Η εκκλησία είναι η κοινότητα των πιστών οι οποίοι ομολογούν το Χριστό ως Κύριο και Σωτήρα. Όπως ο λαός του Θεού στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης, και μείς καλούμαστε να εξέλθουμε από τον κόσμο. Συνδεόμαστε για λατρεία, συναδέλφωση, μελέτη του Λόγου, τελετή της θείας κοινωνίας, προσφορά υπηρεσίας στην ανθρωπότητα και στο παγκόσμιο κήρυγμα του ευαγγελίου.
Η εκκλησία αντλεί την εξουσία της από το Χριστό, ο οποίος είναι ο ενσαρκωθείς Λόγος, και από την Αγία Γραφή, η οποία είναι ο γραπτός Λόγος του Θεού.
Η εκκλησία είναι η οικογένεια του Θεού. Υιοθετημένη από Αυτόν σαν παιδιά Του, τα μέλη της ζουν με βάση τη νέα διαθήκη.
Η εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, μια κοινότητα πίστης της οποίας ο Χριστός είναι η Κεφαλή.
Η εκκλησία είναι η νύμφη, για την οποία ο Χριστός πέθανε για να την αγιάσει και να την καθαρίσει. Κατά τη θριαμβευτική επιστροφή Του, θα την παρουσιάσει στον εαυτό Του ως ένδοξη εκκλησία, την πιστή όλων των αιώνων, εξαγορασμένη με το αίμα Του, μη έχοντας κηλίδα ή ρυτίδα, αλλά άγια και άμωμη.
Ζωντανός Βράχος
Υπερνικημένος από οργή, ο γηραιός άνδρας κτυπάει το βράχο με το ραβδί που κρατάει. Τραβώντας το πίσω, τον ξανακτυπάει και φωνάζει: «Ακούσατε τώρα, σεις οι απειθείς, να σας εκβάλωμεν ύδωρ εκ της πέτρας;» Ένας χείμαρρος νερού αναπήδησε από το βράχο, καλύπτοντας τις ανάγκες του Ισραήλ. Αλλά, πιστώνοντας στον εαυτό του το δώρο του νερού αντί να το αποδώσει στο Βράχο, ο Μωυσής αμάρτησε. Και εξαιτίας αυτής της αμαρτίας δε θα εισερχόταν στη γη της επαγγελίας (Αρ. κ΄7-12).
Εκείνος ο Βράχος ήταν ο Χριστός, το θεμέλιο επάνω στο οποίο ο Θεός εγκατέστησε το λαό Του, και ατομικά και σαν σύνολο. Αυτή η εικόνα διατρέχει όλη την Αγία Γραφή.
Στην τελευταία ομιλία που ο Μωυσής έκανε προς τον Ισραήλ, ίσως σκεπτόμενος αυτό το περιστατικό, χρησιμοποίησε την αλληγορία του βράχου για να απεικονίσει τη σταθερότητα και την αξιοπιστία του Θεού:
«Απόδοτε μεγαλωσύνην εις τον Θεόν ημών.
Αυτός είναι ο Βράχος, τα έργα αυτού είναι τέλεια,
Διότι πάσαι αι οδοί αυτού είναι κρίσις.
Θεός πιστός και δεν υπάρχει αδικία εν αυτώ,
Δίκαιος και ευθύς είναι αυτός.» (Δευτ. λβ΄3,4).
Αιώνες αργότερα από τα χείλη του Δαβίδ σαν ηχώ ακούσθηκε το ίδιο θέμα:
«Εν τω Θεώ είναι η σωτηρία μου και η δόξα μου,
Η πέτρα της δυνάμεώς μου,
Το καταφύγιόν μου είναι εν τω Θεώ.» (Ψαλμ. ξβ΄7).
Ο προφήτης Ησαΐας μεταχειρίσθηκε την ίδια εικόνα για την έλευση του Μεσσία: «Θεμέλιον λίθον, λίθον εκλεκτόν, έντιμον ακρογωνιαίον, θεμέλιον ασφαλές» (Ησ. κη΄16).
Ο Απόστολος Πέτρος βεβαίωσε ότι ο Χριστός εκπλήρωσε αυτή την πρόρρηση, όχι ως ένας κοινός λίθος, αλλά τον παρομοιάζει ως «λίθον ζώντα, υπό μεν των ανθρώπων αποδεδοκιμασμένον, παρά δε τω Θεώ εκλεκτόν, έντιμον» (Α΄Πέτρ. β΄4). Ο Απόστολος Παύλος Τον αναγνωρίζει ως το μόνο ασφαλές θεμέλιο, λέγοντας: «Θεμέλιον άλλο ουδείς δύναται να θέση, παρά το τεθέν, το οποίον είναι ο Ιησούς Χριστός» (Α΄Κορ. γ΄11). Αναφερόμενος στο βράχο που ο Μωυσής κτύπησε, είπε: «Πάντες το αυτό πνευματικόν ποτόν έπιον, διότι έπινον από πνευματικής πέτρας ακολουθούσης, η δε πέτρα ήτο ο Χριστός» (Α΄Κορ. ι΄4).
Ο Ιησούς Χριστός ο ίδιος χρησιμοποίησε την εικόνα κατευθείαν όταν δήλωσε: «Επί ταύτης της πέτρας θέλω οικοδομήσει την εκκλησίαν μου, και πύλαι άδου δεν θέλουσιν ισχύσει κατ’ αυτής» (Ματθ. ις΄18). Εγκαθίδρυσε τη χριστιανική εκκλησία επάνω στον εαυτό Του, το Ζωντανό Βράχο. Το σώμα Του θυσιάσθηκε για τις αμαρτίες του κόσμου, το κτύπημα του Βράχου. Τίποτε δεν μπορεί να ισχύσει κατά μιας εκκλησίας κτισμένης επάνω σε στερεό θεμέλιο που Αυτός προμήθευσε. Από αυτόν το Βράχο θα έρρεαν τα ιαματικά νερά για να ξεδιψάσουν τα έθνη (Ιεζ. μζ΄1-12, Ιωάν. ζ΄37,38, Αποκ. κβ΄1-5).
Πόσο εύθραυστη και αδύνατη ήταν η εκκλησία όταν ο Χριστός έκανε αυτή τη δήλωση! Αυτή αποτελείτο από λίγους μαθητές κουρασμένους, με τις αμφιβολίες τους, με τάση αυτοπροαγωγής, με μια χεριά γυναίκες, και το άστατο πλήθος που αποδοκίμασε το Βράχο όταν αυτός κτυπήθηκε. Όμως η εκκλησία οικοδομήθηκε όχι σε εύθραυστη ανθρώπινη σοφία και επινόηση, αλλά επάνω στο Βράχο των Αιώνων. Ο χρόνος θα αποκάλυπτε ότι τίποτε δε θα μπορούσε να καταστρέψει την εκκλησία Του, ή να την αποτρέψει από την αποστολή της που είναι να δοξάσει το Θεό και να οδηγήσει τους άνδρες και τις γυναίκες στο Σωτήρα (Πράξεις δ΄12,13,20-33).