Η Φύση της Εκκλησίας

Η Αγία Γραφή περιγράφει την εκκλησία ως ένα θεσμό, ονομάζοντάς την «η εκκλησία του Θεού» (Πράξ. κ΄28, Α΄Κορ. α΄2). Ο Ιησούς περιέβαλε την Εκκλησία με θεία εξουσία (Ματθ. ιη΄17,18). Μπορούμε να κατανοήσουμε τη φύση της χριστιανικής εκκλησίας βλέποντας τις ρίζες της στην Παλαιά Διαθήκη και τους διάφορους συμβολισμούς που χρησιμοποιεί η Καινή Διαθήκη μιλώντας γι’ αυτήν.

Οι Ρίζες της Χριστιανικής Εκκλησίας. Η Παλαιά Διαθήκη περιγράφει την εκκλησία ως οργανωμένη σύναξη του λαού του Θεού. Από αρχαιοτάτων χρόνων οι θεοφοβούμενες οικογένειες στη γενεαλογία του Αδάμ, του Σηθ, του Νώε του Σημ και του Αβραάμ ήταν θεματοφύλακες της αλήθειας. Αυτές οι οικογένειες, στις οποίες ο πατέρας λειτουργούσε ως ιερέας, μπορούσαν να θεωρηθούν η εκκλησία σε μικρογραφία. Στον Αβραάμ ο Θεός έδωσε τις πλούσιες υποσχέσεις, μέσα από τις οποίες αυτό το σπιτικό του Θεού βαθμιαία έγινε ένα έθνος. Η αποστολή του Ισραήλ ήταν απλώς μια επέκταση σε αυτό που δόθηκε στον Αβραάμ: να είναι μια ευλογία σε όλα τα έθνη (Γεν. ιβ΄1-3), δείχνοντας την αγάπη του Θεού στον κόσμο.

Το έθνος που ο Θεός έβγαλε από την Αίγυπτο, ονομά­σθηκε «εκκλησία εν τη ερήμω» (Πράξ. ζ΄38). Τα μέλη της θεωρήθηκαν «βασίλειον ιεράτευμα, και έθνος άγιον» (Έξ. ιθ΄6), «λαός άγιος» του Θεού (Δευτ. κη΄9, Λευιτ. κς΄12) – η εκκλησία Του.

Ο Θεός τους τοποθέτησε στην Παλαιστίνη, το κέντρο των μεγαλύτερων πολιτισμών του κόσμου. Τρεις μεγάλες ήπειροι – Ευρώπη, Ασία και Αφρική – συναντιόνταν στην Παλαιστίνη. Εκεί οι Ιουδαίοι έπρεπε να είναι «υπηρέτες» στα άλλα έθνη για να επεκτείνουν την πρόσκληση στους άλλους, ώστε και εκείνοι να ενωθούν με το λαό του Θεού. Με δύο λόγια, ο Θεός τους κάλεσε για να καλέσουν και αυτοί τα έθνη (Ησ. νς΄7). Επιθυμούσε, διαμέσου του Ισραήλ να δημιουργήσει τη μέγιστη εκκλησία στη γη – μια εκκλησία όπου οι αντιπρόσωποι όλων των εθνών του κόσμου θα έρχονταν να λατρεύσουν τον αληθινό Θεό, να μάθουν γι’ Αυτόν, και να επιστρέψουν στο λαό τους με το μήνυμα της σωτηρίας.

Παρά τη συνεχή φροντίδα του Θεού για το λαό Του, ο Ισραήλ εμπλέχθηκε στην ειδωλολατρία, στην απομόνωση, στον εθνικισμό, στην περηφάνια και στον εγωκεντρισμό. Ο λαός του Θεού απέτυχε να εκπληρώσει την αποστολή του.

