Οι Δύο Φύσεις του Ιησού Χριστού
Δηλώνοντας «ο Λόγος έγεινε σαρξ και κατώκησε μεταξύ ημών» (Ιωάν. α΄14), ο Ιωάννης παρουσίασε μια βαθιά αλήθεια. Η ενσάρκωση του Υιού Θεού είναι μυστήριο. Η Αγία Γραφή ονομάζει την ύπαρξη του Θεού εκδηλωμένη σε σάρκα «το μυστήριον της ευσεβείας» (Α΄Τιμ. γ΄16).
Ο Δημιουργός των κόσμων, στον οποίον υπάρχει η πληρότητα της Θεότητας, έγινε ένα ανήμπορο βρέφος στη φάτνη. Απείρως ανώτερος από τους αγγέλους, όμοιος με τον Πατέρα σε αξιοπρέπεια και δόξα, και όμως καταδέχθηκε να περιβληθεί το ένδυμα της ανθρωπότητας.
Ελάχιστα κανείς μπορεί να συλλάβει την έννοια αυτού του ιερού μυστηρίου, και αυτό, μόνο επικαλούμενος τη φώτιση του Άγίου Πνεύματος. Προσπαθώντας να κατανοήσουμε την ενσάρκωση, είναι καλό να θυμόμαστε ότι «τα κρυπτά ανήκουσιν εις Κύριον τον Θεόν ημών, τα δε αποκεκαλυμμένα εις ημάς και εις τα τέκνα ημών» (Δευτ. κθ΄29).
Ο Ιησούς Χριστός Είναι Αληθινά Θεός. Ποια είναι η απόδειξη ότι ο Ιησούς Χριστός έχει θεία προέλευση; Τι έλεγε για τον εαυτό Του; Οι άνθρωποι αναγνώρισαν τη θεότητά Του;
1. Οι θείες ιδιότητές Του. Ο Χριστός κατέχει θείες ιδιότητες. Είναι παντοδύναμος. Είπε ότι από τον Πατέρα Του δόθηκε «πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. κη΄18, Ιωάν. ιζ΄2).
Είναι παντογνώστης. Ο Παύλος είπε ότι στο Χριστό «είναι κεκρυμμένοι πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως» (Κολ. β΄3).
Ο Ιησούς υποστήριξε την πανταχού παρουσία Του με τη διαβεβαίωση: «Ιδού, εγώ είμαι μεθ’ημών πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος» και «όπου είναι δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το όνομά μου, εκεί είμαι εν τω μέσω αυτών» (Ματθ. κη΄20, ιη΄20).
Αν και η θεότητά Του έχει τη φυσική ικανότητα της πανταχού παρουσίας Του, ο ενσαρκωθείς Χριστός θεληματικά περιόρισε τον εαυτό Του στον τομέα αυτόν. Προτίμησε να είναι πανταχού παρών με τη διακονία του Αγίου Πνεύματος (Ιωάν. ιδ΄16-18).
Ο Απόστολος Παύλος βεβαιώνει το αμετάβλητο της υπόστασής Του δηλώνοντας: «Ο Ιησούς Χριστός είναι ο αυτός χθες και σήμερον και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ΄8).
Η αυθυπαρξία Του αποδεικνύεται από τη δήλωσή Του ότι έχει τη ζωή μέσα Του (Ιωάν. ε΄26), και ο Ιωάννης μαρτυρεί: «Εν αυτώ ήτο η ζωή, και η ζωή ήτο το φως των ανθρώπων» (Ιωάν. α΄4). Τα λόγια του Χριστού «εγώ είμαι η ανάστασις και η ζωή» (Ιωάν. ια΄25) βεβαιώνουν ότι μέσα Του ήταν η «ζωή, πρωτογενής, πηγαία, αυθύπαρκτη».
Αγιότητα είναι ένα μέρος της φύσης Του. Κατά τον ευαγγελισμό, ο άγγελος είπε στη Μαρία: «Πνεύμα άγιον θέλει επέλθει επί σε, και δύναμις Υψίστου θέλει σε επισκιάσει. Διά τούτο και το γεννώμενον εκ σου άγιον, θέλει ονομασθή Υιός Θεού» (Λουκά α΄35). Βλέποντας τον Ιησού τα δαιμόνια ανέκραξαν: «σε γνωρίζω τίς είσαι, ο Άγιος του Θεού» (Μάρκ. α΄24).
Είναι αγάπη. Ο Απόστολος Ιωάννης έγραψε: «Εκ τούτου γνωρίζομεν την αγάπην, ότι εκείνος υπέρ ημών την ψυχήν αυτού έβαλε» (Α΄Ιωάν. γ΄16).
