Γιατί έπρεπε να έρθει ο Χριστός και να πεθάνει; Γιατί δέχθηκε αδιαμαρτύρητα τη σταύρωση και τι σημασία έχει για εμάς ο θάνατος και η ανάσταση Του; Ποια η σημασία της θυσίας Του;
Στο άκουσμα της θυσίας του Χριστού στον σταυρό, γεννάται εύλογα μια ερώτηση. Τελικά γιατί έπρεπε να πεθάνει ο Ιησούς; Ποιος ήταν ο λόγος που οδήγησε τον ίδιο τον Θεό να έρθει στον κόσμο μας με ανθρώπινο σώμα και να φέρει εις πέρας αυτή την τόσο επώδυνη αποστολή Του; Χωρίς να πούμε πολλά και μεγάλα λόγια, θα μπορούσαμε με λίγες μόνο λέξεις να απαντήσουμε και να συμπυκνώσουμε σ’ αυτές, όλο το νόημα της σταύρωσης.
Τις λίγες λέξεις αυτές, τις συναντάμε μεταξύ άλλων στην Καινή Διαθήκη, «κι εμείς γνωρίσαμε και πιστέψαμε την αγάπη που έχει για μας ο Θεός. Ο Θεός είναι αγάπη•» (Α’ Ιωάννου 4:16). Αυτός είναι ο λόγος που ήρθε ο Χριστός στη γη και σταυρώθηκε. Μας αγαπάει. Φαντάζει πολύ απλοϊκό ίσως σαν απάντηση αλλά πραγματικά ο μόνος λόγος που είχε ο Θεός για να κάνει για εμάς κάτι τόσο απέραντα σπουδαίο, είναι η αγάπη. Κανέναν άλλο λόγο δεν είχε για να μπει σε αυτή τη διαδικασία.
Πίσω από αυτή την απλοϊκή απάντηση βέβαια, υπάρχουν μια σειρά από άλλες ερωτήσεις, σχετικές πάντα με το θέμα της σταύρωσης, που είναι λογικό να κάνει ένας άνθρωπος. Σε αυτές θα προσπαθήσουμε με κατά το δυνατό, συνοπτικό τρόπο να απαντήσουμε για να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς συνέβη στον Γολγοθά.
Στους κόλπους της αθεΐας υπάρχουν πάρα πολλές εκδοχές της δημιουργίας του κόσμου, που φυσικά περιλαμβάνουν και την δημιουργία και εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Εκτός αυτών των εκδοχών, υπάρχει και η Βιβλική εκδοχή των πραγμάτων που αν τη δούμε χωρίς εμπάθεια και ψύχραιμα, μόνο παράλογη δε μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε. Αυτή λοιπόν η διαφορετική από τις άλλες εκδοχή, λέει πως το ανθρώπινο γένος, δηλαδή όλοι όσοι έζησαν και πέθαναν πάνω στη γη, όσοι ζουν τώρα και όσοι πρόκειται να ζήσουν στο μέλλον, έχουν σαν απαρχή τους, σαν αφετηρία τους, δυο μόνο ανθρώπους. Τους πρωτόπλαστους.
Όλοι προέρχονται από την ένωση εκείνων των δυο πρώτων ανθρώπων που ο ίδιος ο Θεός δημιούργησε και που με πολύ απλά λόγια προσπαθεί να μας ενημερώσει σχετικά η Αγία Γραφή. «Και ο Κύριος ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο από χώμα της γης• και εμφύσησε στους μυκτήρες του πνοή ζωής, και έγινε ο άνθρωπος ζωντανό ον» (Γένεση2:7). Επίσης, «Και ο Κύριος ο Θεός επέβαλε έκσταση στον Αδάμ, και κοιμήθηκε• και πήρε μία από τις πλευρές του και έκλεισε με σάρκα τον τόπο της. Και σχημάτισε ο Κύριος ο Θεός την πλευρά, που πήρε από τον Αδάμ, σε γυναίκα, και την έφερε στον Αδάμ» (Γένεση2:21-22).
