Η Ενότητα της Φύσης του Ανθρώπου
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά μέρη των ανθρώπινων υπάρξεων; Δημιουργήθηκαν διάφορα ανεξάρτητα συστατικά, όπως το σώμα, η ψυχή και το πνεύμα;
Η Πνοή της Ζωής. «Έπλασε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον από χώματος εκ της γης, και ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού πνοήν ζωής, και έγεινεν ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γέν. β΄7).
Για να μεταβάλει ο Θεός τα στοιχεία της γης σε ζωντανή ύπαρξη, «ενεφύσησε» «πνοήν ζωής» στα ρουθούνια του άψυχου σώματος του Αδάμ. Αυτή η πνοή ζωής είναι «η πνοή του Παντοδυνάμου» (Ιώβ λγ΄4) που δίνει ζωή – ο σπινθήρας της ζωής. Μπορούμε να συγκρίνουμε αυτό με ρεύματα ηλεκτρισμού που, όταν ρέουν μέσα από διάφορα συστατικά, μεταμορφώνουν ένα ήσυχο γκρίζο γυαλί ενός κουτιού σε έναν παλλόμενο παφλασμό χρωμάτων και δράσεων όταν αγγίζουμε το κουμπί της έγχρωμης τηλεόρασης. Ο ηλεκτρισμός φέρνει ήχο και κίνηση εκεί όπου πρώτα δεν υπήρχε τίποτε.
Ο Άνθρωπος – μια Ζώσα Ψυχή. Τι έκανε η πνοή ζωής; Όταν ο Θεός διαμόρφωσε την ανθρώπινη ύπαρξη από τα στοιχεία της γης, όλα τα όργανα ήταν στη θέση τους: η καρδιά, οι πνεύμονες, οι νεφροί, το ήπαρ, η σπλήνα, ο εγκέφαλος κ.τ.λ. – όλα τέλεια αλλά άψυχα. Τότε ο Θεός εμφύσησε στην άψυχη αυτή ύλη πνοή ζωής «και έγεινεν ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν».
Η βιβλική εξίσωση είναι απλή: το χώμα του εδάφους (γήινα στοιχεία) + η πνοή ζωής = ζωντανή ύπαρξη ή ζώσα ψυχή. Η ένωση των γήινων στοιχείων με την πνοή ζωής έδωσαν ως αποτέλεσμα μια ζωντανή ύπαρξη, την ψυχή.
Αυτή η «πνοή ζωής» δεν περιορίζεται στους ανθρώπους. Κάθε ζώσα ύπαρξη την κατέχει. Η Αγία Γραφή, επί παραδείγματι, αποδίδει την πνοή ζωής τόσο στα ζώα που μπήκαν στην κιβωτό όσο και σε αυτά που έμειναν έξω (Γέν. ζ΄15,22).
Η εβραϊκή έκφραση στη Γένεση β΄7 που μεταφράσθηκε «ψυχή ζώσα» είναινεφές σαϊάχ. Αυτή η έκφραση δεν αφορά στον άνθρωπο αποκλειστικά, γιατί αναφέρεται και στα θαλάσσια ζώα, στα έντομα, στα ερπετά και στα τετράποδα (Γέν. α΄20,24, β΄19).
Η λέξηνεφές που μεταφράζεται «ύπαρξη» ή «ψυχή» προέρχεται από τη λέξη ναφάς που σημαίνει «εμφυσώ». Η αντίστοιχη λέξη στα ελληνικά της Καινής Διαθήκης είναιψυχή. «Επειδή ως πνοή είναι η πιο καταφανής απόδειξη της ζωής,νεφές βασικά υπονοεί τον άνθρωπο ως ζώσα ύπαρξη, ως πρόσωπο». Όταν χρησιμοποιείται για τα ζώα στην αφήγηση της Δημιουργίας, τα περιγράφει ως «ζώα έμψυχα» που ο Θεός δημιούργησε.
Είναι σπουδαίο να σημειώσουμε ότι η Αγία Γραφή λέει πως ο άνθρωπος έγινε σε ψυχή ζώσα. Τίποτε στην αφήγηση της Δημιουργίας δε δείχνει ότι ο άνθρωπος έλαβε ψυχή – κάτι σαν χωριστή οντότητα που, κατά τη Δημιουργία, ενώθηκε με το σώμα.
