Από την Αρχή

Ο γάμος κια το Σάββατο είναι από τα πρωταρχικά δώρα του Θεού προς την ανθρώπινη οικογένεια. Σκοπό είχαν προμηθεύσει της χαρά της ανάπαυσης και της αλληλεγγύης, άσχετα χρόνου, τόπου και μόρφωσης. Η εγκαθίδρυση αυτών των δύο θεσπισμάτων αποτελούσε το αποκορύφωμα της δημιουργίας του Θεού. Αποτελούσε τα τελικά, τα καλύτερα, τα καθ’υπερβολήν καλά δώρα που Αυτός έδωσε στην ανθρωπότητα κατά τη δημιουργία. Εγκαθιδρύοντας το Σάββατο, ο Θεός έδωσε στις ανθρώπινες υπάρξεις χρόνο ανάπαυσης και ανανέωσης, χρόνο για συναναστροφή με Αυτόν. Διαμορφώνοντας την πρώτη οικογένεια, εγκαθίδρυσε την πρώτη βασική κοινωνική μονάδα για την ανθρωπότητα, δίνοντάς τους ένα αίσθημα αλληλεγγύης και την ευκαιρία να αναπτυχθούν σε ικανά πρόσωπα προς την υπηρεσία του Θεού και των ανθρώπων.

Άρσεν και Θήλυ κατ’ Εικόνα Θεού. Τα εδάφια Γέν. α΄26,27 περιγράφουν πώς ο Θεός δημιούργησε τις ανθρώπινες υπάρξεις, που θα κατοικούσαν στη γη. «Και είπεν ο Θεός, Ας κάμωμεν άνθρωπον κατ’εικόνα ημών, καθ’ ομοίω­σιν ημών … Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ’ εικόνα εαυτού, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν. Άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς.» Η λέξη άνθρωπος χρησιμοποιείται εδώ με γενική έννοια και αναφέρεται πάνω από 500 φορές στην Παλαιά Διαθήκη. Αυτή η λέξη περιλαμβάνει και το άρσεν και το θήλυ. Το κείμενο κάνει σαφές ότι δεν είναι η περίπτωση που η αρσενική ύπαρξη δημιουργήθηκε κατά την εικόνα του Θεού και η θηλυκή ύπαρξη κατά την εικόνα του άνδρα.  Αντίθετα, και οι δύο έγιναν κατά την εικόνα του Θεού.

Όπως ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι ο Θεός, το άρσεν και το θήλυ μαζί είναι ο «άνθρωπος». Και όπως η Θεότητα, έτσι ο άνδρας και η γυναίκα αν και είναι ένα, δεν είναι ίδιοι στη λειτουργία. Είναι ίσοι σε υπόσταση, σε αξία, αλλά δεν είναι ταυτόσημα πρόσωπα (Ιωάν. ι΄30, Α Κορ. ια΄3). Η φυσική κατασκευή τους είναι συμπληρωματική, και στη λειτουργία τους καλούνται να συνεργασθούν.

Και τα δύο γένη είναι καλά (Γέν. α΄31), το ίδιο καλοί είναι και οι διαφορετικοί ρόλοι τους. Η οικογένεια και το σπιτικό είναι θεμελιωμένα επάνω στο γεγονός της γενετήσιας διάκρισης. Ο Θεός μπορούσε να αναπαράγει τη ζωή επάνω στη γη χωρίς να δημιουργήσει άρσεν και θήλυ, όπως αποδεικνύεται με την αναπαραγωγή κάποιων μορφών ζώντων υπάρξεων χω­ρίς να έχουν συμμετοχή τα δύο γένη. Αλλά ο Θεός έκανε δύο άτομα, όμοια σε γενικές γραμμές και χαρακτηριστικά, αλ­λά το καθένα περιέχει μέσα του κάτι που λείπει από το άλ­λο και αλληλοσυμπληρώνονται. Ένας κόσμος δημιουργημέ­νος αποκλειστικά από μέλη με ένα από τα δύο γένη δε θα ή­ταν ολοκληρωμένος. Η αληθινή πληρότητα θα επέλθει σε μια κοινωνία όταν αποτελείται από άρρενες και θήλεις. Εδώ δε γίνεται λόγος για ισότητα, επειδή και τα δύο γένη είναι ουσιώδη.