Στην εποχή του Χριστού, ο Ισραήλ βρέθηκε σε μια διαχωριστική γραμμή των γεγονότων. Ο λαός του Θεού πρόσβλεπε στο Μεσσία για να απελευθερώσει το έθνος τους, αλλά όχι σε ένα Μεσσία να τους απελευθερώσει από τον εαυτό τους. Στο σταυρό, η πνευματική πτώχευση του Ισραήλ ήταν ολοφάνερη. Σταυρώνοντας το Χριστό, απέδειξαν εξωτερικά την παρακμή που ήταν μέσα τους. Όταν αναφώνησαν: «Δεν έχομεν βασιλέα ειμή τον Καίσαρα!» (Ιωάν. ιθ΄15), αρνήθηκαν να επιτρέψουν στο Θεό να τους κυβερνήσει.

Στο σταυρό δύο αντίθετες αποστολές έφθασαν στο αποκορύφωμα. Η πρώτη, αυτή μιας εκκλησίας που παραστράτησε, τόσο εγωκεντρική που δεν έβλεπε Εκείνον ο οποίος την είχε φέρει σε ύπαρξη. Η δεύτερη, αυτή του Χριστού, που επικέντρωσε την αγάπη στο λαό, ώστε να πεθάνει στη θέση τους για να δώσει σε αυτούς αιώνια ύπαρξη.

Ενώ ο σταυρός σήμαινε το τέλος της αποστολής του Ισραήλ, η ανάσταση του Χριστού εγκαινίαζε τη χριστιανική εκκλησία και την αποστολή της: το κήρυγμα του ευαγγελίου της σωτηρίας μέσω του αίματος του Χριστού. Όταν οι Ιουδαίοι έχασαν την αποστολή τους, έγιναν όπως κάθε άλλο έθνος και σταμάτησαν να είναι η εκκλησία του Θεού. Στη θέση τους ο Θεός εγκαθίδρυσε ένα νέο έθνος, μια εκκλησία που θα διεκπεραίωνε την αποστολή Του για τον κόσμο (Ματθ. κα΄41,43).

Η εκκλησία της Καινής Διαθήκης στενά συνδεδεμένη με την κοινότητα του αρχαίου Ισραήλ όσον αφορά στην πίστη, αποτελείται και από Ιουδαίους και από Εθνικούς που πιστεύουν στο Χριστό. Έτσι, αληθινός Ισραήλ είναι όλοι όσοι με πίστη δέχονται το Χριστό (Γαλ. γ΄26-29). Ο Απόστολος Παύλος επεξηγεί τη νέα οργανική σχέση αυτών των δύο διαφορετικών λαών με την εικόνα δύο δένδρων – την καλλιελαία και την αγριελαία, τον Ισραήλ και τους Εθνικούς αντιστοίχως. Οι Ιουδαίοι οι οποίοι δε δέχθηκαν το Χριστό, δεν είναι πια παιδιά του Θεού (Ρωμ. θ΄6-8) και απεικονίζονται με κλαδιά που κόπηκαν από την καλλιελαία, ενώ εκείνοι οι Ιουδαίοι που δέχθηκαν το Χριστό, παραμένουν επάνω στο δένδρο.

Ο Απόστολος Παύλος απεικονίζει τους Εθνικούς οι οποίοι δέχθηκαν το Χριστό σαν κλαδιά της αγριελαίας εγκεντρισμένα στην καλλιελαία (Ρωμ. ια΄17-25). Συνιστά σε αυτούς τους εξ εθνών Χριστιανούς να σέβονται τη θεία κληρονομία των εκλεχθέντων οργάνων του Θεού. «Εάν η ρίζα ήναι αγία, είναι και οι κλάδοι. Αλλ’εάν τινές των κλάδων απεκόπησαν, συ δε αγριελαία ούσα ενεκεντρίσθης μεταξύ αυτών, και έγεινες συγκοινωνός της ρίζης και της παχύτητος της ελαίας, μη κατακαυχάσαι εναντίον των κλάδων. Εάν δε κατακαυχάσαι, συ δεν βαστάζεις την ρίζαν, αλλ’η ρίζα σε» (Ρωμ. ια΄16-18).

