη Δημιουργία, στη Βηθλεέμ, στο Γολγοθά.

Στη δημιουργία ο Πατέρας και ο Υιός συνεργάσθηκαν. Ο Θεός μάς έδωσε ζωή αν και γνώριζε ότι κάνοντας αυτό θα οδηγούσε τον Υιό Του στο θάνατο

Στη Βηθλεέμ έδωσε τον εαυτό Του δίνοντας τον Υιό Του. Τι πόνο δοκίμασε ο Πατέρας όταν ο Υιός Του εισήλθε στο μολυσμένο πλανήτη! Φαντασθείτε τα αισθήματα του Πατέρα καθώς είδε τον Υιό Του να ανταλλάσσει την αγάπη και τη λατρεία των αγγέλων με το μίσος των αμαρτωλών, τη δόξα και τη μακαριότητα του ουρανού με το μονοπάτι του θανάτου!

Αλλά ο Γολγοθάς είναι που μας δίνει τη βαθύτερη ενόραση του Πατέρα. Ο Πατέρας, θεϊκή ύπαρξη, πόνεσε που χωρίσθηκε από τον Υιό Του – στη ζωή και στο θάνατο – εντονότερα από οποιαδήποτε ανθρώπινη ύπαρξη. Και υπέφερε με το Χριστό στο ίδιο μέτρο. Ποια μεγαλύτερη μαρτυρία για τον Πατέρα μπορεί να δοθεί! Ο σταυρός αποκαλύπτει – όσο τίποτε άλλο δεν μπορεί να το κάνει – την αλήθεια για τον Πατέρα.

2. Θεός αγάπης. Το ευνοούμενο θέμα του Ιησού ήταν η τρυφερότητα και η άφθονη αγάπη του Θεού. Ο Ίδιος είπε: «Αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευλογείτε εκείνους οίτινες σας καταρώνται, ευεργετείτε εκείνους οίτινες σας μισούσι, και προσεύχεσθε υπέρ εκείνων οίτινες σας βλάπτουσι και σας κατατρέχουσι. Διά να γείνητε υιοί του Πατρός σας του εν τοις ουρανοίς, διότι αυτός ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς, και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ, ε΄44,45). «Και θέλει είσθαι ο μισθός σας πολύς, και θέλετε είσθαι υιοί του Υψίστου. Διότι αυτός είναι αγαθός προς τους αχαρίστους και κακούς. Γίνεσθε λοιπόν οικτίρμονες, καθώς και ο Πατήρ σας είναι οικτίρμων» (Λουκά ς΄35,36).

Σκύβοντας και πλένοντας τα πόδια του προδότη Του (Ιωάν. ιγ΄5,10-14), ο Ιησούς αποκάλυψε την τρυφερή φύση του Πατέρα. Όταν βλέπουμε τον Ιησού να τρέφει τους πεινασμένους (Μάρκ ς΄39-44, η΄1-9), να θεραπεύει τον κωφό (Μάρκ. θ΄17-29), να λύνει τη γλώσσα του μογιλάλου (Μάρκ. ζ΄32-37), να ανοίγει τα μάτια του τυφλού (Μάρκ. η΄22-26), να κάνει τον παράλυτο να ορθοποδήσει (Λουκά ε΄18-26), να θεραπεύει τους λεπρούς (Λουκά ε΄12,13) να ανασταίνει νεκρούς (Μάρκ. ε΄35-43, Ιωάν. ια΄1-45) να συγχωρεί αμαρτωλούς (Ιωάν. η΄3-11), να εκβάλει δαιμόνια (Ματθ. ιε΄22-28, ιζ΄14-21), βλέπουμε τον Πατέρα να αναμιγνύεται με τους ανθρώπους, δίνοντάς τους ζωή, ελευθερώνοντάς τους, δίδοντάς τους ελπίδα, δείχνοντάς τους μια μέλλουσα αποκαταστημένη και νέα γη. Ο Χριστός ήξερε ότι η αποκαλυμμένη πολύτιμη αγάπη του Πατέρα, ήταν το κλειδί για να φέρει τους ανθρώπους σε μετάνοια (Ρωμ. β΄4).

Τρεις από τις παραβολές του Χριστού περιγράφουν την αγάπη του Θεού για τη χαμένη ανθρωπότητα (Λουκά ιε΄). Η παραβολή του χαμένου προβάτου διδάσκει ότι η σωτηρία έρχεται με την πρωτοβουλία του Θεού, και όχι ότι εμείς Τον αναζητήσαμε. Όπως ο βοσκός αγαπάει το πρόβατό του και βάζει σε κίνδυνο τη ζωή του όταν ένα έχει χαθεί, έτσι σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό ο Θεός εκδηλώνει τη γεμάτη λαχτάρα αγάπη Του για κάθε χαμένο άτομο.

Αυτή η παραβολή έχει και μια σημασία για τον κόσμο στο σύνολο – το χαμένο πρόβατο αντιπροσωπεύει τον επαναστατημένο κόσμο μας, που είναι μια μονάδα στο απέραντο σύμπαν του Θεού. Το δαπανηρό δώρο του Υιού Του να επαναφέρει τον πλανήτη μας στη στάνη δείχνει ότι ο αμαρτωλός κόσμος μας είναι τόσο πολύτιμος όσο και όλη η υπόλοιπη δημιουργία Του.

Η παραβολή της χαμένης δραχμής δίνει έμφαση στην απέραντη αξία που ο Θεός δίνει για μας τους αμαρτωλούς. Και η παραβολή του ασώτου υιού δείχνει την άμετρη αγάπη του Πατέρα, ο οποίος καλωσορίζει στο σπίτι τα μετανοημένα παιδιά Του. Αν υπάρχει χαρά στον ουρανό για έναν αμαρτωλό μετανοούντα (Λουκά ιε΄7), φαντασθείτε τη χαρά του σύμπαντος κατά τη δεύτερη έλευση του Κυρίου μας.

Η Καινή Διαθήκη κάνει σαφές τη στενή συμμετοχή του Πατέρα στην επιστροφή του Υιού Του. Κατά τη Δευτέρα Παρουσία οι ασεβείς κράζουν προς τα όρη και τις πέτρες: «Πέσετε εφ’ημάς και κρύψατε ημάς από προσώπου του καθημένου επί του θρόνου, και από της οργής του Αρνίου» (Αποκ. ς΄16). Ο Ιησούς είπε: «Διότι μέλλει ο Υιός του ανθρώπου να έλθη εν τη δόξη του Πατρός αυτού μετά των αγγέλων αυτού» (Ματθ. ις΄27), και «θέλετε ιδεί τον Υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως, και ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού» (Ματθ. κς΄64).

Με μια καρδιά όλο λαχτάρα, ο Πατέρας προσβλέπει στη Δευτέρα Παρουσία, όταν οι λυτρωμένοι θα φερθούν τελικά στην αιώνια κατοικία τους. Το ότι «τον Υιόν αυτού τον μονογενή απέστειλεν ο Θεός εις τον κόσμον, διά να ζήσωμεν δι’αυτού» (Α΄Ιωάν. δ΄9), δε θα έχει γίνει μάταια. Μόνο μια ανεξιχνίαστη, ανιδιοτελής αγάπη εξηγεί πως αν και εμείς ήμασταν εχθροί, «εφιλιώθημεν με τον Θεόν δια του θανάτου του Υιού αυτού» (Ρωμ. ε΄10). Πώς μπορούμε να απορρίψουμε μια τέτοια αγάπη και να μην Τον αναγνωρίσουμε ως Πατέρα μας;