Η Ενσάρκωση: Προρρήσεις και Εκπλήρωση

Το σχέδιο του Θεού να σώσει εκείνους οι οποίοι παραστράτησαν από την πάνσοφη συμβουλή Του (Κατά Ιωάννην 3:16, Α΄Ιωάννου 4:9) με πειστικότητα αποδεικνύει την αγάπη Του.

Στο σχέδιο αυτό ο Υιός Του «προορισμένος πριν από τη δημιουργία τού κόσμου» ως θυσία για την αμαρτία, να γίνει η ελπίδα της ανθρώπινης φυλής (Α΄Πέτρου 1:20).

Είχε αποστολή να μας επαναφέρει στο Θεό και να μας εξασφαλίσει την απελευθέρωση από την αμαρτία καταστρέφοντας τα έργα του πονηρού (Α’ Πέτρου 3:18, Κατά Ματθαίον 1:21, Α’ Ιωάννου 3:8).

Η αμαρτία απέκοψε τον Αδάμ και την Εύα από την πηγή της ζωής, με άμεσο αποτέλεσμα την καταδίκη του θανάτου. Αλλά σύμφωνα με το σχέδιο που εκπονήθηκε, ο Θεός Υιός παρεμβλήθηκε ανάμεσα σε αυτούς και στη θεία δικαιοσύνη, γεφυρώνοντας το χάσμα και αναχαιτίζοντας το θάνατο.

Ακόμη και πριν από το σταυρό, η χάρη Του εξασφάλιζε τη σωτηρία. Αλλά για την πλήρη αποκατάστασή μας ως υιούς και θυγατέρες του Θεού, έπρεπε να γίνει άνθρωπος.

Υπόσχεση

Αμέσως μετά που αμάρτησαν ο Αδάμ και η Εύα, ο Θεός τους έδωσε την ελπίδα υποσχόμενος την εισαγωγή υπερφυσικής εχθρότητας ανάμεσα στο φίδι και στη γυναίκα, ανάμεσα στο σπέρμα του και στο σπέρμα της.

Στην αινιγματική αυτή δήλωση στη Γένεση 3:15, το φίδι και οι απόγονοί του αντιπροσωπεύουν το Σατανά και τους οπαδούς του.

Η γυναίκα και το σπέρμα της συμβολίζουν το λαό του Θεού και το Σωτήρα του κόσμου. Αυτή η δήλωση ήταν η πρώτη βεβαιότητα ότι η διαμάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό θα λήξει με τη νίκη του Υιού του Θεού.

Η νίκη όμως θα ήταν επώδυνη. «Αυτό [ο Σωτήρας] θα σου συντρίψει το κεφάλι [του Σατανά], και εσύ [ο Σατανάς] θα του λογχίσεις τη φτέρνα του [του Σωτήρα]» (Γένεση 3:15).

Κανείς δε θα εξερχόταν ανέπαφος.

Από εκείνη τη στιγμή η ανθρωπότητα προσέβλεπε προς Εκείνον για τον οποίον δόθηκε η υπόσχεση.

Η Παλαιά Διαθήκη ξεδιπλώνει αυτή την έρευνα. Οι προφητείες προείπαν πως όταν θα ερχόταν ο Αναμενόμενος, ο κόσμος θα είχε αποδείξεις να βεβαιώσει την ταυτότητά Του.

Προφητική Δραματοποίηση της Σωτηρίας

Αφού εισήλθε η αμαρτία, ο Θεός θέσπισε τις θυσίες ζώων για να απεικονίσει την αποστολή του ερχόμενου Σωτήρα (Γένεση 4:4).

Αυτό το συμβολικό σύστημα έδειχνε τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός Υιός θα ξερίζωνε την αμαρτία.

Εξαιτίας της αμαρτίας, δηλαδή της ρήξης της σχέσης των ανθρώπων με τον Θεό, η ανθρώπινη φυλή αντιμετώπισε το θάνατο (Γένεση 2:17, 3:19, Α’ Ιωάννου 3:4, Προς Ρωμαίους 6:23).