Η εκκλησία της Καινής Διαθήκης διαφέρει σημαντικά από το πανομοιότυπό της της Παλαιάς Διαθήκης. Η αποστολική εκκλησία έγινε μια ανεξάρτητη οργάνωση, χωρισμένη από το έθνος του Ισραήλ. Τα εθνικά σύνορα παραμερίσθηκαν, δίνοντας στην εκκλησία έναν παγκόσμιο χαρακτήρα. Αντί για μια εθνική εκκλησία, έγινε μια ιεραποστολική εκκλησία, που υπάρχει για να επιτελέσει το αρχικό σχέδιο του Θεού, το οποίο επαναδιατυπώθηκε με την εντολή του ιδρυτή της Ιησού Χριστού, «μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» (Ματθ. κη΄19).

Αλληγορικές Περιγραφές της Εκκλησίας. Οι αλληγορικές περιγραφές της εκκλησίας της Καινής Διαθήκης ρίχνουν φως στη φύση της εκκλησίας.

1. Η εκκλησία ως σώμα. Η αλληγορία του σώματος τονίζει την ενότητα της εκκλησίας και τη λειτουργική σχέση κάθε μέλους προς το σύνολο. Ο σταυρός συνδιαλλάσσει όλους «εις έν σώμα προς τον Θεόν» (Εφεσ. β΄16). Διά του Αγίου Πνεύματος «εβαπτίσθημεν εις έν σώμα» (Α΄Κορ. ιβ΄13) – την εκκλησία. Ως σώμα, η εκκλησία δεν είναι καθόλου λιγότερη από το σώμα του Χριστού. (Εφεσ. α΄23). Είναι ο οργανισμός μέσω του οποίου Αυτός μεταδίδει την πληρότητά Του. Οι πιστοί είναι μέλη του σώματός Του (Εφεσ. ε΄30). Κατά συνέπεια, δίνει πνευματική ζωή στον αληθινό πιστό μέσα από τη δύναμη και τη χάρη Του. Ο Χριστός είναι «η κεφαλή του σώματος της εκκλησίας» (Κολ. α΄18).

Από αγάπη, ο Θεός έδωσε στο κάθε μέλος του σώματος της εκκλησίας Του τουλάχιστον ένα πνευματικό χάρισμα που καθιστά εκείνο το μέλος ικανό να επιτελέσει μια ζωτική λειτουργία. Όπως είναι ζωτικό εκείνο που κάθε όργανο κάνει στο ανθρώπινο σώμα, έτσι και η επιτυχής ολοκλήρωση της αποστολής της εκκλησίας εξαρτάται από τη λειτουργία του καθενός από τα πνευματικά χαρίσματα που δόθηκαν στα μέλη. Σε τι χρησιμεύει ένα σώμα χωρίς καρδιά, ή πόσο λιγότερο αποτελεσματικό είναι χωρίς μάτια ή χωρίς πόδι; Εάν τα μέλη της κατακρατούσαν τα χαρίσματά τους, η εκκλησία θα ήταν νεκρή, ή τυφλή, ή τουλάχιστον ανάπηρη. Οπωσδήποτε όμως, αυτά τα θεόδοτα χαρίσματα, τα ίδια δεν αποτελούν σκοπό (Δείτε το κεφάλαιο 16).

2. Η εκκλησία ως ναός. Η εκκλησία είναι «του Θεού οικοδομή», «ναός του Θεού» στον οποίον κατοικεί το Άγιο Πνεύμα. Ο Ιησούς Χριστός είναι το θεμέλιό της και ο «ακρο­γωνιαίος λίθος» (Α΄Κορ. γ΄9-16, Εφεσ. β΄20). Αυτός ο ναός δεν είναι μια νεκρή κατασκευή. Επιδεικνύει δυναμική ανάπτυξη. Όπως ο Χριστός είναι «λίθος ζων», ο Πέτρος λέει ότι έτσι και οι πιστοί είναι «λίθοι ζώντες», «οίκος πνευματικός» (Α΄Πέτρ. β΄4-6).

