Η Μεταρρύθμιση

Οι εξωβιβλικές διδασκαλίες που στηρίζονται στην παράδοση, οι ασταμάτητοι διωγμοί των αντιφρονούντων, η διαφθορά και η πνευματική παρακμή πολλών από το ιερατείο ήταν από τους μεγαλύτερους συντελεστές που ώθησαν το λαό να απαιτήσει μεταρρυθμίσεις μέσα στην επίσημη εκκλησία.

Τα Δογματικά Θέματα. Τα ακόλουθα είναι παραδείγματα από μη-βιβλικά δόγματα, τα οποία ενθάρρυναν τη Μεταρρύθμιση των Διαμαρτυρομένων και μάλιστα το χωρισμό τους από τους Ρωμαιοκαθολικούς.

1. Η κεφαλή της εκκλησίας στη γη είναι ο αντιπρόσωπος του Χριστού. Αυτό το δόγμα αξιώνει ότι μόνο ο επίσκοπος της Ρώμης είναι ο αντιπρόσωπος του Χριστού στη γη και η ορατή κεφαλή της εκκλησίας. Αντίθετα προς τη βιβλική άποψη για την εκκλησιαστική ηγεσία (δείτε το κεφάλαιο 11), αυτή η διδασκαλία βασίζεται στην υπόθεση ότι ο Χριστός έκανε τον Απόστολο Πέτρο την ορατή κεφαλή της εκκλησίας και ότι ο πάπας είναι διάδοχος του Απόστολου Πέτρου.

2. Το αλάθητο της εκκλησίας και της κεφαλής της. Η διδασκαλία που συνέβαλε τόσο ισχυρά στο γόητρο και στην επιρροή της εκκλησίας της Ρώμης ήταν το αλάθητό της. Η εκκλησία διακήρυξε ότι ποτέ δεν πλανάται και ούτε θα πλανηθεί. Στήριξε αυτή τη διδασκαλία της στον ακόλουθο συλλογισμό που δεν έχει βιβλικό έρεισμα: Επειδή η εκκλησία είναι θεία, μια από τις έμφυτες ιδιότητές της είναι το αλάθητο. Επιπροσθέτως, εφόσον ο Θεός είχε σκοπό, διαμέσου αυτής της θείας εκκλησίας, να οδηγήσει όλους τους ανθρώπους καλής θέλησης στον ουρανό, αυτή πρέπει να είναι αλάθητη στη διδασκαλία της πίστης και της ηθικής. Γι’ αυτό ο Χριστός θα τη διαφυλάξει από κάθε πλάνη με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος.

Το λογικό πόρισμα, το οποίο αρνείται τη φυσική διαφθορά των ανθρώπων (δείτε το κεφάλαιο 7), είναι ότι ο αρχηγός της εκκλησίας πρέπει επίσης να είναι αλάθητος. Συνεπώς, τα καθολικά βιβλία διεκδικούν τα θεία προνόμια για τον αρχηγό της εκκλησίας.

3. Η εξάλειψη της αρχιερατικής μεσιτικής διακονίας του Χριστού. Καθώς αυξανόταν η επιρροή της εκκλησίας της Ρώμης, η προσοχή των πιστών μετατοπίσθηκε από το συνεχές μεσιτικό έργο του Χριστού ως Αρχιερέως στον ουρανό – αντίτυπο των θυσιών σε ημερήσια βάση στην Παλαιά Διαθήκη στη λειτουργία του αγιαστηρίου (δείτε τα κεφάλαια 4 και 23) – σε ένα επίγειο ιερατείο με τον αρχηγό του στη Ρώμη. Αντί να εμπιστεύονται στο Χριστό για τη συγχώρηση των αμαρτιών και τη σωτηρία (δείτε κεφάλαια τα 9 και 10), οι Χριστιανοί τοποθέτησαν την πίστη τους στους πάπες, στους ιερείς, στους ιεράρχες. Αντίθετα προς τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης για την ιεροσύνη όλων των πιστών, η διακονία του κλήρου για τη συγχώρηση θεωρείτο πια ζωτική για τη σωτηρία.