Αλλά η άπειρη αγάπη του Θεού έδωσε τον Υιό Του «για να μη χαθεί καθένας που πιστεύει σ’ αυτόν, αλλά να έχει αιώνια ζωή» (Κατά Ιωάννην 3:16).

Οποία ακατανόητη πράξη καταδοχής!

Ο Υιός αιώνιος Θεός, ως αντιπρόσωπος της ανθρωπότητας, ο ίδιος παίρνει την ευθύνη για την αμαρτία, έτσι που να εξασφαλίσει σε μας τη συγχώρηση και συμφιλίωση με τη Θεότητα.

Μετά την έξοδο του Ισραήλ από την Αίγυπτο, οι προσφορές θυσιών επιτελούντο στη σκηνή του μαρτυρίου ως τμήμα της διαθήκης μεταξύ Θεού και του λαού Του. Κατασκευασμένο από το Μωυσή σύμφωνα με το ουράνιο σχέδιο, το αγιαστήριο και οι λειτουργίες του καθιερώθηκαν για να απεικονίσουν το σχέδιο της σωτηρίας (Έξοδος 25:8,9,40, Προς Εβραίους 8:1-5).

Για να λάβει συγχώρηση, ο μετανοημένος αμαρτωλός, έφερνε ένα ζώο για θυσία άμωμο – μια αντιπροσώπευση του αναμάρτητου Σωτήρα.

Ο αμαρτωλός τότε τοποθετούσε το χέρι του επάνω στο αθώο ζώο και εξομολογείτο τις αμαρτίες του (Λευιτικόν 1:3,4).

Η πράξη συμβόλιζε μεταφορά της αμαρτίας από τον ένοχο στο αθώο θύμα, απεικονίζοντας την υποκαταστατική φύση της θυσίας.

Αφού «χωρίς χύση αίματος δεν γίνεται άφεση» (Προς Εβραίους 9:22), ο αμαρτωλός φόνευε το ζώο κάνοντας αυταπόδεικτη τη θανάσιμη φύση της αμαρτίας. Ένας θλιβερός τρόπος για την έκφραση της ελπίδας, αλλά ο μόνος τρόπος για να εκφράσει ο αμαρτωλός την πίστη του.

Μετά τη διακονία του ιερέα (Λευιτικόν 4-7), ο αμαρτωλός λάμβανε συγχώρηση αμαρτιών με την πίστη του στον υποκαταστατικό θάνατο του μέλλοντα να έρθει Λυτρωτή, τον οποίο συμβόλιζε το θυσιαζόμενο ζώο (Λευιτικόν 4:26,31,35).

Η Καινή Διαθήκη αναγνωρίζει τον Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, ως «ο Aμνός τού Θεού, ο οποίος σηκώνει την αμαρτία τού κόσμου» (Κατά Ιωάννην 1:29).

«Με το πολύτιμο αίμα […] ως αμνού χωρίς ψεγάδι και χωρίς κηλίδα» (Α’ Πέτρου 1:19), ο Χριστός εξασφάλισε για την ανθρώπινη φυλή τη λύτρωση από την έσχατη ποινή της αμαρτίας.

Προρρήσεις για το Σωτήρα

 Ο Θεός είχε υποσχεθεί ότι ο Σωτήρας-Μεσσίας – ο Κεχρισμένος – θα ερχόταν από τη γενεαλογία του Αβραάμ: «Εν τω σπέρματί σου θέλουσιν ευλογηθή πάντα τα έθνη της γης» (Γέν. κβ΄18, ιβ΄3).

Ο προφήτης Ησαΐας προφήτευσε ότι ο Σωτήρας θα ερχόταν ως βρέφος, περιβλημένος με θεία και ανθρώπινη φύση: «Διότι παιδίον εγεννήθη εις ημάς, υιός εδόθη εις ημάς, και η εξουσία θέλει είσθαι επί τον ώμον αυτού. Και το όνομα αυτού θέλει καλεσθή Θαυμαστός, Σύμβουλος, Θεός ισχυρός, Πατήρ του μέλλοντος αιώνος, Άρχων ειρήνης» (Ησ. θ΄6). Αυτός ο Λυτρωτής θα ανέβαινε στο θρόνο του Δαβίδ να εγκαθιδρύσει μια αιώνια κυβέρνηση ειρήνης (Ησ. θ΄7). Η Βηθλεέμ θα ήταν ο τόπος της γέννησής Του (Μιχ. ε΄2).

