Η Διακυβέρνηση της Εκκλησίας
Μετά την ανάληψη του Ιησού, η ηγεσία της εκκλησίας ανατέθηκε στα χέρια των αποστόλων. Η πρώτη διοργανωτική πράξη τους, στη σύνοδο με άλλους πιστούς, ήταν να εκλέξουν έναν άλλο απόστολο να πάρει τη θέση του Ιούδα. (Πράξ. α΄15-26).
Καθώς η εκκλησία αυξανόταν, οι απόστολοι διαπίστωσαν ότι ήταν αδύνατον και να κηρύττουν το ευαγγέλιο και να φροντίζουν τις υλικές ανάγκες της εκκλησίας. Έτσι, ανέθεσαν τα πρακτικά θέματα της εκκλησίας σε επτά άνδρες τους οποίους υπέδειξε η εκκλησία. Αν και αυτή έκανε διάκριση ανάμεσα στη «διακονίαν του λόγου» και στη διακονία «εις τραπέζας» (Πράξ. ς΄1-4), δεν προσπάθησε να ξεχωρίσει τον απόστολο από το λαϊκό αποστερώντας την εκκλησία από την προσφορά τους. Πράγματι, δύο από τους επτά, ο Στέφανος και ο Φίλιππος, ξεχώρισαν για την αποτελεσματικότητά τους στο κήρυγμα και στον ευαγγελισμό (Πράξ. ζ΄,η΄).
Η επέκταση της εκκλησίας στην Ασία και στην Ευρώπη χρειάσθηκε συμπληρωματικά βήματα στην οργάνωση. Με την εγκαθίδρυση πολυάριθμων νέων εκκλησιών, χειροτονήθηκαν πρεσβύτεροι «κατά πάσαν εκκλησίαν» για να εξασφαλίσουν τη σταθερότητα της ηγεσίας. (Πράξ. ιδ΄23).
Όταν δημιουργήθηκε μια σοβαρή κρίση, επιτράπηκε στα εμπλεκόμενα μέρη να εκθέσουν τις αντίστοιχες απόψεις τους σε μια γενική σύνοδο αποτελούμενη από αποστόλους και πρεσβυτέρους που αντιπροσώπευσαν την εκκλησία στο σύνολό της. Οι αποφάσεις αυτής της συνόδου θεωρήθηκαν ότι συνένωναν όλους και έγιναν δεκτές ως η φωνή του Θεού (Πράξ. ιε΄1-29). Αυτό το περιστατικό επεξηγεί το γεγονός πως όταν υπάρχει θέμα προς συζήτηση το οποίο αφορά σε όλη την εκκλησία, τότε είναι αναγκαία μια σύνοδος σε πολύ ευρύτερο επίπεδο από ό,τι σε μια τοπική εκκλησία. Στην περίπτωση εκείνη η απόφαση της συνόδου ήταν αποτέλεσμα συμφωνίας όλων των ενδιαφερομένων μελών (Πράξ. ιε΄22,25).
Η Καινή Διαθήκη κάνει σαφές πως όταν παρουσιαζόταν μια ανάγκη, ο Θεός καθοδηγούσε την ηγεσία του έργου Του. Με την οδηγία Του και με τη σύσκεψη της εκκλησίας, δημιούργησαν μια εκκλησιαστική διακυβέρνηση η οποία, αν εφαρμοζόταν και σήμερα, θα βοηθούσε στη διαφύλαξη της εκκλησίας από την αποστασία και θα την καθιστούσε ικανή να εκπληρώσει τη μεγάλη αποστολή της.
Βιβλικές Αρχές της Διακυβέρνησης της Εκκλησίας.
1. Ο Χριστός είναι η κεφαλή της εκκλησίας. Η αρχηγία του Χριστού επάνω στην εκκλησία βασίζεται κατά πρώτον στο μεσιτικό έργο Του. Από τη στιγμή της νίκης Του κατά του Σατανά στο σταυρό, δόθηκε στο Χριστό «πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. κη΄18). Ο Θεός «πάντα υπέταξεν υπό τους πόδας αυτού, και έδωκεν αυτόν κεφαλήν υπεράνω πάντων εις την εκκλησίαν» (Εφεσ. α΄22, Φιλιπ. β΄10,11). Γι’ αυτό «είναι Κύριος κυρίων και Βασιλεύς βασιλέων» (Αποκ. ιζ΄14).