Η ιερατική διακονία του Χριστού στον ουρανό, όπου αξιοποιούνται τα ευεργετήματα της εξιλαστικής θυσίας Του προς όσους μετανοούν και πιστεύουν, τελικά καταργήθηκε όταν η εκκλησία αντικατέστησε το Δείπνο του Κυρίου με τη λειτουργία. Αντίθετα προς το Δείπνο του Κυρίου – ένα θέσπισμα του Ιησού προς ανάμνηση του θανάτου Του και προμήνυμα της επικείμενης βασιλείας Του (δείτε το κεφάλαιο 15) – η Καθολική Εκκλησία διατείνεται ότι η λειτουργία είναι μια αναίμακτη θυσία του Χριστού προς το Θεό που επιτελείται από άνθρωπο ιερέα. Επειδή η θυσία του Χριστού που έγινε στο Γολγοθά επαναλαμβάνεται, η λειτουργία θεωρείται ότι φέρνει ειδική χάρη στους πιστούς και στους θανόντες.

Αγνοώντας την Αγία Γραφή, γνωρίζοντας μόνο τη λειτουργία, οδηγούμενοι από ανθρώπους ιερείς τα πλήθη των ανθρώπων έχασαν την ευλογία της άμεσης πρόσβασης στο Μεσίτη μας Ιησού Χριστό. Έτσι, εξαλείφθηκε η υπόσχεση και η πρόσκληση «ας πλησιάσωμεν μετά παρρησίας εις τον θρόνο της χάριτος, διά να λάβωμεν έλεος και να εύρωμεν χάριν εν καιρώ χρείας» (Εβρ. δ΄16).

4. Η αξιέπαινη φύση των καλών έργων. Η επικρατούσα άποψη ότι κάνοντας καλά έργα ένα πρόσωπο μπορεί να επιτύχει τη σωτηρία έρχεται σε αντίθεση με τις διδασκαλίες της Καινής Διαθήκης (Δείτε τα κεφάλαια 9 και 10). Πιο συγκεκριμένα, η Καθολική Εκκλησία δίδασκε ότι τα καλά έργα τα οποία ήταν αποτέλεσμα της χάρης που ενσταλάζεται στην καρδιά του αμαρτωλού, είναι αξιέπαινα, που σημαίνει ότι δίνουν στο άτομο το δικαίωμα της σωτηρίας. Στην πραγματικότητα, ένας μπορούσε να επιτελέσει περισσότερα καλά έργα από ό,τι είχε ανάγκη για τη σωτηρία – όπως ήταν η περίπτωση των αγίων – και έτσι να επισωρεύσει επιπλέον αξίες. Αυτή η επιπλέον αξία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς όφελος άλλων. Επειδή η εκκλησία θεωρούσε ότι οι αμαρτωλοί δικαιώνονταν με βάση τη δικαιοσύνη που ενσταλάζεται στην καρδιά τους, τα καλά έργα έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στη δικαίωση του ατόμου.

Τα αξιέπαινα έργα έπαιζαν επίσης σπουδαίο ρόλο και στο δόγμα του καθαρτηρίου, το οποίο βεβαιώνει πως όσοι δεν είναι τελείως καθαροί, υφίστανται έναν καθαρισμό – πρόσκαιρη τιμωρία για τις αμαρτίες τους στο καθαρτήριο πριν να εισέλθουν στη χαρά του ουρανού. Με τις προσευχές και τα καλά έργα τους οι ζώντες πιστοί μπορούν να συντομεύσουν τη διάρκεια και την ένταση αυτών που υποφέρουν στο καθαρτήριο.

5. Το δόγμα της μετάνοιας και των συγχωροχαρτιών. Η μετάνοια είναι το μυστήριο με το οποίο οι Χριστιανοί μπορούν να επιτύχουν τη συγχώρηση για τις αμαρτίες που έκαναν μετά το βάπτισμα. Αυτή η συγχώρηση των αμαρτιών επιτελείται με την άφεση του ιερέα, αλλά πριν αυτό επιτευχθεί, οι Χριστιανοί πρέπει να εξετάσουν τη συνείδησή τους, να μετανοήσουν για τις αμαρτίες τους και να πάρουν την απόφαση ότι ποτέ πια δε θα προσβάλουν το Θεό. Τότε πρέπει να εξομολογηθούν τις αμαρτίες τους στον ιερέα και να εκτελέσουν τον κανόνα που θα τους επιβάλει ο ιερέας.