Η οικοδομή δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Νέοι ζώντες λίθοι συνεχώς προστίθενται στο ναό «εν τω οποίω και σεις οικοδομείσθε εις κατοικητήριον του Θεού διά του Πνεύματος» (Εφεσ. β΄22). Ο Απόστολος Παύλος προτρέπει τους πιστούς να χρησιμοποιούν τα καλύτερα οικοδομικά υλικά στο ναό αυτό, έτσι ώστε να αντέξει κατά την πύρινη δοκιμασία την Ημέρα της Κρίσης (Α΄Κορ. γ΄12-15).

Ο ναός αλληγορικά δίνει έμφαση τόσο στην αγιότητα της τοπικής σύναξης όσο και της εκκλησίας γενικά. Ο ναός του Θεού είναι άγιος, λέει ο Απόστολος Παύλος. «Εάν τις φθείρη τον ναόν του Θεού, τούτον θέλει φθείρει ο Θεός» (Α΄Κορ. γ΄17). Η στενή σχέση με τους απίστους είναι αντίθετη προς τον άγιο χαρακτήρα του, επισήμανε ο Απόστολος Παύλος, και έπρεπε να αποφευχθεί, «διότι τίνα μετοχήν έχει η δικαιοσύνη με την ανομίαν; … τίνα δε συμβίβασιν ο ναός του Θεού με τα είδωλα;» (Β΄Κορ. ς΄14,16. Η συμβουλή του αφορά στο γάμο και στις εμπορικές δραστηριότητες). Η εκκλησία πρέπει να απολαμβάνει μεγάλης εκτίμησης, επειδή είναι το αντικείμενο επάνω στο οποίο ο Θεός επιχέει το υπέρτατο ενδιαφέρον Του.

3. Η εκκλησία ως νύμφη. Η εκκλησία παρουσιάζεται ως νύμφη και ο Κύριος ως νυμφίος. Ο Κύριος ιερόπρεπα υπόσχεται: «Θέλω σε μνηστευθή εις εμαυτόν εις τον αιώνα, και θέλω σε μνηστευθή εις εμαυτόν εν δικαιοσύνη, και εν κρίσει, και εν ελέει, και εν οικτιρμοίς» (Ωσηέ. β΄19).

Ο Απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί την ίδια εικόνα: «Διά να σας παραστήσω παρθένον αγνήν εις τον Χριστόν» (Β΄Κορ. ια΄2). Η αγάπη του Χριστού για την εκκλησία Του είναι τόσο βαθιά και σταθερή, που «παρέδωκεν εαυτόν υπέρ αυτής» (Εφεσ. ε΄25). Και έκανε αυτή τη θυσία «διά να αγιάση αυτήν, καθαρίσας με το λουτρόν του ύδατος διά του λόγου» (Εφεσ. ε΄26).

Με την καθαγιάζουσα επιρροή της αλήθειας του λόγου του Θεού (Ιωάν. ιζ΄17) και τον καθαρισμό που το βάπτισμα εξασφαλίζει, ο Χριστός μπορεί να εξαγνίσει τα μέλη της εκκλησίας, αφαιρώντας τα ρυπαρά ιμάτια και ενδύοντάς τους με την τέλεια δικαιοσύνη Του. Έτσι, μπορεί να ετοιμάσει την εκκλησία, να καταστήσει τη νύμφη Του – «ένδοξον εκκλησίαν, μη έχουσαν κηλίδα ή ρυτίδα, ή τι των τοιούτων αλλά διά να ήναι αγία και άμωμος» (Εφεσ. ε΄27). Η πλήρης δόξα και λαμπρότητα της εκκλησίας δε θα φανεί μέχρι να επιστρέψει ο Χριστός.

4. Η εκκλησία ως «άνω Ιερουσαλήμ». Η Αγία Γραφή ονομάζει Σιών την πόλη της Ιερουσαλήμ. Εκεί ο Θεός κατοικεί με το λαό Του (Ψαλμ. θ΄11). Από τη Σιών έρχεται η σωτηρία (Ψαλμ. ιδ΄7, νγ΄6). Αυτή η πόλη θα ήταν «χαρά πάσης της γης» (Ψαλμ. μη΄2).