Μια Αδιαίρετη Ενότητα. Η σπουδαιότητα της αφήγησης της Δημιουργίας για την ορθή κατανόηση της φύσης του ανθρώπου δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Τονίζοντας την οργανική ενότητα, η Βίβλος περιγράφει τον άνθρωπο ως ένα σύνολο. Πώς λοιπόν η ψυχή και το πνεύμα σχετίζεται με τη φύση του ανθρώπου;
1. Η βιβλική έννοια της ψυχής. Όπως ήδη αναφέραμε, στην Παλαιά Διαθήκη «ψυχή» είναι μετάφραση της εβραϊκής λέξης νεφές. Στη Γένεση β΄7 δείχνει τον άνθρωπο ως ζώσα ψυχή μετά που η πνοή ζωής εισήλθε στο φυσικό σώμα το διαμορφωμένο από τα στοιχεία της γης.
Με τον ίδιο τρόπο, μια νέα ψυχή (ζωή) έρχεται σε ύπαρξη κάθε φορά που ένα παιδί γεννιέται. Κάθε ψυχική οντότητα είναι μια νέα μονάδα ζωής, τελείως διαφορετική και χωριστή από τις άλλες όμοιες μονάδες. Αυτή η ιδιότητα της ατομικότητας σε κάθε ζωντανή ύπαρξη, η οποία αποτελεί μια μοναδική οντότητα, φαίνεται να είναι η ιδέα η εκφραζόμενη με την εβραϊκή λέξη νεφές . Όταν χρησιμοποιείται με αυτή την έννοια,νεφές δεν είναι ένα μέρος του ανθρώπου,είναι ο άνθρωπος (Γέν. ιδ΄21, Αρ. ε΄6, Δευτ. ι΄22, Ψαλμ. γ΄2).
Από την άλλη πλευρά, εκφράσεις όπως «ψυχή μου», «ψυχή σου», «ψυχή του» κ.λ.π. γενικώς είναι ιδιώματα για προσωπικές αντωνυμίες «εγώ»,«εσύ», «αυτός» κ.λ.π. (Γέν. ιβ΄13, Λευιτ. ια΄43,44, ιθ΄8, Ναυή κγ΄11, Ψαλμ. γ΄2, Ιερ. λζ΄9 κ.λ.π.).
Πάνω από 100 φορές από τις 755 περιπτώσεις στην Παλαιά Διαθήκη η λέξη νεφές μεταφράζεται ως «ζωή». (Γέν. θ΄4,5, Α΄Σαμ. ιθ΄5, Ιώβ β΄4,6, Ψαλμ. λα΄13 κ.λ.π.).
Συχνά νεφές αναφέρεται σε επιθυμίες, ορέξεις ή πάθη (Δευτ. κγ΄24, Παρ. κγ΄2, Εκκλ. ς΄7). Mπορεί να αναφέρεται στην έδρα των συναισθημάτων (Γέν. λδ΄3, Άσμα α΄7 κ.λ.π.), και μερικές φορές αντιπροσωπεύει το βουλητικό μέρος του ανθρώπου, όπως όταν μεταφράζεται «ευχαρίστηση» στα εδάφια Δευτ. κγ΄24, Ψαλμ. ρε΄22, Ιερ. λδ΄16. Στο εδάφιο Αρ. λα΄19 το νεφές θανατώνεται, στο εδάφιο Κριτ. ις΄30 το νεφές θα θανατωθεί, στο εδάφιο Αρ. ε΄2 το νεφές είναι νεκρό, και στα εδάφια Αρ. θ΄6,7,10, Λευιτ. ιθ΄28 το νεφές μεταφράζεται νεκρό σώμα ανθρώπου.