Ο Χριστός είναι επίσης η κεφαλή της εκκλησίας επειδή η εκκλησία είναι το σώμα Του (Εφεσ. α΄23, Κολ. α΄18). Ως πιστοί, «μέλη είμεθα του σώματος αυτού, εκ της σαρκός αυτού και εκ των οστέων αυτού» (Εφεσ. ε΄30). Οι πιστοί πρέπει να έχουν στενή σχέση με Αυτόν, «εκ του οποίου όλον το σώμα διά των αρμών και συνδέσμων διατηρούμενον και συνδεόμενον, αυξάνει» (Κολ. β΄19).
2. Ο Χριστός είναι η πηγή όλης της εξουσίας της εκκλησίας. Ο Χριστός αποδεικνύει την εξουσία Του:
α) Με την εγκαθίδρυση της χριστιανικής εκκλησίας (Ματθ. ις΄18).
β) Με το θέσπισμα των τελετών που η εκκλησία πρέπει να επιτελεί (Ματθ. κς΄26-30, κη΄19,20, Α΄Κορ. ια΄23-29, Ιωάν. ιγ΄1-17).
γ) Με το χάρισμα στην εκκλησία της θείας εξουσίας να ενεργεί στο όνομά Του (Ματθ. ις΄19, ιη΄15-18, Ιωάν. κ΄21-23).
δ) Με το να στείλει το ΄Αγιο Πνεύμα για να θέσει την εκκλησία Του υπό την εξουσία Του (Ιωάν. ιε΄26, ις΄13-15).
ε) Με την εκχώρηση χαρισμάτων στην εκκλησία ώστε τα άτομα να λειτουργήσουν ως απόστολοι, προφήτες, ευαγγελιστές, ποιμένες, δάσκαλοι για να ετοιμάσουν τα μέλη της «διά το έργον της διακονίας, διά την οικοδομήν του σώματος του Χριστού», έως ότου όλοι να έχουν την εμπειρία στην ενότητα της πίστης και να αντανακλούν την πληρότητα του Χριστού (Εφεσ. δ΄7-13).
3. Η Αγία Γραφή φέρνει την εξουσία του Χριστού. Αν και ο Χριστός οδηγεί την εκκλησία Του διά του Αγίου Πνεύματος, ο Λόγος του Θεού είναι το μοναδικό μέτρο με το οποίο η εκκλησία ενεργεί. Όλα τα μέλη της πρέπει να υπακούουν στο Λόγο αυτό επειδή είναι ο νόμος με την απόλυτη έννοια. ΄Ολες οι ανθρώπινες παραδόσεις, οι συνήθειες, τα πολιτιστικά έθιμα υπόκεινται στην εξουσία της Αγίας Γραφής (Β΄Τιμ. γ΄15-17).
4. Η εξουσία του Χριστού και τα λειτουργήματα της εκκλησίας. Ο Χριστός εξασκεί την εξουσία Του διαμέσου της εκκλησίας και των ειδικά ταγμένων δούλων Του, αλλά ποτέ δεν μεταβιβάζει τη δύναμή Του. Κανένας δεν έχει κάποια ανεξάρτητη εξουσία, παρά μόνο ο Χριστός και ο λόγος Του.