Ας μη ξεχνάμε ποτέ πως οι περιγραφές γύρω από τη δημιουργία του κόσμου είναι πολύ απλοϊκές, μιας και όπως είναι εύκολα κατανοητό, δε θα μπορούσε ο άνθρωπος να εννοήσει με διαφορετικό τρόπο τις ενέργειες Του δημιουργού Θεού. Ο Θεός μας μιλάει μέσα από τις Γραφές σαν να είμαστε παιδιά, έτσι ώστε να μπορέσουμε έστω και ελάχιστα να πληροφορηθούμε για τις διαδικασίες της δημιουργίας.
Συνεπώς ολόκληρη η ανθρωπότητα και κατ΄ επέκταση εμείς που ζούμε σήμερα στη γη, είμαστε ουσιαστικά απόγονοι και κληρονόμοι της φύσης εκείνων των δυο πρωτόπλαστων ανθρώπων. Προερχόμαστε από εκείνους όσο μακρινό κι αν μας ακούγεται. Όλα έχουν μια αρχή και η δική μας είναι ο Αδάμ και η Εύα. Κάπου εδώ πλησιάζουμε και στην ουσία του θέματος. Οι πρωτόπλαστοι αρχικά δε δημιουργήθηκαν για να πεθάνουν.
Ο θάνατος ήρθε έπειτα σε αυτούς, σαν συνέπεια της ανυπακοής τους προς τον Θεό αν και τους είχε προειδοποιήσει, «Και ο Κύριος ο Θεός έδωσε προσταγή στον Αδάμ, λέγοντας: Από κάθε δέντρο του παραδείσου θα τρως ελεύθερα, από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, όμως, δεν θα φας απ’ αυτό• επειδή, την ίδια ημέρα που θα φας απ’ αυτό, θα πεθάνεις οπωσδήποτε» (Γένεση2:16-17). Έκτοτε ο άνθρωπος πεθαίνει και σαν φυσική συνέπεια, κληρονομεί τον θάνατο στους απογόνους του. Όλοι σαν μακρινοί αλλά εξίσου απόγονοι των δυο εκείνων ανθρώπων, κληρονομούμε τον θάνατο.
Η πτώση εκείνων, έγινε και δική μας πτώση μιας και όλοι μας, έχουμε μέσα μας όχι μόνο τον θάνατο σαν κατάληξη της ζωής μας αλλά και την ανυπακοή προς τον Θεό. Αυτή η ανυπακοή που έχει πολλές μορφές εκδήλωσης, αφορά όλο το ανθρώπινο γένος μηδενός εξαιρουμένου. Η λέξη που χαρακτηρίζει την ανυπακοή αλλά και τις εκδηλώσεις αυτής, είναι η αμαρτία και η αμαρτία βρίσκεται μέσα σε κάθε άνθρωπο. Προσοχή όμως! Αυτό δε σημαίνει πως είμαστε απλά κληρονόμοι της αμαρτίας και άρα θύματα μόνο αυτής της κληρονομιάς. Ο κάθε ένας από εμάς έχει την ελεύθερη βούληση να πράξει αυτό που επιθυμεί και κατά συνέπεια, να κάνει ή όχι το θέλημα του Θεού.