Είναι αιώνιος. Ο προφήτης Ησαΐας Τον ονόμασε «Πατήρ του μέλλοντος αιώνος» (Ησ. θ΄6). Ο προφήτης Μιχαίας αναφέρθηκε σε Αυτόν ως Εκείνος «του οποίου αι έξοδοι είναι απ’αρχής, από ημερών αιώνος» (Μιχ. ε΄2). Ο Απόστολος Παύλος χρονολογεί την ύπαρξή Του «προ πάντων» (Κολ. α΄17), και ο Απόστολος Ιωάννης συμφωνεί λέγοντας: «Ούτος ήτο εν αρχή παρά τω Θεώ. Πάντα δι’αυτού έγειναν, και χωρίς αυτού δεν έγεινεν ουδέ έν το οποίον έγεινε» (Ιωάν. α΄2,3).
2. Οι θείες δυνάμεις Του και τα προνόμια. Τα έργα του Θεού αποδίδονται στον Ιησού. Είναι ταυτοχρόνως ο Δημιουργός (Ιωάν. α΄3, Κολ. α΄16) και ο Συντηρητής – «τα πάντα συντηρούνται δι’ αυτού» (Κολ. α΄17, Εβρ. α΄3). Με τη φωνή Του εγείρει τους νεκρούς (Ιωάν. ε΄28,29), και θα κρίνει τον κόσμο στα τέλη των αιώνων (Ματθ. κε΄31,32). Συγχωρεί την αμαρτία (Ματθ. θ΄6, Μάρκ. β΄5-7).
3. Τα θεία ονόματά Του. Τα ονόματά Του αποκαλύπτουν τη θεία φύση Του. Εμμανουήλ σημαίνει «μεθ’ ημών ο Θεός» (Ματθ. α΄23). Πιστοί και δαίμονες απευθύνονται σε Αυτόν με το όνομα Υιός Θεού (Μάρκ. α΄1, Ματθ. η΄29, Μαρκ. ε΄7). Το ιερό όνομα του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη Ιεχωβά ή Γιαχβέ αποδίδεται και στον Ιησού. Ο Ματθαίος χρησιμοποιεί τις λέξεις του Ησαΐα μ΄3: «Ετοιμάσατε την οδόν του Κυρίου» για να περιγράψει το προπαρασκευαστικό έργο για την αποστολή του Χριστού (Ματθ. γ΄3). Και ο Ιωάννης ταυτίζει τον Ιησού με τον Κύριο των δυνάμεων που κάθεται στο θρόνο Του (Ησ. ς΄1,3, Ιωάν. ιβ΄41).
4. Η θεότητά Του αναγνωρίζεται. Ο Απόστολος Ιωάννης απεικονίζει τον Ιησού ως το θείο Λόγο ο οποίος «έγεινε σαρξ» (Ιωάν. α΄1,14). Ο Θωμάς αναγνωρίζει τον αναστηθέντα Χριστό λέγοντας «Κύριός μου και Θεός μου» (Ιωάν. κ΄28). Ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται σε Αυτόν ως «ο ων επί πάντων, Θεός ευλογητός εις τους αιώνας» (Ρωμ. θ΄5), και απευθύνεται σε Αυτόν ως Θεόν και Κύριον της Δημιουργίας (Εβρ. α΄8,10).
5. Προσωπική μαρτυρία. Ο Ιησούς ο ίδιος δήλωσε ομοιότητα με το Θεό. Χρησιμοποίησε συχνά την έκφραση «Εγώ είμαι» (Ιωάν. η΄58) όπως στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει η έκφραση «Εγώ είμαι ο Ων» (Έξ. γ΄14). Ονόμασε το Θεό «Πατέρα μου» αντί «Πατέρα σας» (Ιωάν. κ΄17). Και η δήλωσή Του «εγώ και ο Πατήρ έν είμεθα» (Ιωάν. ι΄30) παρουσιάζει την αξίωση ότι είναι από «μία ουσία» με τον Πατέρα, «κατέχων τις ίδιες ιδιότητες.»
6. Η ισότητα με το Θεό δεδομένη. Η ισότητα με τον Πατέρα Θεό βεβαιώνεται από την ιερολογία του βαπτίσματος (Ματθ. κη΄19), από την αποστολική ευλογία (Β΄Κορ. ιγ΄14), από τις αποχαιρετιστήριες συμβουλές Του (Ιωάν. ιδ΄-ις΄), και από τα πνευματικά χαρίσματα που παρουσίασε ο Παύλος (Α΄Κορ. ιβ΄4-6). Η Αγία Γραφή περιγράφει τον Ιησού ως «απαύγασμα της δόξης και χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού [του Θεού]» (Εβρ. α΄3). Και όταν Του ζητήθηκε να αποκαλύψει τον Πατέρα Θεό, ο Ιησούς απάντησε: «Όστις είδεν εμέ, είδε τον Πατέρα» (Ιωάν, ιδ΄9).
