Η Διαθήκη της Χάρης
Με την παράβαση, το πρώτο ζευγάρι έγινε αμαρτωλό. Μη μπορώντας πια να αντισταθούν στο Σατανά, θα μπορούσαν να είναι ελεύθεροι ή αφέθηκαν στην απώλεια; Υπήρχε κάποια ελπίδα;
Η Διαθήκη που Δόθηκε κατά την Πτώση. Πριν ο Θεός εκφέρει την ποινή στο αμαρτωλό ζευγάρι, τους έδωσε ελπίδα εισάγοντας τη διαθήκη της χάρης. Είπε: «Έχθραν θέλω στήσει αναμέσον σου και της γυναικός, και αναμέσον του σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής. Αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν και συ θέλει κεντήσει την πτέρναν αυτού» (Γέν. γ΄15).
Το μήνυμα του Θεού έφερε ενθάρρυνση, επειδή ανακοίνωσε πως ο Σατανάς τελικά θα νικηθεί, παρά το γεγονός ότι οδήγησε την ανθρωπότητα στην απάτη του. Η Διαθήκη έγινε ανάμεσα στο Θεό και στην ανθρωπότητα. Πρώτα ο Θεός υποσχέθηκε με τη χάρη Του ένα προπύργιο κατά της αμαρτίας. Θα δημιουργούσε μίσος ανάμεσα στο φίδι και στη γυναίκα, ανάμεσα στους οπαδούς του Σατανά και στο λαό του Θεού. Αυτό θα εξάρθρωνε τη σχέση του ανθρώπου με το Σατανά και θα άνοιγε δρόμο για μια ανανεωμένη σχέση με το Θεό.
Στο διάβα των αιώνων ο πόλεμος θα συνέχιζε ανάμεσα στην εκκλησία του Θεού και στο Σατανά. Η διαμάχη θα έφθανε στο αποκορύφωμά της με το θάνατο του Ιησού Χριστού, ο οποίος ήταν η προφητική προσωποποίηση του Σπέρματος της γυναικός. Στο Γολγοθά ο Σατανάς νικήθηκε. Αν και κτυπήθηκε το Σπέρμα της γυναικός, ο δημιουργός του κακού νικήθηκε.
Όλοι όσοι δέχονται την προσφορά της χάρης του Θεού, θα γνωρίσουν μια εχθρότητα κατά της αμαρτίας η οποία θα τους καταστήσει νικητές στη μάχη κατά του Σατανά. Διαμέσου της πίστης θα συμμετέχουν στη νίκη του Σωτήρα στο Γολγοθά.
Η Διαθήκη Εγκαθιδρύθηκε πριν από τη Δημιουργία. Η διαθήκη της χάρης δε διαμορφώθηκε μετά την πτώση. Η Αγία Γραφή φανερώνει ότι ακόμη πριν από τη Δημιουργία η Θεότητα είχαν συνομολογήσει μεταξύ Τους να σώσουν την ανθρώπινη φυλή εάν έπεφτε στην αμαρτία. Ο Απόστολος Παύλος λέει ότι ο Θεός «εξέλεξεν ημάς δι’αυτού (του Χριστού) προ καταβολής κόσμου, διά να ήμεθα άγιοι και άμωμοι ενώπιον αυτού διά της αγάπης, προορίσας ημάς εις υιοθεσίαν διά Ιησού Χριστού εις εαυτόν κατά την ευδοκίαν του θελήματος αυτού, εις έπαινον της δόξης της χάριτος αυτού» (Εφεσ. α΄4-6, Β΄Τιμ. α΄9). Μιλώντας για την εξιλαστική θυσία του Χριστού, ο Πέτρος είπε: «Όστις ήτο προωρισμένος προ καταβολής κόσμου» (Α΄Πέτρ. α΄20).