Κατά την πρώτη ημέρα, ο Αδάμ, ο πρωτότοκος και η κεφαλή της ανθρώπινης φυλής, αισθάνθηκε τη μοναδικότητά του – δεν υπήρχε άλλος όμοιός του. «Εις δε τον Αδάμ δεν ευρίσκετο βοηθός όμοιος με αυτόν» (Γέν. β΄20). Ο Θεός δείχνοντας ευαισθησία στο κενό αυτό, είπε: «Δεν είναι καλόν να ήναι ο άνθρωπος μόνος. Θέλω κάμει εις αυτόν βοηθόν όμοιον με αυτόν» (Γέν. β΄18).

Η εβραϊκή λέξη νεγκέντ , μεταφρασμένη εδώ «όμοιος» είναι ένα ουσιαστικό με την ίδια ρίζα της πρόθεσης που σημαίνει να στέκομαι «μπροστά, ενώπιον, απέναντι, σε σχέση» με κάποιον ή με κάτι. Στην περίπτωση αυτή το πρόσωπο που στεκόταν ενώπιον του Αδάμ ήταν το συμπλήρωμά του, ανταποκρινόμενο σε αυτόν και σαν πανομοιότυπό του. «Επέ­βαλε Κύριος ο Θεός έκστασιν επί τον Αδάμ, και εκοιμήθη. Και έλαβε μίαν εκ των πλευρών αυτού» (Γέν. β΄21) και διαμόρφωσε τη σύντροφό του.

Ξυπνώντας ο Αδάμ, στιγμιαία αναγνώρισε τη στενή σχέση που θα την καθιστούσε εφικτή αυτή η ειδική πράξη της δημιουργίας. Αναφώνησε: «Τούτο είναι τώρα οστούν εκ των οστέων μου, και σαρξ εκ της σαρκός μου. Αύτη θέλει ονομασθή ανδρίς, διότι εκ του ανδρός ελήφθη» (Γέν. β΄23, Α΄Κορ. ια΄8).

Γάμος. Από την ανομοιότητα του αρσενικού και του θηλυκού ο Θεός δημιούργησε την τάξη, το ενιαίο. Εκείνη την πρώτη Παρασκευή επιτέλεσε τον πρώτο γάμο, ενώνοντας αυτούς τους δύο, τη μικρογραφία της εικόνας Του, να τους κάνει ένα. Και από τότε ο γάμος υπήρξε το θεμέλιο της οικογένειας, το θεμέλιο της κοινωνίας.

Η Αγία Γραφή περιγράφει το γάμο ως μια αποφασιστική πράξη συγχρόνως αποχώρησης και ένωσης. «Θέλει αφήσει ο άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού, και θέλει προσκολληθή εις την γυναίκα αυτού, και θέλουσιν είσθαι οι δύο εις σάρκα μίαν» (Γέν. β΄24).

1. Απομάκρυνση. Στη σχέση του γάμου είναι ζωτικό η εγκατάλειψη του παρελθόντος και των προηγουμένων σχέσεων. Η σχέση του γάμου αντικαθιστά τη σχέση γονέα και παιδιού. Με την έννοια αυτή, το να αφήσει κανείς τις σχέσεις με τους γονείς τού επιτρέπει να προσκολληθεί σε κάποιον άλλον. Χωρίς αυτή τη διαδικασία δεν υπάρχουν σταθερά θεμέλια για το γάμο.