7 Δέχθηκε προσκύνηση ως Θεός. Οι άνθρωποι Τον προσκύνησαν (Ματθ. κη΄17). «Ας προσκυνήσωσιν εις αυτόν πάντες οι άγγελοι του Θεού» (Εβρ. α΄6). Ο Απόστολος Παύλος έγραψε «να κλίνη εις το όνομα του Ιησού παν γόνυ … και πάσα γλώσσα να ομολογήση ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος» (Φιλιπ. β΄10,11). Πολλές ευλογίες αποδίδονται στο Χριστό, όπως «η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων» (Β΄Τιμ. δ΄18, Εβρ. ιγ΄21, Β΄Πέτρ. γ΄18).
8. Η θεία φύση Του μια αναγκαιότητα. Ο Χριστός συμφιλίωσε την ανθρωπότητα με το Θεό. Οι άνθρωποι χρειάζονταν μια τέλεια αποκάλυψη του χαρακτήρα του Θεού για να αναπτύξουν μαζί Του προσωπική σχέση. Ο Χριστός κάλυψε αυτή την ανάγκη, παρουσιάζοντας τη δόξα του Θεού (Ιωάν. α΄14). «Ουδείς είδε ποτέ τον Θεόν. Ο Μονογενής Υιός, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός, εκείνος εφανέρωσεν αυτόν» (Ιωάν. α΄18, ιζ΄6). Ο Ιησούς βεβαίωσε: «Όστις είδεν εμέ, είδε τον Πατέρα» (Ιωάν. ιδ΄9).
Σε πλήρη εξάρτηση από τον Πατέρα (Ιωάν. ε΄30), ο Ιησούς χρησιμοποίησε τη θεία δύναμη για να αποκαλύψει την αγάπη του Θεού. Με θεία δύναμη αποκάλυψε τον εαυτό Του ως στοργικό Σωτήρα σταλμένο από τον Πατέρα για να θεραπεύει, να αποκαθιστά και να συγχωρεί αμαρτίες (Λουκά ς΄19, Ιωάν. β΄11, ε΄1-15,36, ια΄41-45, ιδ΄11, η΄3-11). Ποτέ δεν επιτέλεσε κάποιο θαύμα για να απαλλάξει τον εαυτό Του από ταλαιπωρίες και θλίψεις, που οι άλλοι θα το έκαναν αν βρίσκονταν κάτω από τις ίδιες συνθήκες.
Ο Χριστός ήταν ένα με τον αιώνιο Θεό, ένα στη φύση, στο χαρακτήρα, στις προθέσεις. Είναι αληθινά Θεός.
Ο Ιησούς Χριστός Είναι Αληθινά Άνθρωπος. Η Αγία Γραφή βεβαιώνει ότι επιπρόσθετα με τη θεία φύση Του, ο Χριστός έχει ανθρώπινη φύση. Η αποδοχή αυτής της διδασκαλίας είναι θεμελιώδης. Όποιος «ομολογεί ότι ο Ιησούς Χριστός ήλθεν εν σαρκί, είναι εκ του Θεού», και όποιος δεν το κάνει, «δεν είναι εκ του Θεού» (Α΄Ιωάν. δ΄2,3). Η ανθρώπινη γέννηση του Χριστού, η ανάπτυξη, τα χαρακτηριστικά και η προσωπική μαρτυρία αποτελούν απόδειξη της ανθρωπότητάς Του.
1. Η ανθρώπινη γέννησή Του. «Ο Λόγος έγεινε σαρξ, και κατώκησε μεταξύ ημών» (Ιωάν. α΄14). Εδώ «σαρξ» σημαίνει «ανθρώπινη φύση», μια φύση κατώτερη από την ουράνια φύση Του. Σε απλή γλώσσα ο Παύλος λέει: «Εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού, όστις εγεννήθη εκ γυναικός» (Γαλ. δ΄4, Γέν. γ΄15). Ο Χριστός έλαβε «δούλου μορφήν … ευρεθείς κατά το σχήμα ως άνθρωπος» (Φιλιπ. β΄7,8). Αυτή η εκδήλωση του Θεού σε ανθρώπινη φύση είναι «το μυστήριον της ευσεβείας» (Α΄Τιμ. γ΄16).
Η γενεαλογία του Χριστού Τον αναφέρει ως «υιός του Δαβίδ, υιός του Αβραάμ» (Ματθ. α΄1). Σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση Του «εγεννήθη εκ σπέρματος Δαβίδ» (Ρωμ. α΄3, θ΄5) και ήταν «ο υιός της Μαρίας» (Μάρκ. ς΄3). Αν και γεννήθηκε από γυναίκα όπως κάθε παιδί, υπήρχε μια μέγιστη διαφορά, μια μοναδικότητα. Η Μαρία ήταν παρθένος, και η σύλληψη αυτού του Παιδιού έγινε εκ Πνεύματος Αγίου (Ματθ. α΄20-23, Λουκά α΄31-37). Μπορούσε να διεκδικήσει την ανθρωπότητα μέσω της μητέρας Του.