Η διαθήκη βασίσθηκε σε ένα ακλόνητο θεμέλιο: την υπόσχεση και τον όρκο του Θεού του Ιδίου (Εβρ. ς΄17). Ο Ιησούς Χριστός ήταν ο εγγυητής της Διαθήκης (Εβρ. ζ΄22). Εγγυητής είναι κάποιος που αναλαμβάνει οποιαδήποτε οφειλή ή υποχρέωση σε περίπτωση αθέτησης του άλλου προσώπου. Το ότι ο Χριστός ήταν εγγυητής, σήμαινε πως αν η ανθρώπινη φυλή έπεφτε στην αμαρτία, Αυτός θα επιφορτιζόταν την ποινή. Θα πλήρωνε την τιμή της απολύτρωσής τους, θα γινόταν ιλασμός για τις αμαρτίες τους, θα αντιμετώπιζε τις απαιτήσεις για την παράβαση του νόμου του Θεού. Κανένας άνθρωπος ή κανένας άγγελος δεν μπορούσε να αναλάβει αυτή την ευθύνη. Μόνο ο Χριστός ο Δημιουργός, η αντιπροσωπευτική κεφαλή της φυλής, μπορούσε να αναλάβει αυτή την ευθύνη (Ρωμ. ε΄12-21, Α΄Κορ. ιε΄22).
Ο Υιός του Θεού δεν ήταν μόνο ο εγγυητής της διαθήκης, ήταν επίσης και ο μεσίτης της ή ο εκτελεστής. Η περιγραφή της αποστολής Του ως ο ενσαρκωθείς Υιός του ανθρώπου αποκαλύπτει αυτή την όψη του ρόλου του. Ο Ίδιος είπε: «Κατέβην εκ του ουρανού, ουχί διά να κάμω το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με» (Ιωάν. ς΄38, ε΄30,43). Το θέλημα του Πατέρα Του είναι: «Πας όστις βλέπει τον Υιόν και πιστεύει εις αυτόν, να έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. ς΄40). Και σε κάποια άλλη στιγμή είπε: «Αύτη δε είναι η αιώνιος ζωή, το να γνωρίζωσι σε τον μόνον αληθινόν Θεόν, και τον οποίον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιωάν. ιζ΄3). Στο τέλος της αποστολής Του βεβαίωσε για την εκτέλεση της εντολής του Πατέρα Του λέγοντας: «Εγώ σε εδόξασα επί της γης. Το έργον ετελείωσα το οποίον μοι έδωκας διά να κάμω» (Ιωάν. ιζ΄4).
Στο σταυρό ο Χριστός εκπλήρωσε την υπόσχεση να είναι ο εγγυητής της ανθρωπότητας στη διαθήκη. Η κραυγή Του «τετέλεσται» (Ιωάν. ιθ΄30) σημείωσε την ολοκλήρωση της αποστολής Του. Με τη ζωή Του πλήρωσε την ποινή την απαιτούμενη για την παραβίαση του νόμου του Θεού, εξασφαλίζοντας τη σωτηρία των μετανοούντων αμαρτωλών. Εκείνη τη στιγμή το αίμα του Χριστού επικύρωσε τη διαθήκη της χάρης. Διαμέσου της πίστης στο εξιλαστικό αίμα, οι μετανοούντες αμαρτωλοί θα υιοθετούνται ως γιοι και θυγατέρες του Θεού, γινόμενοι έτσι κληρονόμοι της αιώνιας ζωής.
Αυτή η διαθήκη της χάρης αποδεικνύει την άπειρη αγάπη του Θεού προς την ανθρωπότητα. Εγκαθιδρυμένη πριν από τη Δημιουργία, η διαθήκη αποκαλύφθηκε πριν από την πτώση. Εκείνη την εποχή, κατά μια ειδική έννοια, ο Θεός και η ανθρωπότητα έγιναν εταίροι.
Η Ανανεωμένη Διαθήκη. Δυστυχώς η ανθρωπότητα απέρριψε αυτή τη μεγαλοπρεπή διαθήκη της χάρης και πριν από τον κατακλυσμό και μετά από αυτόν (Γέν. ς΄1-8, ια΄1-9). ‘Οταν ο Θεός πρόσφερε τη διαθήκη εκ νέου, το έκανε διαμέσου του Αβραάμ. Και πάλι βεβαίωσε την υπόσχεση της λύτρωσης: «Εν τω σπέρματί σου θέλουσιν ευλογηθή πάντα τα έθνη της γης, διότι υπήκουσας εις την φωνήν μου» (Γέν. κβ΄18, ιβ΄3, ιη΄18).
Η Αγία Γραφή εξαίρει ιδιαίτερα την πιστότητα του Αβραάμ στους όρους της διαθήκης. Ο Αβραάμ πίστευσε στο Θεό, «και ελογίσθη εις αυτόν εις δικαιοσύνην» (Γέν. ιε΄6). Αυτή η συμμετοχή του Αβραάμ στις ευλογίες της διαθήκης, η οποία βασιζόταν στη χάρη του Θεού, εξαρτώμενη επίσης από την υπακοή του, η οποία αποκαλύπτει ότι η διαθήκη εξυψώνει την εξουσία του νόμου του Θεού (Γέν. ιζ΄1, κς΄5).