Η λέξη ψυχή στην Καινή Διαθήκη, όπως πρωτογράφηκε στα ελληνικά, είναι ταυτόσημη με την εβραϊκή λέξη νεφές της Παλαιάς Διαθήκης. Χρησιμοποιείται ως ζωή για τα κτήνη καθώς και για τον άνθρωπο (Αποκ. ις΄3). Σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποιείται με την έννοια απλώς «άνθρωποι» (Πράξ ζ΄14, κζ΄37, Ρωμ. ιγ΄1, Α΄Πέτρ. γ΄20 κ,λ.π.), και σε άλλες είναι αντίστοιχη προς την προσωπική αντωνυμία (Ματθ. ιβ΄18, Β΄Κορ. ιβ΄15 κ.λ.π.). Μερικές φορές αναφέρεται σε συναισθήματα (Μάρκ,. ιδ΄34, Λουκά β΄35), στο μυαλό (Πράξ. ιδ΄2, Φιλιπ. α΄27), ή στην καρδιά (Εφεσ. ς΄6).
Αξίζει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο εδάφιο Α΄Πέτρ. γ΄20, όπου «οκτώ ψυχαί διεσώθησαν δι’ ύδατος». Μήπως τα σώματα έμειναν έξω από την κιβωτό και μόνο οι ψυχές μπήκαν μέσα και διασώθηκαν; Φυσικά όχι. Διασώθηκαν οκτώ άνθρωποι.
Η ψυχή δεν είναι αθάνατη. Υπόκειται στο θάνατο (Αποκ. ις΄3). Μπορεί να απολεσθεί (Ματθ. ι΄28).
Η βιβλική μαρτυρία δείχνει ότι μερικές φορές νεφές (εβραϊκά στην Παλαιά Διαθήκη) και ψυχή (ελληνικά στην Καινή Διαθήκη) αναφέρονται σε ολόκληρο το πρόσωπο και άλλες φορές σε κάποια ιδιαίτερη όψη του ανθρώπου, όπως στοργή, συγκίνηση, επιθυμία, αίσθημα. Αυτή η χρήση, οπωσδήποτε, σε καμιά περίπτωση δε δείχνει ότι ο άνθρωπος είναι μια ύπαρξη από δύο χωριστά και ευδιάκριτα τμήματα. Το σώμα και η ψυχή συνυπάρχουν. Μαζί αποτελούν μια αδιαίρετη ένωση. Η ψυχή δεν έχει ενσυνείδητη ύπαρξη χωριστά από το σώμα. Δεν υπάρχει εδάφιο που να δείχνει ότι η ψυχή επιζεί του σώματος ως μια ενσυνείδητη οντότητα.
2. Η βιβλική έννοια του πνεύματος. Δοθέντος ότι η εβραϊκή λέξη νεφές που μεταφράζεται ψυχή, δηλώνει την ατομικότητα ή την προσωπικότητα, η εβραϊκή λέξη στην Παλαιά Διαθήκη ρουάχ, που μεταφράζεται πνεύμα, αναφέρεται στο σπινθήρα που ενεργοποιεί την ουσιώδη ζωή σε ατομική ύπαρξη. Συμβολίζει τη θεία ενέργεια, ή την αρχή της ζωής που ζωογονεί τις ανθρώπινες υπάρξεις.
Η λέξη ρουάχ αναφέρεται 377 φορές στην Παλαιά Διαθήκη, και τις πιο πολλές φορές μεταφράζεται ως «πνεύμα», «άνεμος» ή «πνοή» (Γέν. η΄1 κ.λ.π.). Επίσης χρησιμοποιείται για να δηλώσει ζωτικότητα (Κριτ. ιε΄19), θάρρος (Ναυή β΄11), ψυχραιμία ή οργή (Κριτ. η΄3), διάθεση (Ησ. νδ΄6), ηθικό χαρακτήρα (Ιεζ. ια΄19) και την έδρα των αισθημάτων (Α΄Σαμ. α΄15).
Με την έννοια της αναπνοής, το ρουάχ των ανθρώπων ταυτίζεται με το ρουάχ των ζώων (Εκκλ. γ΄19). Το ρουάχ των ανθρώπων αφήνει το σώμα κατά το θάνατο (Ψαλμ. ρμς΄4) και επιστρέφει στο Θεό (Εκκλ. ιβ΄7, Ιώβ λδ΄14). Το ρούαχ χρησιμοποιείται συχνά για το Πνεύμα του Θεού όπως στο εδάφιο Ησ. ξγ΄10. Ποτέ στην Παλαιά Διαθήκη, σχετικά με τον άνθρωπο, το ρουάχ δε σημαίνει διανοητική οντότητα ικανή για μια αισθητή ύπαρξη έξω από το φυσικό σώμα.