2. Η ανθρώπινη ανάπτυξή Του. Ο Ιησούς υποτάχθηκε στους νόμους της ανθρώπινης ανάπτυξης. «Το δε παιδίον ηύξανε, και εδυναμούτο κατά το Πνεύμα, πληρούμενον σοφίας» (Λουκά β΄40,52). Σε ηλικία δώδεκα ετών συνειδητοποίησε τη θεία αποστολή Του (Λουκά β΄46-49). Στα εφηβικά Του χρόνια υποτασσόταν στους γονείς Του (Λουκά β΄51).
Το μονοπάτι προς το σταυρό ήταν μια συνεχής αύξηση προς τη θλίψη, που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξή Του. «Έμαθε την υπακοήν αφ’όσων έπαθε. Και γενόμενος τέλειος, κατεστάθη αίτιος σωτηρίας αιωνίου εις πάντας τους υπακούοντας» (Εβρ. ε΄8,9, β΄10,18). Αν και γνώρισε την ανάπτυξη, δεν αμάρτησε όμως.
3. Ονομάσθηκε «άνθρωπος». Ο Απόστολος Παύλος μιλάει περί «της χάριτος του ενός ανθρώπου, Ιησού Χριστού» (Ρωμ. ε΄15). Είναι ο «Άνθρωπος» ο οποίος θα φέρει την ανάσταση των νεκρών (Α΄Κορ. ιε΄21). «Είς και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Ιησούς Χριστός» (Α΄Τιμ. β΄5). Απευθυνόμενος στους εχθρούς Του, ο Χριστός αναφέρεται στον εαυτό Του ως άνθρωπος. «Ζητείτε να με θανατώσητε, άνθρωπος όστις σας ελάλησα την αλήθειαν, την οποία ήκουσα παρά του Θεού» (Ιωάν. η΄40).
Ο προτιμώμενος τίτλος για τον εαυτό Του, τον οποίο χρησιμοποίησε εβδομήντα επτά φορές, ήταν «Υιός του ανθρώπου» (Ματθ. η΄20, κς΄2). Ο τίτλος Υιός του Θεού στρέφει την προσοχή στη σχέση Του με τη Θεότητα. Το όνομα Υιός του ανθρώπου δίνει έμφαση στην αλληλεγγύη Του με την ανθρώπινη φυλή μέσα από την ενσάρκωσή Του.
4. Τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά Του. Ο Θεός έκανε τον άνθρωπο «ολίγον τι κατώτερον των αγγέλων» (Ψαλμ. η΄5). Επίσης η Αγία Γραφή παρουσιάζει τον Ιησού «ολίγον τι παρά τους αγγέλους ηλαττωμένον» (Εβρ. β΄9). Η ανθρώπινη φύση Του δημιουργήθηκε και δεν κατείχε υπερφυσικές δυνάμεις.
Ο Χριστός έπρεπε να είναι αληθινά άνθρωπος. Αυτό ήταν μέρος της αποστολής Του. Για να είναι άνθρωπος, απαιτείτο να κατέχει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης, να είναι «από σαρκός και αίματος» (Εβρ. β΄14). «Έπρεπε να ομοιωθή κατά πάντα» με τους συνανθρώπους Του (Εβρ. β΄17). Η ανθρώπινη φύση Του κατείχε τις ίδιες διανοητικές και φυσικές ευαισθησίες, όπως και όλοι οι άνθρωποι: πείνα, δίψα, κούραση, ανησυχίες (Ματθ. δ΄2, Ιωάν. ιθ΄28, δ΄6, Ματθ. κς΄21, η΄24).
Κατά τη διακονία Του προς τους άλλους αποκάλυψε συμπάθεια, δικαιολογημένη οργή και θυμό (Ματθ. θ΄36, Μάρκ. γ΄5). Σε μερικές περιπτώσεις αισθάνθηκε ταραγμένος, θλιμμένος και μάλιστα έκλαψε (Ματθ. κς΄38, Ιωάν. ιβ΄27, ια΄33,35, Λουκά ιθ΄41). Προσευχήθηκε με κλάμα και δάκρυα, κάποτε και σε σημείο που ο ιδρώτας του ήταν αιμάτινος (Εβρ. ε΄7, Λουκά κβ΄44). Η γεμάτη προσευχή ζωή Του εξέφραζε την πλήρη εξάρτησή Του από το Θεό (Ματθ. κς΄39-44, Μάρκ. α΄35, ς΄46, Λουκά ε΄16, ς΄12).
Ο Ιησούς γεύθηκε το θάνατο (Ιωάν. ιθ΄30,34). Αναστήθηκε, όχι με το πνεύμα αλλά με το σώμα (Λουκά κδ΄36-43).