Η πίστη του Αβραάμ είχε τέτοια ποιότητα που του δόθηκε ο τίτλος «πατήρ πάντων των πιστευόντων» (Ρωμ. δ΄11). Αυτός ήταν το πρότυπο του Θεού για τη δικαιοσύνη μέσα από την πίστη η οποία εκδηλώνεται με την υπακοή (Ρωμ. δ΄2,3, Ιακ. β΄23,24). Η διαθήκη της χάρης δεν απένειμε αυτόματα τις ευλογίες της στους φυσικούς απόγονους του Αβραάμ, αλλά σε εκείνους που ακολούθησαν το παράδειγμα του Αβραάμ στην πίστη. «Οι όντες εκ πίστεως, ούτοι είναι υιοί του Αβραάμ» (Γαλ. γ΄7). Κάθε άτομο στη γη μπορεί να έχει την εμπειρία των υποσχέσεων της διαθήκης για σωτηρία, εκπληρώνοντας τον όρο: «Εάν ήσθε του Χριστού, άρα είσθε σπέρμα του Αβραάμ, και κατά την επαγγελίαν κληρονόμοι» (Γαλ. γ΄29). Από μέρους του Θεού η διαθήκη του Σινά (η ονομαζόμενη και πρώτη διαθήκη) ήταν η ανανέωση της διαθήκης της χάρης προς τον Αβραάμ (Εβρ. θ΄1). Αλλά ο Ισραήλ τη διαστρέβλωσε σε μια διαθήκη έργων (Γαλ. δ΄22-31).
Η Νέα Διαθήκη. Άλλα βιβλικά κείμενα ομιλούν για «νέα ή ανωτέρα διαθήκη». Και αυτό όχι επειδή η αιώνια διαθήκη άλλαξε, αλλά επειδή (1) με την απιστία του Ισραήλ η αιώνια διαθήκη του Θεού κατέληξε να είναι ένα σύστημα έργων, (2) συνδέθηκε με μια νέα αποκάλυψη της αγάπης του Θεού μέσα από την ενσάρκωση, τη ζωή, το θάνατο, την ανάσταση και τη μεσιτεία του Χριστού (Εβρ. η΄6-13), και (3) επικυρώθηκε μόνο στο σταυρό με το αίμα του Χριστού (Δαν. θ΄27, Λουκά κβ΄20, Ρωμ. ιε΄8, Εβρ. θ΄11-22).
Είναι τεράστιο αυτό που προσφέρει η διαθήκη σε εκείνους οι οποίοι τη δέχονται. Με τη χάρη του Θεού αυτή τους προσφέρει συγχώρηση για τις αμαρτίες τους. Προσφέρει το έργο του Αγίου Πνεύματος γράφοντας τις Δέκα Εντολές στην καρδιά, και αποκαθιστώντας τους μετανοημένους αμαρτωλούς στην εικόνα του Ποιητή τους (Ιερ. λα΄33). Η νέα διαθήκη, η αναγέννηση φέρει τη δικαιοσύνη του Χριστού και την πείρα της δικαίωσης διαμέσου της πίστης.
Η ανανέωση της καρδιάς μετασχηματίζει τα άτομα έτσι που θα φέρουν τον καρπό του Πνεύματος: «αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης εγκράτεια» (Γαλ. ε΄22,23). Με τη δύναμη της σώζουσας χάρης του Χριστού, μπορούν να βαδίσουν όπως ο Χριστός βάδισε, κάθε μέρα απολαμβάνοντας τα πράγματα που ευχαριστούν το Θεό (Ιωάν. η΄29). Η μόνη ελπίδα της αμαρτωλής ανθρωπότητας είναι να δεχθεί την πρόσκληση του Θεού να εισέλθει στη διαθήκη της χάρης Του. Με την πίστη στον Ιησού Χριστό μπορούμε να έχουμε την εμπειρία αυτής της σχέσης που μας εξασφαλίζει την υιοθεσία μας ως παιδιά του Θεού και συγκληρονόμοι του Χριστού στη βασιλεία Του.