Οι Αξιωματούχοι της Εκκλησίας στην Καινή Διαθήκη. Η Καινή Διαθήκη αναφέρει δύο αξιωματούχους της εκκλησίας – τον πρεσβύτερο και το διάκονο. Η σπουδαιότητα αυτού του λειτουργήματος υπογραμμίζεται από την απαίτηση υψηλής ηθικής και πνευματικότητας από εκείνους που το εξασκούν. Η εκκλησία αναγνώριζε την ιερότητα της κλήσης στην ηγεσία, μέσω της χειροτονίας (Πράξ. ς΄6, ιγ΄2,3, Α΄Τιμ. δ΄14, ε΄22). Το πρωταρχικό καθήκον των αξιωματούχων αυτών είναι να δουν ότι ακολουθούνται οι βιβλικές κατευθύνσεις σχετικά με τη λατρεία, τη διδαχή, την πειθαρχία και τη διάδοση του ευαγγελίου. Εφόσον η εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, πρέπει να επιζητούν τη συμβουλή της σχετικά με τις αποφάσεις και ενέργειες.
1. Οι πρεσβύτεροι.
α. Τι είναι πρεσβύτερος. Οι πρεσβύτεροι ή επίσκοποι ήταν οι σπουδαιότεροι αξιωματούχοι της εκκλησίας. Πρεσβύτερος σημαίνει κάποιος μεγαλύτερος σε ηλικία που συνεπάγεται αξιοπρέπεια και σεβασμό. Η θέση του ήταν όμοια με εκείνου ο οποίος είχε την επίβλεψη της συναγωγής. Η αρχαία έννοιά του ήταν φρουρός και προέρχεται από τη φράση «επί σκοπόν». Ο επίσκοπος είχε την πρόνοια του εκκλησιάσματος. Ο Απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί εναλλακτικά τις λέξεις επίσκοπος και πρεσβύτερος, θεωρώντας αυτές ίσες (Πράξ. κ΄17, 28, Τίτ. α΄5,7).
Όσοι κατείχαν αυτή τη θέση, επέβλεπαν τις νεοϊδρυθείσες εκκλησίες. Πρεσβύτερος αναφερόταν στη θέση του αξιώματος, ενώ επίσκοπος χαρακτήριζε την ευθύνη του αξιώματος – «ο επιβλέπων». Εφόσον και οι απόστολοι ονόμασαν εαυτούς πρεσβυτέρους (Α΄Πέτρ. ε΄1, Β΄Ιωάν. 1, ΓΊωάν. 1), είναι προφανές ότι υπήρχαν και τοπικοί πρεσβύτεροι και περιοδεύοντες πρεσβύτεροι, ή πρεσβύτεροι με πλατύτερη έννοια. Αλλά και τα δύο είδη των πρεσβυτέρων λειτουργούσαν ως ποιμένες των εκκλησιασμάτων.
β. Τα προσόντα. Για να εκπληρώσει κάποιος το λειτούργημα του πρεσβυτέρου, ο ίδιος πρέπει «να ήναι άμεμπτος, μιας γυναικός ανήρ, άγρυπνος, σώφρων, κόσμιος, φιλόξενος, διδακτικός, ουχί μέθυσος, ουχί πλήκτης, ουχί αισχροκερδής, αλλ’επιεικής, άμαχος, αφιλάργυρος, κυβερνών καλώς τον εαυτού οίκον, έχων τα τέκνα αυτού εις υποταγήν μετά πάσης σεμνότητος, (διότι εάν τις δεν εξεύρη να κυβερνά τον εαυτού οίκον, πώς θέλει επιμεληθή την εκκλησίαν του Θεού;) Να μη ήναι νεοκατήχητος διά να μη υπερηφανευθή και πέση εις την καταδίκην του διαβόλου. Πρέπει δε αυτός να έχη και παρά των έξωθεν μαρτυρίαν καλήν, διά να μη πέση εις ονειδισμόν και παγίδα του διαβόλου» (Α΄Τιμ. γ΄1-7, Τίτ. α΄5-9).