Το αντίστοιχο από το ρουάχ στην Καινή Διαθήκη είναι το πνεύμα , από τη λέξη πνέω . Όπως συμβαίνει με το ρουάχ, δεν υπάρχει τίποτε το έμφυτο στη λέξη πνεύμα που να δείχνει μια οντότητα στον άνθρωπο ικανή για ενσυνείδητη ύπαρξη έξω από το σώμα, ούτε η Καινή Διαθήκη χρησιμοποιεί, σχετικά με τον άνθρωπο, σε καμιά περίπτωση αυτή την έννοια. Σε παρόμοια κείμενα όπως Ρωμ. η΄15, Α΄Κορ. δ΄21, Β΄Τιμ. α΄7, Α΄Ιωάν. δ΄6, το πνεύμα δηλώνει «διάθεση», «συμπεριφορά» ή «κατάσταση αισθημάτων». Χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες απόψεις της προσωπικότητας, όπως στα εδάφια Γαλ. ς΄1, Ρωμ. ιβ΄11 κ.λ.π. Όπως με το ρουάχ, το πνεύμα παραδίδεται στον Κύριο κατά το θάνατο (Λουκά κγ΄46, Πράξ. ζ΄59). ‘Οπως το ρουάχ , το πνεύμα χρησιμοποιείται επίσης ως το Πνεύμα του Θεού (Α΄Κορ. β΄11,14, Εφεσ. δ΄30, Εβρ. β΄4, Α΄Πέτρ. α΄12, Β΄Πέτρ. α΄21 κ.λ.π.).
3. Ενότητα του σώματος, της ψυχής και του πνεύματος. Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στο σώμα, στην ψυχή και στο πνεύμα; Ποια είναι η επιρροή αυτής της σχέσης επάνω στην ενότητα του ανθρώπου;
α. Μια διπλή ένωση. Αν και η Αγία Γραφή βλέπει τη φύση του ανθρώπου σαν μια ενότητα, δεν ορίζει επακριβώς τη σχέση ανάμεσα στο σώμα, στην ψυχή και στο πνεύμα. Μερικές φορές η ψυχή και το πνεύμα χρησιμοποιούνται εναλλακτικώς. Προσέξτε τον παραλληλισμό τους στην έκφραση χαράς της Μαριάμ κατά τον χαιρετισμό στην Ελισάβετ: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον, και ηγαλλίασε το πνεύμα μου εις τον Θεόν τον σωτήρα μου» (Λουκά α΄46,47).
Σε μια περίπτωση ο άνθρωπος χαρακτηρίσθηκε από το Χριστό ως σώμα και ψυχή (Ματθ. ι΄28), και σε μια άλλη περίπτωση από τον Απόστολο Παύλο ως σώμα και πνεύμα (Α΄Κορ. ζ΄34). Στην πρώτη περίπτωση ψυχή αναφέρεται στην ανώτερη ικανότητα του ανθρώπου, ας πούμε τη διάνοια, διαμέσου της οποίας αυτός επικοινωνεί με το Θεό. Στη δεύτερη περίπτωση το πνεύμα αναφέρεται στην ανώτερη αυτή ικανότητα. Και στις δύο περιπτώσεις το σώμα περιλαμβάνει τόσο τη φυσική όσο και τη συναισθηματική όψη του προσώπου.
β. Μια τριπλή ένωση. Υπάρχει μια εξαίρεση στο γενικό χαρακτηρισμό του ανθρώπου που περιλαμβάνει διπλή ένωση. Ο Απόστολος Παύλος ο οποίος μίλησε για τη διπλή ένωση του σώματος και του πνεύματος, μίλησε επίσης και για μια τριπλή ένωση. Δηλώνει: «Αυτός δε ο Θεός της ειρήνης είθε να σας αγιάση ολοκλήρως, και να διατηρηθή ολόκληρον το πνεύμα σας, και η ψυχή, και το σώμα, αμέμπτως εν τη παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Α΄Θεσ. ε’23). Αυτό το κείμενο αποδίδει την επιθυμία του Απόστολου Παύλου ώστε καμιά από τις όψεις της προσωπικότητας να μην εξαιρείται από τη διαδικασία του αγιασμού.