5. Η έκταση της ταύτισής Του με την ανθρώπινη φύση. Η Αγία Γραφή αποκαλύπτει ότι ο Χριστός ήταν ο δεύτερος Αδάμ, έζησε «με ομοίωμα σαρκός αμαρτίας» (Ρωμ. η΄3). Μέχρι ποιο σημείο ταυτίσθηκε ή έγινε ταυτόσημος με την εκπεσούσα ανθρωπότητα; Μια ορθή άποψη της έκφρασης «με ομοίωμα σαρκός αμαρτίας» είναι θεμελιώδης. Ανακριβείς απόψεις έφεραν διαφωνία και διαμάχες στη ροή της ιστορίας της χριστιανικής εκκλησίας.
α. Ήταν «με ομοίωμα σαρκός αμαρτίας». Το φίδι που υψώθηκε στην έρημο, στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε, μας βοηθάει να κατανοήσουμε την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Όπως το χάλκινο φίδι που έγινε σε ομοιότητα με τα φαρμακερά φίδια, υψώθηκε για να θεραπεύει τους ανθρώπους, έτσι και ο Υιός του Θεού έγινε «ομοίωμα σαρκός αμαρτίας» για να είναι ο Σωτήρας του κόσμου.
Πριν από την ενσάρκωσή Του ο Ιησούς ήταν «εν μορφή Θεού», που σημαίνει ότι είχε θεία φύση ανέκαθεν (Ιωάν. α΄1, Φιλιπ. β΄6,7). Παίρνοντας δούλου μορφή, άφησε κατά μέρος τα θεία προνόμια. Έγινε δούλος του Πατέρα Του (Ησ. μβ΄1) για να εκπληρώσει το θέλημα του Πατέρα Του (Ιωάν. ς΄38, Ματθ. κς΄39,42). Περιέβαλε τη θεότητά Του με την ανθρωπότητα, έγινε «ομοίωμα σαρκός αμαρτίας» (Ρωμ. η΄3). Σε καμιά περίπτωση αυτό δεν αποτελεί ένδειξη ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν αμαρτωλός ή συμμετείχε σε αμαρτωλές πράξεις ή σκέψεις. Αν και πήρε σχήμα ή ομοιότητα αμαρτωλής σάρκας, ήταν αναμάρτητος και αυτό δεν αμφισβητείται.
β. Ήταν ο δεύτερος Αδάμ. Η Αγία Γραφή χαράζει μια παράλληλο ανάμεσα στον Αδάμ και στο Χριστό, ονομάζοντας τον Αδάμ «ο πρώτος άνθρωπος» και το Χριστό «ο έσχατος Αδάμ» ή «ο δεύτερος άνθρωπος» (Α΄Κορ. ιε΄45,47). Αλλά ο Αδάμ είχε ένα πλεονέκτημα έναντι του Χριστού. Πριν από την πτώση έζησε στον Παράδεισο. Είχε μια τέλεια ανθρωπότητα γεμάτη σφρίγος στο σώμα και στη διάνοια.
Με τον Ιησού δεν ήταν το ίδιο. Όταν Αυτός ανέλαβε ανθρώπινη φύση, η φυλή ήδη είχε διαφθαρεί μέσα από τα 4.000 χρόνια αμαρτίας σε έναν καταραμένο από την αμαρτία πλανήτη. Για να σώσει εκείνους που βρίσκονταν στο τελευταίο σκαλοπάτι της διαφθοράς, ο Χριστός περιβλήθηκε την ανθρώπινη φύση, η οποία συγκρινόμενη με την αναμάρτητη φύση του Αδάμ είχε υποβιβασθεί σε δύναμη φυσική και διανοητική – αν και ο Ίδιος ήταν χωρίς αμαρτία.
Όταν ο Χριστός έλαβε την ανθρώπινη φύση, φορτωμένη με τις συνέπειες της αμαρτίας, γνώρισε την έλλειψη δύναμης όπως όλοι. Σαν άνθρωπος, ήταν «περιενδεδυμένος ασθένειαν» (Εβρ. ε΄2, Ματθ. η΄17, Ησ. νγ΄4). Αισθανόταν την αδυναμία Του. Έπρεπε να προσφέρει «δεήσεις και ικεσίας προς τον δυνάμενον να σώζη αυτόν εκ του θανάτου» (Εβρ. ε΄7), ταυτίζοντας έτσι τον εαυτό Του με τις ανάγκες και τις αδυναμίες τόσο κοινές στην ανθρωπότητα.
Έτσι, η ανθρώπινη φύση του Χριστού δεν ήταν σαν αυτή του Αδάμ, δηλαδή την ανθρώπινη φύση του Αδάμ πριν από την πτώση, ούτε όμως η αμαρτωλή φύση, δηλαδή η από κάθε άποψη αμαρτωλή φύση του Αδάμ μετά την πτώση. Δεν ήταν η αδαμιαία, επειδή είχε τις αδυναμίες της πτώσης. Δεν ήταν ούτε η εκπεσούσα, επειδή ποτέ δεν έπεσε στην ανηθικότητα. Ως εκ τούτου ήταν κυριολεκτικά η ανθρώπινη φύση, αλλά χωρίς αμαρτία.