Η Καινή Διαθήκη βλέπει την εκκλησία ως την «άνω Ιερουσαλήμ», το πνευματικό αντίγραφο της επίγειας Ιερουσαλήμ (Γαλ. δ΄26). Οι πολίτες αυτής της Ιερουσαλήμ έχουν «το πολίτευμα εν ουρανοίς» (Φιλιπ. γ΄20). Αυτοί είναι «ε­παγ­γελίας τέκνα» που έχουν γεννηθεί «κατά πνεύμα», απολαμβάνοντας την ελευθερία, με την οποία τους ελευθέρωσε ο Χριστός (Γαλ. δ΄28,29, ε΄1). Οι πολίτες αυτής της πόλης δεν είναι πια δούλοι προσπαθώντας να δικαιωθούν διά του νόμου (Γαλ. δ΄22,26,31, ε΄4). «Διά του Πνεύματος» προσδοκούν «εκ πίστεως την ελπίδα της δικαιώσεως». Συνειδητοποιούν ότι «εν Χριστώ Ιησού» η «πίστις δι’αγά­πης ενεργουμένη» είναι αυτή που τους εξασφαλίζει το πολίτευμα (Γαλ. ε΄5,6).

Εκείνοι οι οποίοι αποτελούν μέρος της ένδοξης αυτής συντροφιάς, προσήλθαν «εις όρος Σιών, και εις πόλιν Θεού ζώντος, την επουράνιον Ιερουσαλήμ, και εις μυριάδας αγγέλων, εις πανήγυριν και εκκλησίαν πρωτοτόκων καταγεγραμμένων εν τοις ουρανοίς» (Εβρ. ιβ΄22,23).

5. Η εκκλησία ως οικογένεια. Η εκκλησία στον ουρανό και στη γη θεωρείται μια οικογένεια (Εφεσ. γ΄15). Δύο αλληγορίες χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν πώς οι άνθρωποι ενώνονται με αυτή την οικογένεια: υιοθεσία (Ρωμ. η΄14-16, Εφεσ. α΄4-6) και αναγέννηση (Ιωάν. γ΄8). Με την πίστη στο Χριστό οι νεοβαπτισθέντες δεν είναι πια σκλάβοι, αλλά παιδιά του ουράνιου Πατέρα (Γαλ. γ΄26 – δ΄7) που ζουν με βάση την καινή διαθήκη. Τώρα είναι «οικείοι του Θεού» (Εφεσ. β΄19), «οικείοι της πίστεως» (Γαλ. ς΄10).

Τα μέλη της οικογένειας του Θεού προσφωνούν το Θεό «Πατέρα» (Γαλ. δ΄6) και αποκαλούν ο ένας τον άλλον αδελφό και αδελφή (Ιακ. β΄15, Α΄Κορ. η΄11, Ρωμ. ις΄1). Επειδή έφερε πολλούς στην εκκλησιαστική οικογένεια, ο Απόστολος Παύλος βλέπει τον εαυτό του ως πνευματικό πατέρα. Είπε: «Εγώ σας εγέννησα εν Χριστώ Ιησού διά του ευαγγελίου» (Α΄Κορ. δ΄15). Αναφέρεται σε εκείνους τους οποίους εισήγαγε στην εκκλησία ως «τέκνα μου αγαπητά» (Α΄Κορ. δ΄14, Εφεσ. ε΄1).

Ειδικό χαρακτηριστικό της εκκλησίας σαν οικογένεια είναι η συναδελφοσύνη. Η χριστιανική συναδελφοσύνη – η κοινωνία – δεν είναι απλώς κοινωνικότητα αλλά η «εις το ευαγγέλιον κοινωνία» (Φιλιπ. α΄5). Εδώ συνυπάρχει η γνήσια κοινωνία με το Θεό τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα (Α΄Ιωάν. α΄3, Α΄Κορ. α΄9, Β΄Κορ. ιγ΄14), καθώς και με τους πιστούς (ΑΊωάν. α΄3,7). Τα μέλη λοιπόν δίνουν σε οποιονδήποτε γίνεται ένα μέρος της οικογένειας «δεξιάς [χειρός] κοινωνίας» (Γαλ. β΄9).

