Η Βιβλική Έννοια της «Εκκλησίας»

Στην Αγία Γραφή η λέξη εκκλησία προέρχεται από το ρήμα εκκαλώ, καλώ έξω. Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείτο συνήθως σε κάθε συγκαλούμενη συγκέντρωση όπου οι άνθρωποι είχαν την πρόσκληση να συναντηθούν.

Στη μετάφραση των Εβδομήκοντα η εβραϊκή λέξη καχάλ που σημαίνει σύναξη, μεταφράσθηκε εκκλησία. (Δευτ. θ΄10, ιη΄16, Α΄Σαμ. ιζ΄47, Α΄Βασ. η΄14, Α΄Χρον. ιγ΄2).

Αυτή η χρήση διευρύνθηκε στην Καινή Διαθήκη. Σημειώστε πώς χρησιμοποιείται η λέξη εκκλησία :

(1) Οι πιστοί που συνέρχονται να λατρεύσουν σε ειδικό τόπο (Α΄Κορ. ια΄18, ιδ΄19,28).

(2) Οι πιστοί που ζουν σε μια συγκεκριμένη περιοχή (Α΄Κορ. ις΄1, Γαλ. α΄2, Α΄Θεσ. β΄14).

(3) ΄Ατομα και κατ’οίκον εκκλησίες (Α΄Κορ. ις΄19, Κολ. δ΄15, Φιλ. 2).

(4) Μια ομάδα εκκλησιών σε δεδομένο γεωγραφικό χώρο (Πράξ. θ΄31). 3

(5) Όλο το σώμα των πιστών σε όλο τον κόσμο (Ματθ. ις΄18, Α΄Κορ. ι΄32, ιβ΄28, Εφεσ. δ΄11-16).

(6) Όλη η πιστή κτίση στον ουρανό και στη γη (Εφεσ. α΄20-22, Φιλιπ. β΄9-11).