γ. Η εμπειρία Του με τους πειρασμούς. Πώς επηρέασαν το Χριστό οι πειρασμοί; Γι’ Αυτόν ήταν εύκολο ή δύσκολο να τους αντισταθεί; Ο τρόπος που γνώρισε τους πειρασμούς αποδεικνύει ότι ήταν πραγματικά άνθρωπος.
«Πειρασθέντα κατά πάντα καθ’ ομοιότητα ημών». Το ότι ο Χριστός πειράσθηκε καθ΄ όλα όπως εμείς (Εβρ. δ΄15), δείχνει ότι ήταν μέτοχος της ανθρώπινης φύσης. Ο πειρασμός και το ενδεχόμενο να αμαρτήσει, ήταν πραγματικά στο Χριστό. Εάν δεν μπορούσε να αμαρτήσει, δε θα ήταν και ανθρώπινο παράδειγμα για μας. Ο Χριστός πήρε την ανθρώπινη φύση με όλες τις ροπές, συμπεριλαμβανόμενης και της δυνατότητας να υποκύψει στον πειρασμό.
Πώς μπορούσε να πειρασθεί «κατά πάντα» όπως εμείς;
Είναι πρόδηλο ότι «κατά πάντα» δε σημαίνει πως αντιμετώπισε τους συγκεκριμενους πειρασμούς που συναντάμε σήμερα. Ποτέ δεν είχε τον πειρασμό να παρακολουθήσει ανήθικα προγράμματα της τηλεόρασης ή να υπερβεί το όριο ταχύτητας με το αυτοκίνητο.
Το βασικό θέμα που υπογραμμίζει όλους τους πειρασμούς, είναι το ερώτημα αν θα υποτασσόταν στο θέλημα του Θεού. Ερχόμενος αντιμέτωπος με τον πειρασμό, ο Ιησούς πάντοτε έμενε υποταγμένος στο Θεό. Με τη συνεχή εξάρτηση από τη θεία δύναμη, αντιστάθηκε με επιτυχία στους πιο βίαιους πειρασμούς, αν και ήταν άνθρωπος.
Η νίκη του Χριστού κατά του πειρασμού Τον κατέστησε ικανό να κατανοεί την ανθρώπινη αδυναμία. Η νίκη μας κατά του πειρασμού έρχεται αν διατηρούμε την εξάρτησή μας από Αυτόν. «Πιστός όμως είναι ο Θεός, όστις δεν θέλει σας αφήσει να πειρασθήτε υπέρ την δύναμίν σας, αλλά μετά του πειρασμού θέλει κάμει και την έκβασιν, ώστε να δύνασθε να υποφέρητε» (Α΄Κορ. ι΄13).
Τελικά, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι είναι μυστήριο που θα μείνει ανεξήγητο στους θνητούς ότι ο Χριστός δοκιμάσθηκε όπως όλοι εμείς, χωρίς όμως να αμαρτήσει.
«Έπαθε πειρασθείς». Ο Χριστός έπαθε καθώς περνούσε από τον πειρασμό (Εβρ. β΄18). Έγινε τέλειος με τα παθήματα (Εβρ. β΄10). Επειδή ο Ίδιος αντιμετώπισε τη δύναμη του πειρασμού, μπορούμε να γνωρίζουμε ότι ξέρει πώς να βοηθήσει εκείνον που διέρχεται πειρασμούς. Έγινε ένα με την ανθρωπότητα υποφέροντας πειρασμούς στους οποίους η ανθρώπινη φύση υπόκειται.
Πώς ο Χριστός υπέφερε κάτω από τον πειρασμό; Αν και είχε «ομοίωμα σαρκός αμαρτίας» οι πνευματικές Του ικανότητες ήταν απαλλαγμένες από κάθε στίγμα αμαρτίας. Κατά συνέπεια, η άγια φύση Του ήταν στο έπακρο ευαίσθητη. Κάθε επαφή με το κακό Του προκαλούσε πόνο. Έτσι, επειδή υπέφερε σε αναλογία με την τελειότητα της αγιότητάς Του, ο πειρασμός δημιουργούσε περισσότερη θλίψη στον Ιησού από ό,τι σε οποιονδήποτε άλλον.
Πόσο υπέφερε ο Χριστός; Η εμπειρία Του στην έρημο, στη Γεθσημανή και στο Γολγοθά αποκαλύπτει ότι αντιστάθηκε στον πειρασμό σε σημείο που να χύσει το αίμα Του (Εβρ. ιβ΄4).