Η γέννηση του Θεανθρώπου θα ήταν υπερφυσική. Αναφερόμενη στο εδ. Ησ. ζ΄14, η Καινή διαθήκη δηλώνει: «Ιδού, η παρθένος θέλει συλλάβει, και θέλει γεννήσει υιόν, και θέλουσι καλέσει το όνομα αυτού Εμμανουήλ, το οποίον μεθερμηνευόμενον είναι, Μεθ’ ημών ο Θεός» (Ματθ. α΄23).

Η αποστολή του Σωτήρα εκφράσθηκε με τα ακόλουθα λόγια: «Πνεύμα Κυρίου του Θεού είναι επ’εμέ. Διότι ο Κύριος με έχρισε διά να ευαγγελίζωμαι εις τους πτωχούς, με απέστειλε διά να ιατρεύσω τους συντετριμμένους την καρδίαν, να κηρύξω ελευθερίαν εις τους αιχμαλώτους, και άνοιξιν δεσμωτηρίου εις τους δεσμίους, διά να κηρύξω ενιαυτόν ευπρόσδεκτον του Κυρίου» (Ησ. ξα΄1,2, Λουκά δ΄18,19).

Καταπληκτικό, αλλά ο Μεσσίας θα αντιμετώπιζε την απόρριψη. Θα θεωρείτο «ως ρίζα από ξηράς γης». «Δεν έχει είδος, ουδέ κάλλος, και είδομεν αυτόν και δεν είχεν ωραιότητα ώστε να επιθυμώμεν αυτόν. Καταπεφρονημένος υπό των ανθρώπων, άνθρωπος θλίψεων … και ως ουδέν ελογίσθημεν αυτόν» (Ησ. νγ΄2,3).

Ένας στενός φίλος θα Τον πρόδιδε (Ψαλμ. μα΄9) για τριάντα αργύρια (Ζαχ. ια΄12). Βασανίζοντάς Τον, θα Τον έπτυαν και Τον κτυπούσαν (Ησ. ν΄6). Οι δήμιοί Του θα έρριχαν κλήρο στα ρούχα Του (Ψαλμ. κβ΄18). Δε θα έσπαζαν κανένα από τα οστά Του (Ψαλμ. λδ΄20), αλλά θα τρυπούσαν την πλευρά Του (Ζαχ. ιβ΄10). Στα βασανηστήριά Του δε θα αντιστεκόταν, αλλά θα φερόταν «ως πρόβατον έμπροσθεν του κείροντος αυτό άφωνον, ούτω δεν ήνοιξε το στόμα αυτού» (Ησ. νγ΄7).

Ο αθώος Σωτήρας θα υπέφερε υπέρμετρα για τους αμαρτωλούς. «Αυτός τωόντι τας ασθενείας ημών εβάστασε … Ετραυματίσθη διά τας παραβάσεις ημών, εταλαιπωρήθη δια τας ανομίας ημών, η τιμωρία ήτις έφερε την ειρήνην ημών, ήτο επ’αυτόν, και διά των πληγών αυτού ημείς ιάθημεν. … Εσηκώθη από της γης των ζώντων, διά τας παραβάσεις του λαού μου ετραυματίσθη» (Ησ. νγ΄4-8).

Προσδιορίζεται η Ταυτότητα του Σωτήρα. Μόνο ο Ιησούς Χριστός εκπλήρωσε αυτές τις προφητείες. Η Αγία Γραφή χαράζει τη γενεαλογία Του από τον Αβραάμ, ονομάζοντάς Τον Υιό του Αβραάμ (Ματθ. α΄1), και ο Απόστολος Παύλος βεβαιώνει ότι η υπόσχεση στον Αβραάμ και στο σπέρμα του εκπληρώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού (Γαλ. γ΄16). Ο μεσσιανικός τίτλος «Υιός του Δαβίδ» πολύ χρησιμοποιείτο γι’Αυτόν (Ματθ. κα΄9). Αναγνωριζόταν ως ο αναμενόμενος Μεσσίας, ο οποίος θα καθόταν στο θρόνο του Δαβίδ (Πράξ. β΄29,30).