Επομένως, πριν υποδειχθεί για το λειτούργημα αυτό, ο υποψήφιος πρέπει να έχει αποδείξει ηγετική ικανότητα στο δικό του σπίτι. Πρέπει να ληφθεί υπόψη η οικογένεια του προτεινομένου για το λειτούργημα. Είναι υπάκοη; Μπορεί ο άνθρωπος να κυβερνάει το σπίτι του εντίμως; Τι χαρακτήρα έχουν τα παιδιά του; Θα τιμήσουν την επιρροή του πατέρα; Αν δεν έχει διακριτικότητα, σοφία ή δύναμη ευσέβειας στο σπίτι διευθύνοντας την οικογένειά του, αβίαστο βγαίνει το συμπέρασμα ότι η ίδια διαχείριση θα φανεί και εδώ. Ο υποψήφιος, αν είναι παντρεμένος, πρέπει να αποδείξει ηγετική ικανότητα στο σπίτι του πριν του ανατεθεί ευρύτερη ευθύνη ηγεσίας «εν τω οίκω του Θεού» (Α΄Τιμ. γ΄15).
Λόγω της σπουδαιότητας του λειτουργήματος ο Απόστολος Παύλος παρήγγειλε: «Μη επίθετε χείρας ταχέως εις μηδένα» (Α΄Τιμ. ε΄22).
γ. Η ευθύνη και η εξουσία του πρεσβυτέρου. Ένας πρεσβύτερος πριν από όλα είναι ένας πνευματικός ηγέτης. Έχει εκλεγεί να ποιμάνει «την εκκλησίαν του Θεού» (Πράξ. κ΄28). Οι ευθύνες του περιλαμβάνουν να στηρίξει τα αδύνατα μέλη (Πράξ. κ΄35), να νουθετεί τους δύστροπους (Α΄Θεσ. ε΄12), και να αγρυπνεί ώστε κάποιες διδαχές να μη προκαλέσουν διαιρέσεις (Πράξ. κ΄29-31). Οι πρεσβύτεροι πρέπει να αποτελούν υπόδειγμα χριστιανικού τρόπου ζωής (Εβρ. ιγ΄7, Α΄Πέτρ. ε΄3), και να αποτελούν παράδειγμα γενναιοδωρίας (Πράξ. κ΄35).
δ. Η στάση προς τους πρεσβυτέρους. Κατά μέγα μέρος, η αποτελεσματική ηγεσία της εκκλησίας εξαρτάται από τη νομιμοφροσύνη των μελών. Ο Απόστολος Παύλος ενθαρρύνει τους πιστούς να σέβονται τους ηγέτες τους και να τιμούν «αυτούς εν αγάπη υπέρεκπερισσού διά το έργο αυτών» (Α΄Θεσ. ε΄13). Και επίσης: «Οι καλώς προϊστάμενοι πρεσβύτεροι ας αξιόνωνται διπλής τιμής, μάλιστα όσοι κοπιάζουσιν εις λόγον και διδασκαλίαν» (Α΄Τιμ. ε΄17).
Η Αγία Γραφή κάνει σαφές την ανάγκη να σεβόμαστε την εκκλησιαστική ηγεσία: «Πείθεσθε εις τους προεστώτας σας και υπακούετε, διότι αυτοί αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών σας ως μέλλοντες να αποδώσωσι λόγον» (Εβρ. ιγ΄17, Α΄Πέτρ. ε΄5). Όταν τα μέλη δυσκολεύουν τους ιθύνοντες να επιτελέσουν τις θεόδοτες ευθύνες τους, θα έχουν δύο εμπειρίες – τη θλίψη και την έλλειψη χαράς για θεία ευημερία.
Οι πιστοί ενθαρρύνονται να τηρούν το χριστιανικό τρόπο ζωής των ηγετών. «Μιμείσθε την πίστιν, έχοντες προ όφθαλμών το αποτέλεσμα του πολιτεύματος αυτών» (Εβρ. ιγ΄7). Δεν πρέπει να δίνουν σημασία στα κουτσομπολιά. Ο Απόστολος Παύλος προειδοποιεί: «Κατηγορίαν εναντίον πρεσβυτέρου μη παραδέχου, εκτός διά στόματος δύο ή τριών μαρτύρων» (Α΄Τιμ. ε΄19).