Ο συμβολισμός με την οικογένεια αποκαλύπτει μια τρυφερή εκκλησία όπου οι άνθρωποι βρίσκουν αγάπη, σεβασμό και αναγνώριση ως άτομα, ένας τόπος όπου οι άνθρωποι αναγνωρίζουν ότι ο ένας έχει ανάγκη τον άλλο, όπου τα τάλαντα αναπτύσσονται, όπου οι άνθρωποι αυξάνονται, όπου ο καθένας αισθάνεται πληρότητα. Αυτό συνεπάγεται επίσης ευθύνη, σεβασμό για τους πνευματικούς γονείς, ενδιαφέρον για τα πνευματικά αδέλφια. Και τελικά, σημαίνει ότι κάθε μέλος θα έχει προς κάθε άλλο μέλος μια αγάπη που απεργάζεται βαθιά αφοσίωση η οποία συσφίγγει και ενδυναμώνει.

Το σύνολο των μελών σε μια εκκλησιαστική οικογένεια καθιστά τα άτομα, με μεγάλες διαφορές στη φύση και στη διάθεση, ικανά να χαίρονται και να ανέχονται ο ένας τον άλλον. Τα μέλη της εκκλησιαστικής οικογένειας μαθαίνουν να ζουν ενωμένα χωρίς να χάνουν την ατομικότητά τους.

6. Η εκκλησία ως στύλος και εδραίωμα της αλήθειας. Η εκκλησία του ζώντος Θεού είναι «ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας» (Α΄Τιμ. γ΄15). Αυτή είναι η παρακαταθήκη και το φρούριο της αλήθειας, προστατεύοντάς την από τις επιθέσεις των εχθρών της. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι δυναμική, όχι στατική. Αν τα μέλη διατείνονται ότι έχουν νέο φως – νέα διδαχή ή νέα ερμηνεία της Γραφής – οι έχοντες αυτή την εμπειρία πρέπει να ελέγξουν τη νέα διδασκαλία με το μέτρο της Αγίας Γραφής (Ησ. η΄8). Αν το νέο φως συμφωνεί με αυτό το μέτρο, τότε η εκκλησία πρέπει να το δεχθεί. Αν όχι, να το απορρίψει. Όλα τα μέλη πρέπει να υποταχθούν στην κρίση που έχει βάση την Αγία Γραφή, διότι «εκ του πλήθους των συμβούλων προέρχεται σωτηρία» (Παρ. ια΄14).

Διαδίδοντας την αλήθεια, δηλαδή με τη μαρτυρία της, η εκκλησία γίνεται «το φως του κόσμου», «πόλις κειμένη επάνω όρους» που «δεν δύναται να κρυφθή», και «το άλας της γης» (Ματθ. ε΄13-15).

7. Η εκκλησία στρατευομένη και θριαμβεύουσα. Η εκκλησία στη γη είναι σαν ετοιμοπόλεμος στρατός. Έχει κληθεί να πολεμήσει κατά του πνευματικού σκότους. «Δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ’εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (Εφεσ. ς΄12). Για το λόγο αυτό ο Απόστολος Παύλος προτρέπει τους Χριστιανούς: «Αναλάβετε την πανοπλίαν του Θεού διά να δυνηθήτε να αντισταθήτε εν τη ημέρα τη πονηρά, και αφού καταπολεμήσητε τα πάντα, να σταθήτε» (Εφεσ. ς΄13).

