Αθανασία και Θάνατος

Αθανασία είναι η κατάσταση ή η ιδιότητα του να μην υπόκειται κανείς στο θάνατο. Κοντά στη λέξη αθανασία μπορεί να προστεθεί και η λέξη αφθαρσία. Αυτή η έννοια τι σχέση έχει με το Θεό και τις ανθρώπινες υπάρξεις;

Αθανασία. Η Αγία Γραφή αποκαλύπτει ότι ο αιώνιος Θεός είναι αθάνατος (Α΄Τιμ. α΄17). Πραγματικά, Αυτός «μόνος έχει την αθανασίαν» (Α΄Τιμ. ς΄16). Είναι αδημιούργητος, αυθύπαρκτος, και δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος (Δείτε το κεφάλαιο 2).

Η Αγία Γραφή πουθενά δεν περιγράφει την αθανασία ως ιδιότητα ή κατάσταση του ανθρώπου – ή της ψυχής του ή του πνεύματός του να την κατέχει έμφυτα. Οι λέξεις που αποδίδονται συνήθως για την ψυχή και το πνεύμα στην Αγία Γραφή αναφέρονται περισσότερο από 1.600 φορές, αλλά ποτέ δε συνοδεύονται με τις λέξεις αθάνατος ή αθανασία (δείτε το κεφάλαιο 7).

Σε αντίθεση με το Θεό, λοιπόν, οι ανθρώπινες υπάρξεις είναι θνητές. Η Αγία Γραφή συγκρίνει τη ζωή τους με «ατμόν όστις φαίνεται προς ολίγον και έπειτα αφανίζεται» (Ιακ. δ΄14). «Ήσαν σαρξ, άνεμος παρερχόμενος και επιστρέφων» (Ψαλμ. οη΄39). Ο άνθρωπος «αναβλαστάνει ως άνθος και κόπτεται, φεύγει ως σκιά και δεν διαμένει» (Ιώβ, ιδ΄2).

Ο Θεός και οι άνθρωποι διαφέρουν σαφώς. Ο Θεός είναι άπειρος, αυτοί είναι πεπερασμένοι. Ο Θεός είναι αθάνατος, αυτοί είναι θνητοί. ο Θεός είναι αιώνιος, αυτοί είναι περαστικοί.

Αθανασία υπό Όρους. Κατά τη δημιουργία «έπλασε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον από χώματος εκ της γης, και ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού πνοήν ζωής, και έγεινεν ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γέν. β΄7). Η αφήγηση της Δημιουργίας αποκαλύπτει ότι η ανθρωπότητα έλαβε ζωή από το Θεό (Πράξ. ιζ΄25,28, Κολ. α΄16,17). Η φυσική συνέπεια αυτού του βασικού γεγονότος είναι ότι η αθανασία δεν είναι έμφυτη στην ανθρωπότητα, αλλά Θεού δώρο.

Όταν ο Θεός δημιούργησε τον Αδάμ και την Εύα, τους έδωσε ελεύθερη βούληση – τη δύναμη της εκλογής. Μπορούσαν να δείξουν υπακοή ή ανυπακοή, και η συνέχιση της ύπαρξής τους εξαρτήθηκε από τη συνέχιση της υπακοής με τη δύναμη του Θεού. Έτσι, η διατήρηση του δώρου της αθανασίας ήταν υπό όρους.

Ο Θεός εξήγησε λεπτομερώς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα έχαναν αυτό το δώρο – τρώγοντας «από του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού». Ο Θεός τους προειδοποίησε: «Καθ’ ην ημέραν φάγης απ’αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει» (Γέν. β΄17).

Θάνατος – ο Μισθός της Αμαρτίας. Αντιλέγοντας στην ειδοποίηση του Θεού ότι η ανυπακοή θα επέφερε το θάνατο, ο Σατανάς βεβαίωσε: «Δεν θέλετε βεβαίως αποθάνει» (Γέν. γ΄4). Αλλά μετά την παράβαση της θείας εντολής, ο Αδάμ και η Εύα ανακάλυψαν ότι ο μισθός της αμαρτίας είναι πραγματικά θάνατος (Ρωμ. ς΄23). Η αμαρτία τους έφερε αυτή την καταδίκη: «Γη είσαι και εις γην θέλεις επιστρέψει» (Γέν. γ΄19). Αυτά τα λόγια δε δείχνουν συνέχιση ζωής, αλλά τη διακοπή της.

Αφού έδωσε αυτή την καταδίκη, ο Θεός απέκλεισε το αμαρτωλό ζευγάρι από το δένδρο της ζωής, για να μην μπορεί να «φάγη και να ζήση αιωνίως» (Γέν. γ΄22). Η ενέργειά Του έκανε σαφές ότι η υπόσχεση της αθανασίας που είχε δοθεί με τον όρο της υπακοής χάθηκε εξαιτίας της αμαρτίας. Έγιναν θνητοί, υποκείμενοι στο θάνατο. Και επειδή ο Αδάμ δεν μπορούσε να μεταβιβάσει ό,τι πια δεν κατείχε, «διήλθεν ο θάνατος εις πάντας τους ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον» (Ρωμ. ε΄12).