Αν υποθέσουμε δηλαδή πως υπήρχε έστω ένας άνθρωπος που θα ήταν αναμάρτητος και που θα έκανε το θέλημα του Θεού απόλυτα και χωρίς ίχνος ανυπακοής, τότε θα είχαμε να κάνουμε με έναν τέλειο άνθρωπο κι αυτό θα είχε συνέπειες για όλους μας. Δυστυχώς για εμάς όμως, κανένας άνθρωπος δεν υπήρξε αναμάρτητος. Κανένας άνθρωπος δεν έκανε απόλυτα το θέλημα του Θεού. Κανένας δεν επέδειξε απόλυτη υπακοή στον Δημιουργό Θεό. Όλοι αμαρτήσαμε και όλοι αμαρτάνουμε, «δεδομένου ότι, όλοι αμάρτησαν, και στερούνται τη δόξα τού Θεού•» (Προς Ρωμαίους 3:23). Χαρακτηριστικό είναι αυτό που λέει ο προφήτης Ιερεμίας, «Η καρδιά είναι απατηλή περισσότερο απ’ όλα, και υπερβολικά διεφθαρμένη• ποιος μπορεί να τη γνωρίσει;» (Ιερεμίας17:9).
Άπειρες είναι οι περικοπές της Αγίας Γραφής που περιγράφουν την αμαρτωλή μας φύση και την απομάκρυνση μας από τον Θεό. Γεννιόμαστε με τη κληρονομιά των πρωτόπλαστων και πεθαίνουμε αν και δε θα έπρεπε, όπως εκείνοι αρχικά δεν δημιουργήθηκαν για να πεθαίνουν αλλά για να ζουν. Θα πει κάποιος, ο διάβολος μας κάνει να αμαρτάνουμε. Ισχύει; Όχι φυσικά, γιατί αν ήταν έτσι, θα ήμασταν απόλυτα δικαιολογημένοι μπροστά στον Θεό. Η πραγματικότητα είναι πως ο διάβολος, απλά μας προκαλεί να αμαρτήσουμε κάνοντας όντως τα πάντα γι αυτό. Η απόφαση όμως, κάθε φορά είναι δική μας, μιας και πηγάζει από τη καρδιά μας.
Τι σημαίνει πρακτικά αυτό για εμάς; Δεν μπορούμε να γλυτώσουμε από τον θάνατο. Είμαστε ή μάλλον ήμασταν καταδικασμένοι, γιατί δεν υπήρχε διέξοδος. Αν ο Θεός, μας απάλλασσε από τις αμαρτίες μας έτσι απλά, θα ήταν αγάπη, όπως λέει ο Λόγος Του μα δε θα ήταν δίκαιος, αφού θα έμεναν ατιμώρητοι όλοι οι άνθρωποι. Παρόλο που μια γενική διαγραφή όλων των αμαρτιών του κόσμου μπορεί να μας φαίνεται σαν κάτι καλό, δεν θα θέλαμε και εμείς οι ίδιοι να ζούμε αιώνια σε ένα σύμπαν που δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Όλοι μας νιώθουμε μια εσωτερική «ικανοποίηση» όταν μαθαίνουμε ότι εγκλήματα καταδικάζονται και τιμωρούνται ανάλογα. Στην περίπτωσή μας, η δίκαιη τιμωρία των αμαρτιών μας είναι ο θάνατος. Από την άλλη αν μας άφηνε καταδικασμένους σε θάνατο και αφανισμό από την «κληρονομιά» μας αλλά και την αμαρτωλότητα μας, τότε ναι μεν θα ήταν δίκαιος αλλά δε θα ήταν πλέον αγάπη.
Ο Απόστολος Παύλος, πολύ ωραία αναρωτιέται σε μια από τις επιστολές του. «Ω, ταλαίπωρος άνθρωπος εγώ• ποιος θα με ελευθερώσει από το σώμα αυτού τού θανάτου;» (Ρωμαίους 7:24). Κάτι έπρεπε να γίνει και λέμε «έπρεπε» γιατί η αγάπη Του Θεού για εμάς, είναι τόσο μεγάλη ώστε Τον οδήγησε στην μοναδική λύση του προβλήματος. Είπαμε πριν πως αν υπήρχε έστω ένας τέλειος άνθρωπος, αυτό θα είχε συνέπειες για όλους μας, όπως συνέπειες είχε και η αμαρτία του Αδάμ. Έπρεπε να βρεθεί λοιπόν ένας άλλος «Αδάμ» που θα ήταν όμως τέλειος ενώπιον του Θεού και που μέσα από μια διαδικασία, θα μας απάλλασσε από την καταδίκη του θανάτου.