Στην περίπτωση αυτή το πνεύμα μπορεί να κατανοηθεί ως «η ανώτερη αρχή της διάνοιας και σκέψης με τις οποίες ο άνθρωπος είναι προικισμένος, και με τις οποίες ο Θεός μπορεί να επικοινωνήσει διά του Πνεύματός Του (Ρωμ. η΄16). Με την ανανέωση της διάνοιας μέσα από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος το άτομο μεταβάλλεται στην ομοιότητα του Χριστού (Ρωμ. ιβ΄1,2).
Με την ψυχή ξεχωρίζοντάς την από το πνεύμα, μπορούμε να κατανοήσουμε εκείνο το μέρος της ανθρώπινης φύσης που βρίσκει την έκφρασή της μέσα από τα ένστικτα, τα αισθήματα και τις επιθυμίες. Και αυτό το τμήμα της ανθρώπινης φύσης μπορεί να αγιασθεί. Όταν, με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, η διάνοια φέρεται σε αρμονία με τη διάνοια του Θεού, τότε η καθαγιασμένη κρίση επιβάλλεται στη φυσική υπόσταση και στις ροπές – που διαφορετικά θα ήσαν ενάντια προς το Θεό, και έτσι αυτές υποτάσσονται στο θέλημά Του.
Το σώμα, το οποίο ελέγχεται είτε από ανώτερη είτε από υποδεέστερη φύση, αποτελείται από σάρκα, αίμα και οστά.
Η σειρά του Απόστολου Παύλου με πρώτο το πνεύμα, έπειτα την ψυχή και τελικά το σώμα δεν είναι σύμπτωση. Όταν το πνεύμα καθαγιάζεται, η διάνοια περνάει στο θείο έλεγχο. Η καθαγιασμένη διάνοια, με τη σειρά της, θα έχει καθαγιάζουσα επιρροή επάνω στην ψυχή, δηλαδή στις επιθυμίες, στα αισθήματα, στο συγκινησιακό τομέα. Το πρόσωπο στο οποίο αυτός ο αγιασμός εγκαθίσταται, δε θα κακομεταχειρισθεί το σώμα του, και έτσι η φυσική υγεία του θα είναι ανθηρή. Το σώμα του γίνεται το καθαγιασμένο όργανο διαμέσου του οποίου ο Χριστιανός μπορεί να υπηρετήσει τον Κύριό του και Σωτήρα. Η κλήση του Παύλου για αγιασμό είναι σαφώς ριζωμένη στην άποψη για την ενότητα της ανθρώπινης φύσης και αποκαλύπτει ότι μια αποτελεσματική ετοιμασία για τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού απαιτεί την ετοιμασία ολόκληρου του προσώπου – πνεύμα, ψυχή και σώμα.
γ. Μια ένωση αδιαίρετη και αλληλέγγυα. Είναι σαφές ότι κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι μια αδιαίρετη ενότητα. Το σώμα, η ψυχή και το πνεύμα λειτουργούν σε στενή συνεργασία, αποκαλύπτοντας μια έντονη, αλληλέγγυα σχέση ανάμεσα στις πνευματικές, διανοητικές και φυσικές ικανότητες του προσώπου. Ελλείψεις σε έναν τομέα θα παρεμποδίσουν και τους δύο άλλους τομείς. Ένα άρρωστο, ακάθαρτο ή συγκεχυμένο πνεύμα θα έχει επιβλαβή αποτελέσματα και στη συναισθηματική και στη φυσική υγεία. Επίσης και το αντίθετο αληθεύει. Μια αδύνατη, ασθενική ή βασανισμένη ιδιοσυγκρασία καταστρέφει και τη συναισθηματική ή πνευματική υγεία. Η επιρροή που οι πνευματικές δυνάμεις έχουν η μια επάνω στην άλλη, σημαίνει ότι κάθε άτομο έχει μια θεόδοτη ευθύνη να διατηρήσει τις πνευματικές δυνάμεις σε όσο γίνεται καλύτερη κατάσταση. Αυτή η ενέργεια αποτελεί ένα ζωτικό μέρος της αποκατάστασης του ανθρώπου στην εικόνα του Δημιουργού του.