2. Προσκόλληση. Η εβραϊκή λέξη που μεταφράζεται «προκολληθή» προέρχεται από τη λέξη που σημαίνει «εμμέ­νω, στερεώνω, ενώνω, κρατιέμαι σφιχτά». Ως όνομα ουσιαστικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για συγκόλληση (Ησ. μα΄7). Η ενότητα και η στερεότητα αυτού του δεσίματος απεικονίζει τη φύση του δεσίματος του γάμου. Κάθε προσπάθεια διάσπασης αυτής της ένωσης θα προκαλούσε ζημιά στα άτομα που είναι στενά δεμένα. Το ότι αυτός ο ανθρώπινος δεσμός είναι στενός, φαίνεται και από το γεγονός ότι χρησιμοποιείται το ίδιο ρήμα για το δεσμό μεταξύ του Θεού και του λαού Του. «Κύριον τον Θεόν σου θέλεις φοβείσθαι, αυτόν θέλεις λατρεύει, και εις αυτόν θέλεις είσθαι προσηλωμένος» [Στη μετάφραση των Εβδομήκοντα «προς αυτόν κολληθήση»] (Δευτ. ι΄20).

3. Συνθήκη-Διαθήκη. Αυτή η υπόσχεση με την οποία τα παντρεμένα ζευγάρια δένονται, αναφέρεται ως «συνθήκη», «διαθήκη» λέξεις χρησιμοποιούμενες για τους πιο ιερόπρεπους δεσμούς και τις συμφωνίες που αναφέρονται στο Λόγο του Θεού (Μαλ. β΄14, Παρ. β΄16,17). Η σχέση μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας πρέπει να έχει σαν πρότυπο την αιώνια διαθήκη του Θεού με το λαό Του – την εκκλησία. (Εφεσ. ε΄21-33). Η αφοσίωσή τους ο ένας προς τον άλλον πρέπει να είναι σαν την πιστότητα και την καρτερία που χαρακτηρίζει τη διαθήκη του Θεού (Ψαλμ. πθ΄34, Θρήν. γ΄23).

Ο Θεός, η οικογένεια του ζεύγους, οι φίλοι και το περιβάλλον είναι μάρτυρες της συνθήκης που έκαναν μεταξύ τους. Αυτή η συνθήκη επικυρώνεται στον ουρανό. «Εκείνο λοιπόν το οποίον ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος μη χωριζέτω» (Ματθ. ιθ΄6). Το χριστιανικό ζευγάρι διακηρύττει ότι με το γάμο κάνουν διαθήκη αμοιβαίας πίστης όσο και οι δύο είναι στη ζωή. 

4. Γίνονται μια σάρκα. Η απομάκρυνση και η συνθήκη προσκόλλησης έχουν σαν αποτέλεσμα μια ένωση που είναι μυστήριο. Εδώ είναι η ενότητα στην πλήρη έννοιά της – το παντρεμένο ζευγάρι συμπορεύεται, συνυπάρχει και μοιράζεται στενές σχέσεις. Κατ’αρχήν, αυτή η ενότητα αναφέρεται στη φυσική ένωση του γάμου. Αλλά πέρα από αυτό, αναφέρεται επίσης στο στενό δεσμό της διάνοιας και των αισθημάτων που περιβάλλει αυτή τη φυσική πλευρά των σχέσεων.

α. Συμβαδίζοντας. Για τη σχέση Του με το λαό Του ο Θεός ρωτάει: «Δύνανται δύο να περιπατήσωσιν ομού, εάν δεν ήναι σύμφωνοι;» (Αμώς γ΄3). Αυτή η ερώτηση είναι κατάλληλη επίσης και για εκείνους που θα ήθελαν να είναι «εις σάρκα μίαν». Ο Θεός έδωσε την εντολή στους Ισραηλίτες να μη κάνουν μικτούς γάμους με γειτονικά έθνη, «διότι θέλουσιν αποπλανήσει τους υιούς σου απ’εμού και θέλουσι λατρεύσει άλλους θεούς» (Δευτ. ζ΄4, Ναυή κγ΄11-13). Όταν οι Ισραηλίτες αγνόησαν αυτές τις υποδείξεις, αντιμετώπισαν καταστροφικές συνέπειες (Κριτ. ιδ΄-ις, Α΄Βασ. ια΄1-10, Έσδρα θ΄10).