Ο Χριστός όχι μόνο υπέφερε περισσότερο κατ’αναλογία με την αγιότητά Του, αλλά και αντιμετώπισε ισχυρότερους πειρασμούς από ό,τι εμείς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουμε. Ο B. F. Wescott σημειώνει: «Η συμπάθεια προς τον αμαρτωλό κατά τη δοκιμασία του δεν εξαρτάται από την εμπειρία της αμαρτίας, αλλά από την εμπειρία της δύναμης της δοκιμασίας προς την αμαρτία, την οποία μόνο ο αναμάρτητος μπορεί να γνωρίζει στην πλήρη έντασή της. Εκείνος που πέφτει, υποκύπτει πριν από την ύστατη προσπάθεια.» Ο F.F. Bruce συμφωνεί δηλώνοντας: «Όμως άντεξε θριαμβευτικά σε κάθε μορφή δοκιμασίας που ο άνθρωπος μπορεί να αντέξει, χωρίς να αδυνατίσει η πίστη Του στο Θεό ή να χαλαρώσει η υπακοή Του σε Αυτόν. Μια τέτοια αντοχή συνεπάγεται περισσότερη και όχι λιγότερη από τη συνηθισμένη ανθρώπινη θλίψη.»
Ο Χριστός επίσης αντιμετώπισε έναν ισχυρό πειρασμό που δε γνώρισε ποτέ άνθρωπος – τον πειρασμό να χρησιμοποιήσει τη θεία Του δύναμη υπέρ του εαυτού Του.
δ. Μπορούσε ο Χριστός να αμαρτήσει; Οι απόψεις των Χριστιανών διαφέρουν στο θέμα αν ο Χριστός μπορούσε να αμαρτήσει. Συμφωνούμε με την άποψή ότι «Αν ο Χριστός ήταν προικισμένος από την αρχή με το απόλυτα άμεμπτο, ή με το αδύνατον να αμαρτήσει, δεν μπορούσε να είναι αληθινός άνθρωπος και ούτε τύπος προς μίμηση. Η αγιότητά Του αντί να είναι μια πράξη που αποκτήθηκε από τον Ίδιο και μια αξία έμφυτη, θα ήταν ένα ατυχές ή εξωτερικό δώρο, και οι πειρασμοί Του μια αναληθής επίδειξη.Η ιστορία του πειρασμού, και αν ακόμη μπορεί να εξηγηθεί, δε θα είχε καμιά σημασία, και η έκφρασης στην προς Εβραίους Επιστολή επειράσθη καθ’ομοιότητα ημών θα ήταν χωρίς έννοια.»
6. Ο Ιησούς Χριστός αναμάρτητος στην ανθρώπινη φύση. Είναι αυταπόδεικτο ότι η θεία φύση του Χριστού ήταν αναμάρτητη. Αλλά τι γίνεται με την ανθρώπινη φύση Του;
Η Αγία Γραφή περιγράφει την ανθρωπότητα του Ιησού ως αναμάρτητη. Η γέννησή Του ήταν υπερφυσική – συνελήφθη εκ Πνεύματος Αγίου (Ματθ. α΄20). Σαν νεογέννητο περιγράφεται ως «Άγιον» (Λουκά α΄35). Έλαβε τη φύση του ανθρώπου στην αμαρτωλή κατάστασή της, επιφορτισμένος τις συνέπειες της αμαρτίας, όχι την αμαρτωλότητα της. Ταυτίσθηκε με την ανθρώπινη φυλή, εκτός από την αμαρτία.
Για τον Ιησού διαβάζουμε τις ακόλουθες εκφράσεις: «πειρασθέντα κατά πάντα καθ’ομοιότητα ημών, χωρίς αμαρτίας», «όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών» (Εβρ. δ΄15, ζ΄26). «Τον μη γνωρίσαντα αμαρτίαν» (Β΄Κορ. ε΄21). «Αμαρτίαν δεν έκαμεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (Α΄Πέτρ, β΄22 ). «Αμνού αμώμου και ασπίλου» (Α΄Πέτρ. α΄19, Εβρ. θ΄24). «Αμαρτία εν αυτώ δεν υπάρχει … είναι δίκαιος» (Α΄Ιωάν. γ΄5-7).
Ο Ιησούς πήρε επάνω Του τη φύση μας με όλο το παθητικό της, αλλά ήταν απαλλαγμένος από την κληρονομική διαφθορά ή φαυλότητα και την αμαρτία. Προκαλούσε τους αντιπάλους Του: «Τίς από σας με ελέγχει περί αμαρτίας;» (Ιωάν. η΄46). Αντιμετωπίζοντας σκληρότατες δοκιμασίες, δήλωνε: «Έρχεται ο άρχων του κόσμου τούτου, και δεν έχει ουδέν εν εμοί» (Ιωάν. ιδ΄30). Ο Ιησούς δεν είχε πονηρές τάσεις ή ροπές, ή ακόμη αμαρτωλά πάθη. Καμιά χιονοστιβάδα πειρασμών δεν μπορούσε να διασπάσει την υποταγή Του στο Θεό.