Έτσι κι έγινε. Καθώς ο Θεός προγνώριζε ότι δεν θα υπήρχε κανένας άνθρωπος χωρίς αμαρτία, αποφάσισε να έρθει ο ίδιος στον κόσμο μας και να γεννηθεί όπως όλοι μας. Έστειλε λοιπόν τον Γιο Του που όπως λέει η Αγία Γραφή: «ο οποίος ενώ υπήρχε σε μορφή Θεού, δεν νόμισε αρπαγή το να είναι ίσα με τον Θεό• αλλά, κένωσε τον εαυτό του, παίρνοντας μορφή δούλου, αφού έγινε όμοιος με τους ανθρώπους• και, καθώς βρέθηκε κατά το σχήμα ως άνθρωπος, ταπείνωσε τον εαυτό του, γινόμενος υπάκουος μέχρι θανάτου, θανάτου μάλιστα σταυρού» (Φιλιππησίους 2:6-8).
Με πολύ απλά λόγια, όπως ένας άνθρωπος (ο Αδάμ) έγινε η αιτία της απομάκρυνσης του ανθρώπινου γένους από τον Θεό και της καταδίκης του σε θάνατο, έτσι ένας άλλος άνθρωπος, (ο άνθρωπος Ιησούς) έγινε η αιτία της συμφιλίωσης μας με τον Θεό και της απαλλαγής μας ουσιαστικά από τον θάνατο, «Επειδή, όπως όλοι πεθαίνουν λόγω συγγένειας με τον Αδάμ, έτσι και όλοι θα ζωοποιηθούν, ερχόμενοι σε συγγένεια με τον Χριστό•» (Α’ Κορινθίους15:22). Αφού με τη δική Του ανάσταση, έκανε την αρχή για την ανάσταση όλης της ανθρωπότητας, «Η αλήθεια όμως είναι πως ο Χριστός έχει αναστηθεί , κάνοντας την αρχή για την ανάσταση όλων των νεκρών» (Α’ Κορινθίους 15:20).
Αυτή ήταν και η μόνη λύση εξάλλου. Με το καταπληκτικό αλλά και αχαρακτήριστα μεγάλο σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου, ο Θεός πέτυχε να μας λυτρώσει διατηρώντας και τις δυο ιδιότητες Του. Και την αγάπη αλλά και τη δικαιοσύνη.
Αυτός είναι και ο λόγος που τόσο υπάκουα και χωρίς να διαμαρτυρηθεί, ο Ιησούς δέχθηκε την θανάτωση Του. Ήξερε πως έτσι θα μας χαρίσει τη ζωή. Αυτό ήταν το Θεϊκό σχέδιο. Ο αθώος, ο τέλειος και αναμάρτητος ανάμεσα σε ενόχους και άξιους θανάτου, έγινε θυσία. Όχι σαν εκείνες των ζώων όμως, αλλά τέλεια και παντοτινή. Κι αφού ήταν τέλειος, δε θα μπορούσε να μείνει νεκρός. Έτσι βγήκε από τον τάφο Του και έγινε πραγματικά ο Σωτήρας μας.
Αυτός είναι η αιτία που τώρα μπορούμε να ελπίζουμε. Από εκείνη τη στιγμή που οι Ρωμαίοι, οι αρχιερείς και οι μαθητές Του δεν τον βρήκαν στον Τάφο, άλλαξαν όλα. Τίποτα δεν είναι πια όπως πριν. Ο Ιησούς σαν άλλος Αδάμ, έκανε θα λέγαμε μια κίνηση ματ. Πέθανε και αναστήθηκε για να ζήσουμε κι εμείς μαζί Του.
Βιβλικός επισκέπτης