Η μετάνοια, οπωσδήποτε, δεν ελευθέρωσε τελείως τους αμαρτωλούς. Αυτοί ακόμη είχαν να υποστούν μια πρόσκαιρη τιμωρία είτε στη ζωή αυτή είτε στο καθαρτήριο. Για να αντιμετωπισθεί αυτή η τιμωρία, η καθολική εκκλησία θέσπισε τα συγχωροχάρτια, τα οποία εξασφάλιζαν την άφεση της πρόσκαιρης τιμωρίας η οποία οφειλόταν ακόμη εξαιτίας της αμαρτίας που είχε μείνει μετά την άφεση της ενοχής. Τα συγχωροχάρτια, τα οποία ήταν προς όφελος και των ζώντων και όσων ήσαν στο καθαρτήριο, παρεχωρούντο με τον όρο να προηγηθεί μετάνοια και επιτέλεση επιβαλλομένων καλών έργων, συχνά σε μορφή πληρωμής χρημάτων στην εκκλησία.

Τα ιδιαίτερα προσόντα των μαρτύρων, των αγίων, των αποστόλων και ειδικά του Ιησού Χριστού και της Μαρίας, καθιστούσαν τα συγχωροχάρτια ισχυρά. Οι αξίες τους κατατίθονταν σε ένα «θησαυροφυλάκιο αξιών» και μεταφέρονταν στους πιστούς εκείνους των οποίων ο λογαριασμός παρουσίαζε έλλειμμα. Ο πάπας, ως διατεινόμενος διάδοχος του Πέτρου, είχε τον έλεγχο για τα κλειδιά αυτού το θησαυροφυλακίου και μπορούσε να ελευθερώσει ανθρώπους από την πρόσκαιρη ποινή, πιστώνοντάς τους από το θησαυροφυλάκιο.

6. Η ύψιστη εξουσία παραμένει στην εκκλησία. Στο διάβα των αιώνων η εγκαθιδρυθείσα εκκλησία υιοθέτησε πολλές ειδωλολατρικές δοξασίες, άγιες ημέρες και σύμβολα. Όταν εξέρχονταν κραυγές εναντίον αυτών των βδελυγμάτων, η εκκλησία της Ρώμης απέδιδε μόνο στον εαυτό της το δικαίωμα να ερμηνεύει την Αγία Γραφή. Η εκκλησία, όχι η Αγία Γραφή, έγινε η τελική εξουσία (Δείτε το κεφάλαιο 1). Η εκκλησία υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο θείες πηγές αλήθειας: (1) η Αγία Γραφή και (2) η Παράδοση την οποία αποτελούν τα γραπτά των Πατέρων της εκκλησίας, οι αποφάσεις των Συνόδων της εκκλησίας, τα εγκεκριμένα δόγματα και οι λειτουργίες της εκκλησίας. Οποτεδήποτε οι εκκλησιαστικές διδαχές στηρίζονταν στην παράδοση και όχι στην Αγία Γραφή, η παράδοση είχε το προβάδισμα. Οι απλοί πιστοί δεν είχαν την εξουσία να ερμηνεύουν τις διδαχές που ο Θεός αποκάλυψε στην Αγία Γραφή. Εκείνη την εξουσία είχε μόνο η Καθολική Εκκλησία.

Η Ανατολή μιας Νέας Ημέρας . Στον δέκατο τέταρτο αιώνα ο Ιωάννης Ουίκλιφ απαίτησε μια μεταρρύθμιση της εκκλησίας, όχι μόνο στην Αγγλία, αλλά σε όλη τη Χριστιανοσύνη. Σε μια εποχή που μόνο λίγα αντίτυπα Αγίας Γραφής υπήρχαν, εξασφάλισε την πρώτη μετάφραση όλης της Αγίας Γραφής στην Αγγλική. Οι διδασκαλίες του για σωτηρία μόνο με την πίστη στο Χριστό και ότι μόνο η Αγία Γραφή είναι αλάθητη, έθεσαν το θεμέλιο της Μεταρρύθμισης των Διαμαρτυρομένων. Σαν τον ορθρινό αστέρα της Μεταρρύθμισης, προσπάθησε να ελευθερώσει την εκκλησία του Χριστού από τα δεσμά της ειδωλολατρίας που την είχαν αλυσοδεμένη στην άγνοια. Εγκαινίασε ένα κίνημα που θα ελευθέρωνε τις διάνοιες των ατόμων και ολόκληρο το έθνος από τα νύχια της θρησκευτικής πλάνης. Τα γραπτά του Ουίκλιφ άγγισαν τις ψυχές του Χους, του Ιερώνυμου, του Λούθηρου και πολλών άλλων.