Ο Ιησούς ποτέ δεν ομολόγησε αμαρτία και δεν πρόσφερε θυσία. Δεν προσευχήθηκε «Πάτερ, συγχώρησέ Με», αλλά μάλλον «συγχώρησον αυτούς» (Λουκά κγ΄34). Πάντοτε επιζητώντας να κάνει το θέλημα του Πατέρα Του, όχι το δικό Του, ο Ιησούς διατήρησε συνεχή εξάρτηση από τον Πατέρα Του (Ιωάν. ε΄30).
Πραγματικά, ο Ιησούς στην ανθρωπότητά Του είναι το ύψιστο και αγιότατο παράδειγμα. Είναι αναμάρτητος, και ό,τι έκανε, αποδεικνύει την τελειότητα. Όντως υπήρξε το τέλειο παράδειγμα της αναμάρτητης ανθρωπότητας.
7. Η αναγκαιότητα να λάβει ο Χριστός ανθρώπινη φύση. Η Αγία Γραφή δίνει διάφορους λόγους γιατί ο Χριστός έπρεπε να λάβει ανθρώπινη φύση.
α. Για να είναι ο αρχιερέας της ανθρώπινης φυλής. Ως Μεσσίας, ο Ιησούς έπρεπε να κατέχει τη θέση του αρχιερέα ή μεσίτη μεταξύ Θεού και ανθρώπου (Ζαχ. ς΄13, Εβρ. δ΄14-16). Αυτό το λειτούργημα απαιτούσε ανθρώπινη φύση. Ο Χριστός εκπλήρωσε αυτές τις αποστολές ως εξής:
«Δυνάμενος να συμπαθή εις τους αγνοούντας και πλανωμένους, διότι και αυτός είναι περιενδεδυμένος ασθένειαν» (Εβρ. ε΄2).
«Έπρεπε να ομοιωθή κατά πάντα με τους αδελφούς, διά να γείνη ελεήμων και πιστός» (Εβρ. β΄17).
«Καθ’ ότι αυτός έπαθε πειρασθείς» (Εβρ. β΄18).
«Πειρασθέντα καθ’ομοιότητα ημών χωρίς αμαρτίας» (Εβρ. δ΄15).
β. Για να σώσει και τους πιο υποβιβασμένους ανθρώπους. Για να φθάσει στους ανθρώπους εκεί όπου είναι και να σώσει τους πιο απελπισμένους, κατέβηκε στο επίπεδο του δούλου. (Φιλιπ. β΄7).
γ. Για να προσφέρει τη ζωή Του για τις αμαρτίες του κόσμου. Έγινε άνθρωπος και πλήρωσε την ποινή της αμαρτίας, που είναι θάνατος (Ρωμ. ς΄23, Α’ Κορ. ιε΄3). Σαν ανθρώπινη ύπαρξη δοκίμασε το θάνατο στη θέση όλων (Εβρ. β΄9)
δ. Για να είναι το παράδειγμά μας. Να αφήσει παράδειγμα πώς πρέπει να ζουν οι άνθρωποι, ο Χριστός έπρεπε να ζήσει μια αναμάρτητη ζωή σαν ανθρώπινη ύπαρξη. Σαν ο δεύτερος Αδάμ διέλυσε το μύθο ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να υπακούσουν στο νόμο του Θεού και να νικήσουν την αμαρτία. Απέδειξε ότι είναι δυνατόν για την ανθρωπότητα να είναι πιστή στο θέλημα του Θεού. Εκεί όπου έπεσε ο πρώτος Αδάμ, ο δεύτερος Αδάμ νίκησε την αμαρτία και το Σατανά, και έγινε Σωτήρας μας καθώς και το τέλειο παράδειγμά μας. Με τη δύναμή Του, η νίκη Του μπορεί να γίνει δική μας (Ιωάν. ις΄33).
Ενατενίζοντάς στον Ιησού, «μεταμορφούμεθα εις την αυτήν εικόνα από δόξης εις δόξαν» (Β΄Κορ. γ΄18). «Αποβλέποντες εις τον Ιησούν τον αρχηγόν και τελειωτήν της πίστεως … συλλογίσθητε τον υπομείναντα υπό των αμαρτωλών τοιαύτην αντιλογίαν εις εαυτόν, διά να μη αποκάμητε χαυνούμενοι κατά τας ψυχάς σας» (Εβρ. ιβ΄2,3). Πράγματι, «ο Χριστός έπαθεν υπέρ υμών, αφίνων παράδειγμα εις υμάς διά να ακολουθήσητε τα ίχνη αυτού» (Α΄Πέτρ. β΄21, Ιωάν. ιγ΄15).