Ο Απόστολος Παύλος επανέλαβε αυτή την αρχή με σαφέστερες λέξεις: «Μη ομοζυγείτε με απίστους. Διότι τίνα μετοχήν έχει η δικαιοσύνη με την ανομίαν τίνα δε κοινωνίαν το φως προς το σκότος; Τίνα δε συμφωνίαν ο Χριστός με τον Βελίαλ; ή τίνα μερίδα ο πιστός με τον άπιστον; Τίνα δε συμβίβασιν ο ναός του Θεού με τα είδωλα; διότι σεις είσθε ναός Θεού ζώντος» (Β΄Κορ. ς΄14-18).

Η Αγία Γραφή είναι σαφής ότι οι πιστοί πρέπει να παντρεύονται μόνο με πιστούς. Αλλά η αρχή επεκτείνεται και πέραν από αυτό. Η αληθινή ενότητα απαιτεί συναίνεση στην πίστη και στην πράξη. Οι θρησκευτικές διαφορές οδηγούν σε διαφορετικό τρόπο ζωής που μπορεί να δημιουργήσει εντάσεις και ρήξη του γάμου. Για να επιτευχθεί η ενότητα που αναφέρει η Αγία Γραφή, οι άνθρωποι πρέπει να παντρεύονται από την ίδια θρησκευτική κοινότητα.

β. Να συνυπάρχουν. Για να γίνουν μια σάρκα, δύο άνθρωποι πρέπει να είναι τελείως πιστοί μεταξύ τους. Όταν κάποιος παντρεύεται, διακινδυνεύει τα πάντα και δέχεται τα πάντα που μπορούν να επέλθουν στο σύντροφό του. Εκείνοι που παντρεύονται, δηλώνουν την προθυμία τους να συμμερίζονται την ευθύνη του συντρόφου τους και να στέκονται δίπλα τους σε κάθε αντιξοότητα. Ο γάμος απαιτεί μια δραστήρια, συνεχή αγάπη που δεν εγκαταλείπεται ποτέ.

Δύο πρόσωπα μοιράζονται ό,τι έχουν, όχι μόνο τα σώματα τους, όχι μόνο τα υλικά υπάρχοντα, αλλά επίσης τις σκέψεις και τα αισθήματά τους, τις χαρές και τις θλίψεις τους, τις ελπίδες και τους φόβους τους, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες τους. Το να γίνουν «εις σάρκα μίαν» σημαίνει ότι δύο πρόσωπα γίνονται ολοκληρωτικά ένα στο σώμα, στην ψυχή και στο πνεύμα, αν και παραμένουν δύο διαφορετικά πρόσωπα.

γ. Στενές σχέσεις. Το να γίνουν «οι δύο εις σάρκα μίαν» συνεπάγεται τη γενετήσια ένωση. «Ο δε Αδάμ εγνώρισεν Εύαν την γυναίκα αυτού και συνέλαβε [η Εύα]» (Γέν. δ΄1). Η τάση τους να είναι ενωμένοι, μια τάση που οι άνδρες και οι γυναίκες αισθάνονται από την εποχή του Αδάμ και της Εύας, κάθε ζευγάρι ξαναζεί την πρώτη ιστορία αγάπης. Η πράξη της γενετήσιας σχέσης είναι το πλησιέστερο πράγμα για τη φυσική ένωσή τους. Αντιπροσωπεύει την ενότητα που ένα ζεύγος μπορεί να γνωρίσει συναισθηματικά καθώς και πνευ­ματικά. Η αγάπη χριστιανικού ζεύγους πρέπει να χαρακτηρίζεται από θερμότητα, χαρά και ευχαρίστηση (Παρ. ε΄18,19).

«Τίμιος έστω ο γάμος εις πάντας και η κοίτη αμόλυντος» (Εβρ. ιγ΄4). Η Αγία Γραφή είναι σαφής λέγοντας ότι η χαρούμενη γενετήσια έκφραση αγάπης μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας είναι το σχέδιο του Θεού. Είναι, όπως ο συγγραφέας της προς Εβραίους επιστολής τονίζει, αμόλυντη, όχι αμαρτωλή, όχι μιασμένη. Είναι ένας τόπος μεγάλης τιμής στο γάμο – τα άγια των αγίων όπου ο άνδρας και η γυναίκα συναντιούνται κατ’ιδίαν για να γιορτάσουν την αμοιβαία αγάπη τους. Είναι κάποιες στιγμές που έχουν την έννοια του αγίου καθώς και της έντονης ευχαρίστησης.