Η γέννηση του Ιησού έγινε κατά θαυματουργικό τρόπο. Η παρθένος Μαρία «ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου» (Ματθ. α΄18-23). Ένα ρωμαϊκό διάταγμα την έφερε στη Βηθλεέμ, στον τόπο γέννησης που είχε προλεχθεί (Λουκά β΄4-7).

Ένα από τα ονόματα του Ιησού ήταν Εμμανουήλ – «ο Θεός μεθ’ημών», που αντανακλούσε τη θεία και ανθρώπινη φύση Του και απεικόνιζε την ταύτιση του Θεού με την ανθρωπότητα (Ματθ. α΄23). Το συνηθισμένο όνομά Του ήταν Ιησούς που έδειχνε την αποστολή Του για τη σωτηρία. «Και θέλεις καλέσει το όνομα αυτού Ιησούν, διότι αυτός θέλει σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών» (Ματθ. α΄21).

Ο Ιησούς ταύτισε την αποστολή Του με αυτή του Μεσσία που προλέχθηκε στα εδάφια Ησ ξα΄1,2. «Σήμερον επληρώθη η γραφή αύτη εις τα ώτα υμών» (Λουκά δ΄17-21).

Αν και επηρέασε βαθιά το λαό Του, το μήνυμά Του γενικά απορρίφθηκε (Ιωάν. α΄11, Λουκά κγ΄18). Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν αναγνωρίσθηκε ως Σωτήρας του κόσμου. Αντί για αποδοχή, αντιμετώπισε απειλές θανάτου (Ιωάν. ε΄16, ζ΄19, ια΄53).

Προς το τέλος της διακονίας Του των τριάμισι ετών, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης – ένας μαθητής – Τον πρόδωσε (Ιωάν. ιγ΄18, ιη΄2) για τριάντα αργύρια (Ματθ. κς΄14,15). Αντί να αντισταθεί, επέπληξε τους μαθητές Του που προσπάθησαν να Τον υπερασπισθούν. (Ιωάν. ιη΄4-11).

Αν και αθώος από κάθε έγκλημα, σε λιγότερες από εικοσιτέσσερες ώρες μετά τη σύλληψή Του, δέχθηκε εμπτυσμούς, ραβδισμούς, βασανισμούς, καταδικάσθηκε σε θάνατο και σταυρώθηκε (Ματθ, κς΄67, Ιωάν. ιθ’1-16, Λουκά κγ΄14,15). Οι στρατιώτες έρριξαν κλήρο στα ρούχα Του (Ιωάν. ιθ΄23,24). Κατά τη σταύρωση του κανένα οστό Του δε θραύτηκε (Ιωάν, ιθ΄32,33,36), και αφού πέθανε, οι στρατιώτες τρύπησαν την πλευρά Του με λόγχη (Ιωάν. ιθ΄34,37).

Οι οπαδοί του Χριστού αναγνώρισαν το θάνατό Του ως τη μόνη θυσία επωφελή για τους αμαρτωλούς. «Ο Θεός δεικνύει την εαυτού αγάπην εις ημάς, διότι, ενώ ημείς ήμεθα έτι αμαρτωλοί, ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών» (Ρωμ. ε΄8). «Περιπατείτε εν αγάπη, καθώς και ο Χριστός ηγάπησεν ημάς, και παρέδωκεν εαυτόν υπέρ ημών, προσφοράν και θυσίαν εις τον Θεόν, εις οσμήν ευωδίας» (Εφεσ. ε΄2).