Στο διάβα των αιώνων η εκκλησία είχε να πολεμήσει κατά του εχθρού και εσωτερικά και εξωτερικά (Πράξ. κ΄29,30, Α΄Τιμ. δ΄1). Αυτή έκανε αξιοσημείωτες προόδους και επέτυχε νίκες, αλλά δεν είναι ακόμη η θριαμβεύουσα εκκλησία. Δυστυχώς η εκκλησία έχει ακόμη μεγάλες ελλείψεις. Με μια παραβολή ο Ιησούς εξήγησε τις ατέλειες μέσα στην εκκλησία: «Ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών με άνθρωπον, όστις έσπειρε καλόν σπόρον εν τω αγρώ αυτού. Αλλ’ενώ εκοιμώντο οι άνθρωποι, ήλθεν ο εχθρός αυτού και έσπειρε ζιζάνια αναμέσον του σίτου, και ανεχώρησε» (Ματθ. ιγ΄24,25). Όταν οι δούλοι θέλησαν να συλλέξουν τα ζιζάνια, ο γαιοκτήμονας είπε: «Μήποτε συλλέγοντες τα ζιζάνια εκριζώσητε μετ’αυτών και τον σίτον. Αφήσατε να συναυξάνωσιν αμφότερα μέχρι του θερισμού» (Ματθ. ιγ΄29,30).

Ζιζάνια και σίτος αναπτύχθηκαν στον αγρό. Ενώ ο Θεός οδηγεί τους πιστούς στην εκκλησία, ο Σατανάς φέρει μέσα τους άπιστους. Αυτές οι δύο ομάδες επηρεάζουν ολόκληρο το σώμα – η μία εργαζόμενη για τον εξαγνισμό, η άλλη για τη διαφθορά. Η διαμάχη ανάμεσα σε αυτούς – μέσα στην εκκλησία – θα συνεχίσει μέχρι το θερισμό, τη Δευτέρα Παρουσία.

Ο εξωτερικός πόλεμος της εκκλησίας δεν έχει ακόμη τελειώσει. Επίκεινται δοκιμασίες και αγώνες. Γνωρίζοντας ότι έχει λίγο μόνο καιρό, ο Σατανάς είναι οργισμένος κατά της εκκλησίας του Θεού (Αποκ. ιβ΄12,17), και θα φέρει εναντίον της «καιρόν θλίψεως, οποία ποτέ δεν έγεινεν αφού υπήρξεν έθνος». Αλλά ο Χριστός θα επέμβει υπέρ του πιστού λαού Του, και θα διασωθεί «πας όστις ευρεθή γεγραμμένος εν τω βιβλίω». (Δαν. ιβ΄1). Ο Ιησούς μάς βεβαιώνει ότι «ο υπομείνας έως τέλους, ούτος θέλει σωθή» (Ματθ. κδ΄13).

Στην επιστροφή του Χριστού, θα αναδυθεί η θριαμβεύουσα εκκλησία. Τότε Αυτός θα «παραστήση αυτήν εις εαυτόν ένδοξον εκκλησίαν», την πιστή όλων των αιώνων, εξαγορασμένη με το αίμα Του, «μη έχουσαν κηλίδα ή ρυτίδα» (Εφεσ. ε΄27).

Η Εκκλησία Ορατή και Αόρατη. Οι λέξεις ορατή και αόρατη χρησιμοποιήθηκαν για να ξεχωρίσουν τις δύο όψεις της εκκλησίας στη γη. Οι ως άνω αλληγορίες εφαρμόζονται ιδιαίτερα στην ορατή εκκλησία.

1. Η ορατή εκκλησία. Η ορατή εκκλησία είναι η εκκλησία του Θεού οργανωμένη για να υπηρετήσει. Εκπληρώνει τη μεγάλη εντολή του Χριστού να φέρει το ευαγγέλιο σε όλον τον κόσμο (Ματθ. κη΄18-20), και να ετοιμάσει λαό για την ένδοξη επιστροφή Του (Α΄Θεσ. ε΄23, Εφεσ. ε΄27).