Οφείλεται στο έλεος του Θεού ότι ο Αδάμ και η Εύα δεν πέθαναν αμέσως. Ο Υιός του Θεού προσφέρθηκε να δώσει τη ζωή Του ώστε αυτοί να έχουν μια άλλη ευκαιρία. Αυτός ήταν «το Αρνίον το εσφαγμένον από καταβολής κόσμου» (Αποκ. ιγ΄8).

Ελπίδα για την Ανθρωπότητα. Αν και οι άνθρωποι γεννιούνται θνητοί, η Αγία Γραφή τους ενθαρρύνει να αναζητήσουν την αθανασία (Ρωμ. β΄7). Ο Ιησούς είναι η πηγή αυτής της αθανασίας: «Το χάρισμα του Θεού ζωή αιώνιος διά Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών» (Ρωμ. ς΄23, Α΄Ιωάν. ε΄11). «’Οστις [ο Χριστός] κατήργησε μεν τον θάνατον, έφερε δε εις φως την ζωήν και την αφθαρσίαν.» «Καθώς πάντες αποθνήσκουσιν εν τω Αδάμ, ούτω και πάντες θέλουσι ζωοποιηθή εν τω Χριστώ» (Α΄Κορ. ιε΄22). Ο ίδιος ο Χριστός είπε ότι η φωνή Του θα ανοίξει τους τάφους και θα αναστήσει τους νεκρούς (Ιωάν. ε΄28,29).

Εάν ο Χριστός δεν είχε έρθει, η ανθρωπότητα θα ήταν χωρίς ελπίδα, και όλοι οι νεκροί θα είχαν χαθεί για πάντα. Για χάρη Του όμως, κανείς δε χρειάζεται να χαθεί. Ο Ιησούς είπε: «Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, διά να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. γ΄16). Έτσι, η πίστη στο Χριστό όχι μόνο καταργεί την ποινή της αμαρτίας, αλλά επίσης εξασφαλίζει στους πιστούς το ανεκτίμητο δώρο της αθανασίας.

Ο Χριστός «έφερε δε εις το φως την ζωήν και την αφθαρσίαν διά του ευαγγελίου» (Β΄Τιμ. γ΄10). Ο Απόστολος Παύλος μάς βεβαιώνει ότι η Αγία Γραφή, «τα ιερά γράμματα» μπορούν να μας «σοφίσωσιν εις σωτηρίαν διά της πίστεως της εν Χριστώ Ιησού» (Β΄Τιμ. γ΄15). Εκείνοι οι οποίοι δε δέχονται το ευαγγέλιο, δε θα λάβουν την αθανασία.

Το Δώρο της Αθανασίας. Ο Απόστολος Παύλος περιγράφει τη στιγμή της απόδοσης του δώρου της αθανασίας: «Ιδού, μυστήριον λέγω προς εσάς. Πάντες μεν δεν θέλομεν κοιμηθή, πάντες όμως θέλομεν μεταμορφωθή, εν μια στιγμή, εν ριπή οφθαλμού, εν τη εσχάτη σάλπιγγι. Διότι θέλει σαλπίσει και οι νεκροί θέλουσιν αναστηθή άφθαρτοι, και ημείς θέλομεν μεταμορφωθή. Διότι πρέπει το φθαρτόν τούτο να ενδυθή αφθαρσίαν, και το θνητόν τούτο να ενδυθή αθανασίαν. Όταν δε το φθαρτόν τούτο ενδυθή αφθαρσίαν, και το θνητόν τούτο ενδυθή αθανασίαν, τότε θέλει γείνει ο λόγος ο γεγραμμένος, Κατεπόθη ο θάνατος εν νίκη» (Α΄Κορ. ιε΄51-54). Αυτό κάνει σαφέστατο ότι ο Θεός δε δίνει την αθανασία στον πιστό κατά το θάνατο, αλλά κατά την ανάσταση, όταν ηχήσει η έσχατη σάλπιγγα. Τότε «το θνητόν τούτο» θα «ενδυθή αθανασίαν». Ενώ ο Ιωάννης τονίζει πως λαμβάνουμε το δώρο της αιώνιας ζωής όταν δεχόμαστε τον Ιησού Χριστό ως προσωπικό Σωτήρα (ΑΊωάν. ε΄11-13), η αληθινή πραγματοποίηση αυτού του δώρου θα γίνει όταν επιστρέψει ο Χριστός. Μόνο τότε θα μεταμορφωθούμε από θνητοί σε αθάνατους, από φθαρτοί σε άφθαρτους.