2. Οι διάκονοι και οι διακόνισσες. Διάκονος σημαίνει υπηρέτης ή βοηθός. Το έργο του διακόνου θεσπίσθηκε για να βοηθήσει τους αποστόλους να δοθούν ολοκληρωτικά «εν τη προσευχή και τη διακονία του λόγου» (Πράξ. ς΄4). Αν και οι διάκονοι φρόντιζαν για τα υλικά θέματα της εκκλησίας, δραστήρια όμως έλαβαν μέρος και στο ευαγγελιστικό έργο (Πράξ. ς΄8, η΄5-13, 26-40).
Η γυναικεία μορφή της λέξης παρουσιάζεται στο εδάφιο Ρωμ. ις΄1. Η λέξη και η χρήση της στο εδάφιο αυτό δείχνει ότι το έργο της διακόνισσας μπορεί να καθιερώθηκε στην εκκλησία την εποχή που ο Απόστολος Παύλος έγραφε την προς Ρωμαίους επιστολή.
Όπως οι πρεσβύτεροι, έτσι και οι διάκονοι εκλέγονταν από την εκκλησία με βάση τις ηθικές και πνευματικές ιδιότητες (Α΄Τιμ. γ΄8-13).
Η Πειθαρχία της Εκκλησίας. Ο Χριστός έδωσε στην εκκλησία την εξουσία να εξασκήσει πειθαρχία στα μέλη της και να εξασφαλίσει τις κατάλληλες αρχές για να επιτευχθεί αυτό. Περιμένει να εφαρμόσει η εκκλησία αυτές τις αρχές οποτεδήποτε χρειάζεται, για να διατηρήσει την υψηλή κλήση της να είναι «ιεράτευμα άγιον» και «έθνος άγιον» (Ματθ. ιη΄15-18, Α΄Πέτρ. β΄5,9). Ακόμη, η εκκλησία πρέπει να κατορθώσει να πείσει τα μέλη που πλανώνται, να διορθώσουν τον τρόπο ζωής τους. Ο Χριστός επαινεί την εκκλησία της Εφέσου λέγοντας «δεν δύνασαι να υποφέρης τους κακούς» (Αποκ. β΄2), αλλά επιπλήττει τις εκκλησίες της Περγάμου και των Θυατείρων επειδή ανέχονταν τις αιρέσεις και την ανηθικότητα (Αποκ. β΄14,15,20). Προσέξτε την ακόλουθη βιβλική συμβουλή σχετικά με την πειθαρχία:
1. Διευθέτηση ιδιωτικών αδικημάτων. Όταν ένα μέλος αδικεί ένα άλλο (Ματθ. ιη΄15-17), ο Χριστός συνιστά ο αδικούμενος να πλησιάσει τον ένοχο – το πρόβατο που παραστράτησε – και να τον πείσει να αλλάξει τη στάση του. Αν αποτύχει, να κάνει μια δεύτερη προσπάθεια, συνοδευόμενος από έναν ή δύο αμερόληπτους μάρτυρες. Αν και αυτή η προσπάθεια αποτύχει, η υπόθεση να φερθεί στην ολομέλεια της εκκλησίας.
Αν το παραστρατημένο μέλος απορρίπτει τη σοφία και την εξουσία της εκκλησίας του Χριστού, τότε ο ίδιος αποκόπτεται από την αδελφότητα. Αποκόπτοντας από την κοινότητα τον ένοχο, η εκκλησία απλώς βεβαιώνει την κατάστασή του. Εάν, με την οδηγία του Αγίου Πνεύματος, η εκκλησία προσεκτικά ακολουθεί τη βιβλική συμβουλή, οι αποφάσεις της αναγνωρίζονται στον ουρανό. Ο Χριστός είπε: «Όσα εάν δέσητε επί της γης, θέλουσιν είσθαι δεδεμένα εν τω ουρανώ. Και όσα εάν λύσητε επί της γης, θέλουσιν είσθαι λελυμένα εν τω ουρανώ» (Ματθ. ιη΄18).
2. Διευθέτηση δημοσίων αδικημάτων. Αν και «πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμ. γ΄23), σκανδαλώδη και στασιαστικά αδικήματα που προσάπτουν μομφή στην εκκλησία, πρέπει αμέσως να διευθετούνται με την αποκοπή του ενόχου.