Ως ιδιαίτερα εκλεγμένη μάρτυρας, η εκκλησία φωτίζει τον κόσμο και τον υπηρετεί όπως Εκείνος έκανε, κηρύττοντας το ευαγγέλιο στους φτωχούς, θεραπεύοντας τους ανθρώπους με συντριμμένη καρδιά, κηρύττοντας ελευθερία στους αιχμαλώτους και ανάβλεψη στους τυφλούς, αποστέλλοντας με ελευθερία τους καταθλιμμένους, κηρύττοντας ευπρόσδεκτο έτος στον Κύριο (Λουκά δ΄18,19).

2. Η αόρατη εκκλησία. Η αόρατη εκκλησία ονομάζεται επίσης η παγκόσμια εκκλησία και αποτελείται από το λαό του Θεού σε όλον τον κόσμο. Περιλαμβάνει τους πιστούς στην ορατή εκκλησία, και πολλούς ακόμη οι οποίοι, αν και δεν ανήκουν σε μια εκκλησιαστική οργάνωση, ακολούθησαν το φως που ο Χριστός τους έδωσε (Ιωάν. α΄9). Αυτή η τελευταία ομάδα περιλαμβάνει εκείνους οι οποίοι ποτέ δεν είχαν την ευκαιρία να μάθουν την αλήθεια για τον Ιησού Χριστό, αλλά οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στο Άγιο Πνεύμα και «πράτ­τουσιν εκ φύσεως τα του νόμου» του Θεού (Ρωμ. β΄14).

Η ύπαρξη της αόρατης εκκλησίας αποκαλύπτει ότι η λατρεία του Θεού είναι, με την ύψιστη έννοια, πνευματική. Ο Ιησούς είπε: «Οι αληθινοί προσκυνηταί θέλουσι προσκυνήσει τον Πατέρα εν πνεύματι και αληθεία, διότι ο Πατήρ τοιούτους προσκυνητάς ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν» (Ιωάν. δ΄23). Επειδή είναι πνευματική η φύση της αληθινής λατρείας, οι άνθρωποι δεν μπορούν να υπολογίσουν επακριβώς ποιος αποτελεί και ποιος δεν αποτελεί μέρος της εκκλησίας του Χριστού.

Διά του Αγίου Πνεύματος ο Θεός οδηγεί το λαό Του από την αόρατη εκκλησία στην ένωση με την ορατή εκκλησία. «Και άλλα πρόβατα έχω, τα οποία δεν είναι εκ της αυλής ταύτης. Και εκείνα πρέπει να συνάξω, και θέλουσιν ακούσει την φωνήν μου, και θέλει γίνει μία ποίμνη, είς ποιμήν» (Ιωάν. ι΄16). Μόνο στην ορατή εκκλησία μπορούν να έχουν την πλήρη εμπειρία της αλήθειας, της αγάπης και της συντροφηκότητας του Θεού, επειδή Αυτός έδωσε στην ορατή εκκλησία τα πνευματικά χαρίσματα τα οποία εποικοδομούν τα μέλη της και σαν σύνολο και σαν άτομα. Όταν ο Απόστολος Παύλος πίστευσε, ο Θεός τον έφερε σε επαφή με την ορατή εκκλησία και του ανέθεσε να διευθύνει την αποστολή της εκκλησίας Του (Πράξ. θ΄10-22). Το ίδιο και σήμερα, ο Θεός προτίθεται να οδηγήσει το λαό Του στην ορατή εκκλησία Του η οποία χαρακτηρίζεται από νομιμοφροσύνη στις εντολές του Θεού και κατέχει την πίστη του Ιησού, έτσι ώστε να συμμετέχουν στην ολοκλήρωση της αποστολής Του επάνω στη γη (Αποκ. ιδ΄12, ιη΄4, Ματθ. κδ΄14, δείτε το κεφάλαιο 12).

Η αντίληψη της αόρατης εκκλησίας περιλαμβάνει την ενωμένη εκκλησία στον ουρανό και στη γη (Εφεσ. α΄22,23) και την εκκλησία στην έρημο κατά την εποχή των διωγμών (Αποκ. ιβ΄6,14).