Η Χρονολογία της Διακονίας και του Θανάτου. Η Αγία Γραφή αποκαλύπτει ότι ο Θεός έστειλε τον Υιό Του στη γη «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. δ΄4). Όταν ο Χριστός άρχισε τη διακονία Του, διακήρυξε: «επληρώθη ο καιρός» (Μάρκ. α΄15). Αυτές οι αναφορές στο χρόνο δείχνουν ότι η αποστολή του Σωτήρα εκτυλίχθηκε σε αρμονία με ένα προφητικό σχέδιο, καταρτισμένο με φροντίδα.

Περισσότερο από πέντε αιώνες ενωρίτερα, διαμέσου του Δανιήλ ο Θεός είχε προφητεύσει τον ακριβή χρόνο που θα άρχιζε η διακονία του Χριστού και το χρόνο του θανάτου Του.

Προς το τέλος των εβδομήντα ετών της αιχμαλωσίας του Ισραήλ στη Βαβυλώνα, ο Θεός είπε στο Δανιήλ ότι ξεχώρισε για τους Ιουδαίους και για την Ιερουσαλήμ μια περίοδο χάρης εβδομήντα εβδομάδων.

Κατά τη χρονική αυτή περίοδο, μετανοημένοι και προετοιμαζόμενοι για την έλευση του Μεσσία, oi Ιουδαίοι θα εκπλήρωναν τις προθέσεις του Θεού γι’ αυτούς.

Ο Δανιήλ επίσης έγραψε: «να γείνη εξιλέωσις περί αμαρτίας και να εισαχθή δικαιοσύνη αιώνιος» ως χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου. Αυτές οι μεσσιανικές δραστηριότητες δείχνουν ότι ο Σωτήρας έπρεπε να έρθει στην εποχή αυτή (Δαν. θ΄24).

Η προφητεία του Δανιήλ διευκρινίζει ότι ο Μεσσίας θα εμφανιζόταν «εβδομάδες επτά και εβδομάδες εξήκοντα δύο», ή ένα σύνολο εξήντα εννέα εβδομάδων, μετά «από της εξελεύσεως της προσταγής τού να ανοικοδομηθή η Ιερουσαλήμ» (Δαν. θ΄25). Μετά από εξήντα εννέα εβδομάδες «θέλει εκκοπή ο Χριστός, πλην ουχί δι’εαυτόν» (Δαν. θ΄26) – μια αναφορά για τον υποκαταστατικό Του θάνατο. Έπρεπε να πεθάνει στο μέσον της εβδομηκοστής εβδομάδας, δίνοντας ένα τέλος στη θυσία και στην προσφορά (Δαν. θ΄27).

Το κλειδί για την κατανόηση των προφητικών χρόνων βρίσκεται στη βιβλική αρχή ότι μια μέρα στον προφητικό χρόνο ισοδυναμεί με ένα κατά γράμμα ηλιακό έτος (Αρ. ιδ΄34, Ιεζ. δ΄6). Σύμφωνα με την αρχή χρόνος-ημέρα, οι εβδομήντα εβδομάδες (ή 490 προφητικές ημέρες) αντιπροσωπεύουν 490 κυριολεκτικά χρόνια.

Ο Δανιήλ δηλώνει ότι αυτή η περίοδος θα άρχιζε «από της εξελεύσεως της προσταγής του να ανοικοδομηθή η Ιερουσαλήμ» (Δαν. θ΄25). Αυτό το διάταγμα που έδινε στους Ιουδαίους πλήρη αυτονομία, εκδόθηκε κατά το έβδομο έτος του Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη και τέθηκε σε ισχύ το φθινόπωρο του 457 π.Χ. (Έσδρας ζ΄8,12-26, θ΄9).  Σύμφωνα με την προφητεία, 483 χρόνια (69 προφητικές εβδομάδες) μετά το διάταγμα θα εμφανιζόταν ο «Χριστός ο Ηγούμενος». Μετά το 457, τα 483 χρόνια μας φέρνουν στο φθινόπωρο του 27 μ.Χ., όταν ο Ιησούς βαπτίσθηκε και άρχισε τη δημόσια διακονία Του. Δεχόμενος αυτές τις χρονολογίες 457 π.Χ. και 27 μ.Χ. ο Gleason Archer σχολιάζει ότι αυτό ήταν «μια αξιοσημείωτη ακρίβεια στην εκπλήρωση μιας τόσο αρχαίας προφητείας. Μόνο ο Θεός θα μπορούσε να προείπει την έλευση του Υιού Του με τόσο θαυμαστή ακρίβεια. Αυτό προκαλεί όλες τις λογικές εξηγήσεις».