5. Βιβλική αγάπη. Η συζυγική αγάπη είναι μια άνευ όρων, τρυφερή και στενή αφοσίωση ο ένας προς τον άλλον, η οποία βοηθάει στην αμοιβαία ανάπτυξη κατά την εικόνα του Θεού σε όλες τις όψεις του προσώπου: φυσική, συναι­σθηματική, διανοητική και πνευματική. Διάφοροι τύποι αγάπης εκδηλώνονται στο γάμο. Υπάρχουν στιγμές ρομαντισμού και πάθους, στιγμές έντονου συναισθηματισμού, στιγμές άνεσης, στιγμές συντροφικότητας, στιγμές αίσθησης ότι ανήκουν ο ένας στον άλλον. Αλλά αυτή είναι η αγάπη που περιγράφεται στην Καινή Διαθήκη – η ανιδιοτελής αγάπη που αφοσιώνεται στον άλλον – που περιλαμβάνει το θεμέλιο της αληθινής, μόνιμης συζυγικής αγάπης.

Ο Ιησούς εκδήλωσε την ύψιστη μορφή αυτού του είδους της αγάπης όταν, επιφορτιζόμενος την ενοχή καθώς και τις συνέπειες των αμαρτιών μας, ανέβηκε στο σταυρό. «Αγα­πή­σας τους ιδικού του τους εν τω κόσμω μέχρι τέλους ηγάπησεν αυτούς» (Ιωάν. ιγ΄1). Μας αγάπησε παρά το αποτέλεσμα στο οποίο οι αμαρτίες μας Τον οδήγησαν. Αυτή είναι η άνευ όρων αγάπη του Ιησού Χριστού.

Περιγράφοντας αυτή την αγάπη, ο Απόστολος Παύλος λέει: «Η αγάπη μακροθυμεί, αγαθοποιεί, η αγάπη δεν φθονεί, η αγάπη δεν αυθαδιάζει, δεν επαίρεται, δεν ασχημονεί, δεν ζητεί τα εαυτής, δεν παροξύνεται, δεν διαλογίζεται το κακόν. Δεν χαίρει εις την αδικίαν, συγχαίρει εις την αλήθειαν. Πάντα ανέχεται, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α΄Κορ. ιγ΄4-8).

Τα λόγια του Απόστολου Παύλου μας δείχνουν πως η χριστιανική αγάπη συνδέεται με μια αιώνια πηγή δύναμης και μπορεί ακόμη να ενεργήσει εκεί όπου άλλο είδος αγάπης αποτυγχάνει. Αγαπάει άσχετα ποιο είναι το αντικείμενο. Άσχετα πόσο ανάξιο αγάπης είναι το άλλο πρόσωπο, η αγάπη εξακολουθεί να ρέει. Η αγάπη είναι άνευ όρων όπως η αγάπη του Θεού για μας. Είναι μια διανοητική στάση που βασίζεται στην ελεύθερη εκλογή της θέλησης.

6. Ατομική πνευματική ευθύνη. Αν και το παντρεμένο ζευγάρι έχει κάνει συνθήκη δέσμευσης ο ένας προς τον άλλον, ο καθένας ατομικά πρέπει να φέρει την ευθύνη για τις εκλογές που κάνουν (Β΄Κορ. ε΄10). Ανάληψη παρόμοιας ευθύνης σημαίνει ότι ποτέ δε θα μεμφθεί το άλλο πρόσωπο για ό,τι οι ίδιοι έχουν κάνει. Οφείλουν επίσης να αναλάβουν την ευθύνη για τη δική τους πνευματική αύξηση, και όχι να επαναπαύονται στην πνευματική δύναμη του άλλου. Όμως, και από την άλλη πλευρά, η σχέση του καθένα με το Θεό μπορεί να χρησιμεύσει ως πηγή δύναμης και ενθάρρυνσης προς τον άλλον.