Ο Μαρτίνος Λούθηρος – φλογερός, παρορμητικός, ασυμβίβαστος – ήταν ίσως η πιο ισχυρή μορφή της Μεταρρύθμισης. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, ο­δή­γησε τους ανθρώπους πίσω στην Αγία Γραφή και στη μεγάλη ευαγγελική αλήθεια της δικαίωσης διαμέσου της πίστης, ενώ επέκρινε τη σωτηρία διαμέσου των έργων.

Διακηρύττοντας ότι οι πιστοί δεν πρέπει να δέχονται άλλη εξουσία εκτός από την Αγία Γραφή, έστρεψε τα μάτια πολλών ανθρώπων ψηλότερα από τα ανθρώπινα έργα, τους ιερείς και τις μετάνοιές τους, προς το Χριστό ως το μόνο Μεσίτη και Σωτήρα. Είπε ότι ήταν αδύνατον ανθρώπινα έργα να ελαττώσουν την ενοχή του αμαρτωλού ή να διαφύγει αυτός την ποινή του. Μόνο η μετάνοια προς το Θεό και η πίστη στο Χριστό μπορεί να σώσει τους αμαρτωλούς. Επειδή αυτό είναι ένα χάρισμα που δίδεται δωρεάν, η χάρη Του δεν μπορεί να αγορασθεί. Γι’ αυτό οι άνθρωποι μπορούν να έχουν ελπίδα όχι με τα συγχωροχάρτια αλλά με το χυθέν αίμα του εσταυρωμένου Λυτρωτή.

Όπως μια αρχαιολογική έρευνα βρίσκει θησαυρούς θαμμένους ανάμεσα σε εγκαταλειμμένους σωρούς αιώνων, η Μεταρρύθμιση ανακάλυψε τις από χρόνια ξεχασμένες αλήθειες. Δικαίωση διαμέσου της πίστης – η μεγάλη αρχή του ευαγγελίου, ανακαλύφθηκε σαν να ήταν μια επανεκτίμηση της εξιλαστικής θυσίας του Ιησού που προσφέρθηκε μια για πάντα και της επαρκούς μεσιτικής ιεροσύνης Του. Αποκηρύχθηκαν και εγκαταλείφθηκαν πολλές μη-βιβλικές διδασκαλίες, όπως τα μνημόσυνα, η προσκύνηση της μητέρας του Χριστού, των αγίων και των λειψάνων, οι λειτουργίες, το καθαρτήριο, οι μετάνοιες, το αγίασμα, η αγαμία των ιερωμένων, τα κομποσκοίνια, η ιερά εξέταση, η μετουσίωση, το ευχέλαιο σε ετοιμοθάνατο, και η εξάρτηση από την παράδοση.

Οι Διαμαρτυρόμενοι Μεταρρυθμιστές σχεδόν ομόφωνα ταύτιζαν το παπικό σύστημα με τον «άνθρωπον της αμαρτίας», με το «μυστήριον της ανομίας», με το «μικρόν κέρας» του Δανιήλ, η οντότητα η οποία καταδίωξε τον αληθινό λαό του Θεού κατά τα 1260 χρόνια της Αποκάλυψης ιβ΄6,14, ιγ΄5 πριν από τη Δευτέρα Παρουσία.

Η διδασκαλία της Αγίας Γραφής και μόνο της Αγίας Γραφής ως κανόνας πίστης και ηθικής έγινε η βάση της Διαμαρτύρησης. Οι Διαμαρτυρόμενοι αποδέχονταν όλες τις ανθρώπινες παραδόσεις ως υποκείμενες στην τελική και ύψιστη εξουσία της Αγίας Γραφής. Στα θέματα θρησκευτικής πίστης καμιά εξουσία – πάπας, σύνοδοι, εκκλησιαστικοί πατέρες, βασιλείς ή θεολόγοι – δε θα εξουσίαζε τη συνείδηση. Αντίθετα, ο χριστιανικός κόσμος άρχισε να ξυπνάει από το λήθαργο, και μάλιστα διακηρύχθηκε η θρησκευτική ελευθερία σε πολλές χώρες.