Κατά τη βάπτισή Του στον Ιορδάνη, ο Ιησούς χρίσθηκε από το Άγιο Πνεύμα και αναγνωρίσθηκε από το Θεό ως ο «Μεσσίας» εβραϊκά ή «Χριστός» ελληνικά, και τα δύο με την έννοια του «κεχρισμένου» (Λουκά γ΄21,22, Πράξ. ι΄38, Ιωάν. α΄41). Η διακήρυξη του Χριστού «επληρώθη ο καιρός» (Μάρκ. α΄15), αναφέρεται στην εκπλήρωση αυτού του προφητικού χρόνου.

Στη μέση της εβδομηκοστής εβδομάδας, την άνοιξη του 31 μ.Χ., ακριβώς 3 1/2 χρόνια μετά τη βάπτιση του Χριστού, ο Μεσσίας έθεσε τέλος στο σύστημα των θυσιών δίνοντας τη δική Του ζωή. Κατά τη στιγμή του θανάτου Του το καταπέτασμα του ναού, κατά τρόπο υπερφυσικό, «εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω» (Ματθ. κζ΄51), δείχνοντας τη θεία ακύρωση όλων των λειτουργιών του ναού.

Όλες οι προσφορές και οι θυσίες έδειχναν την επαρκή θυσία του Μεσσία. Όταν ο Ιησούς Χριστός, ο αληθινός Αμνός του Θεού, θυσιάσθηκε στο Γολγοθά ως λύτρο για τις αμαρτίες μας (Α΄Πέτρ. α΄19), ο τύπος συνάντησε το αντίτυπο, και η σκιά συγχωνεύθηκε με την πραγματικότητα. Δε χρειάζονταν πια οι λειτουργίες του επίγειου αγιαστηρίου.

Στον ακριβή προλεχθέντα χρόνο, κατά την εορτή του Πάσχα, ο Χριστός πέθανε. Ο Παύλος είπε: «Το πάσχα ημών εθυσιάσθη υπέρ ημών ο Χριστός» (Α΄Κορ. ε΄7). Αυτή η με θαυμαστή ακρίβεια προφητική περίοδος μας δίνει μια από τις ισχυρότατες αποδείξεις της θεμελιώδους ιστορικής αλήθειας ότι ο Χριστός είναι ο προ αιώνων προλεχθείς Σωτήρας του κόσμου.

Η Ανάσταση του Σωτήρα. Η Αγία Γραφή προείπε όχι μόνο το θάνατο του Σωτήρα, αλλά και την ανάστασή Του. Ο Δαβίδ προφήτευσε, «ότι δεν εγκατελείφθη η ψυχή αυτού εν τω Άδη, ουδέ η σαρξ αυτού είδε διαφθοράν» (Πράξ β΄31, Ψαλμ. ις΄10). Αν και ο Χριστός ανέστησε άλλους από τον τάφο (Μάρκ. ε΄35-42, Λουκά ζ΄11-17, Ιωάν. ια΄), η δική Του ανάσταση απέδειξε τη δύναμη επάνω στην οποία βασιζόταν η δήλωσή Του ότι είναι ο Σωτήρας του κόσμου: «Εγώ είμαι η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, και αν αποθάνη, θέλει ζήσει. Και πας όστις ζη και πιστεύει εις εμέ, δεν θέλει αποθάνει εις τον αιώνα» (Ιωάν. ια΄25,26).

Μετά την ανάστασή Του δήλωσε: «Μη φοβού, εγώ είμαι ο πρώτος και ο έσχατος, και ο ζων, και έγεινα νεκρός, και ιδού, είμαι ζων εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν. Και έχω τα κλειδία του άδου και του θανάτου» (Αποκ. α΄17,18).