Η αποκοπή και εξαλείφει το κακό – το οποίο διαφορετικά θα ενεργούσε σαν μαγιά – αποκαθιστώντας την αγνότητα στην εκκλησία, και ενεργεί ως λυτρωτικό φάρμακο για τον ένοχο. Μαθαίνοντας για μια περίπτωση γενετήσιας ανηθικότητας στην εκκλησία της Κορίνθου, ο Απόστολος Παύλος προτρέπει σε άμεση ενέργεια λέγοντας: «Εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αφού συναχθήτε σεις και το εμόν πνεύμα με την δύναμιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να παραδώσητε τον τοιούτον εις τον Σατανάν προς όλεθρον της σαρκός, διά να σωθή το πνεύμα αυτού εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού … Καθαρίσθητε λοιπόν από της παλαιάς ζύμης» (Α΄Κορ. ε΄4,5,7). Και παρακάτω προσθέτει: «Να μη συναναστρέφησθε, εάν τις, αδελφός ονομαζόμενος, ήναι πόρνος, ή πλεονέκτης, ή ειδωλολάτρης, ή λοίδορος, ή μέθυσος, ή άρπαξ, με τον οποίον ουδέ να συντρώγητε … Εκβάλετε τον κακόν εκ μέσου υμών» (Α΄Κορ. ε΄11,13).
3. Διευθέτηση με διασπαστικά άτομα. Ένα μέλος το οποίο δημιουργεί «διχοστασίας και σκάνδαλα» (Ρωμ. ις΄17), «ατάκτως περιπατών», που αρνείται να υπακούσει στις βιβλικές συμβουλές, «μη συναναστρέφεσθε μετ’αυτού διά να εντραπή» για τη διαγωγή του. «Πλην μη θεωρείτε αυτόν εχθρόν, αλλά νουθετείτε ως αδελφόν» (Β΄Θεσ. γ΄6,14,15). Εάν ο «αιρετικός άνθρωπος» αρνείται να ακούσει «και δευτέραν νουθεσίαν» της εκκλησίας, τότε ας απορριφθεί, γνωρίζοντας «ότι διεφθάρη ο τοιούτος, και αμαρτάνει, ων αυτοκατάκριτος» (Τίτ. γ΄10,11).
4. Αποκατάσταση των αδικούντων. Τα μέλη της εκκλησίας δεν πρέπει να περιφρονήσουν, να αποφεύγουν, ή να αμελούν αυτούς που έχουν αποκοπεί. Μάλλον να βοηθήσουν τους αποκοπέντες για να αποκαταστήσουν τη σχέση τους με το Χριστό με τη μετάνοια και την αναγέννηση. Τα άτομα που έχουν αποκοπεί, μπορούν να αποκατασταθούν στο περιβάλλον της εκκλησίας όταν επιδείξουν επαρκή δείγματα γνήσιας μετάνοιας (Β΄Κορ. β΄6-10).
Ιδιαίτερα, μέσα από την αποκατάσταση των αμαρτωλών στην εκκλησία, αποκαλύπτεται η δύναμη, η δόξα και η χάρη του Θεού. Αυτός λαχταράει να ελευθερώσει τους αιχμαλώτους της αμαρτίας, μεταφέροντάς τους από το βασίλειο του σκότους στο βασίλειο του φωτός. Η εκκλησία του Θεού, το θέατρο του σύμπαντος (Α΄Κορ. δ΄9), επιδεικνύει τη δύναμη της λυτρωτικής θυσίας του Χριστού στη ζωή ανδρών και γυναικών.
Σήμερα ο Χριστός, μέσω της εκκλησίας Του, προσκαλεί όλους να γίνουν μέρος της οικογένειάς Του, λέγοντας: «στέκομαι στη θύρα και κρούω· αν κάποιος ακούσει τη φωνή μου, και ανοίξει τη θύρα, θα μπω μέσα σ’ αυτόν, και θα δειπνήσω μαζί του και αυτός μαζί μου» (Αποκ. γ΄20).