Η εκκλησία είναι ένα σώμα με πολλά μέλη που έχουν κληθεί από κάθε έθνος, φυλή, γλώσσα και λαό. Εν Χριστώ είμαστε νέα δημιουργία. Οι διακρίσεις φυλής, πολιτισμού, γνώσεων, εθνικότητας, και οι διαφορές μεταξύ ανωτέρου και κατωτέρου, πλουσίου και φτωχού, αρσενικού και θηλυκού δεν πρέπει να αποτελούν διαίρεση μεταξύ μας.

Όλοι είμαστε ίσοι εν Χριστώ, ο οποίος με ένα Πνεύμα μας συνένωσε σε μια αδελφοσύνη με Αυτόν και μεταξύ μας. Πρέπει να υπηρετούμε και να υπηρετούμαστε χωρίς προτίμηση ή επιφύλαξη. Μέσα από την αποκάλυψη του Ιησού Χριστού στην Αγία Γραφή μοιραζόμαστε την ίδια πιστη και ελπίδα, ενωμένοι δίνοντας τη μαρτυρία μας σε όλους. Αυτή η ένωση πηγάζει από την ενότητα του Τριαδικού Θεού, ο οποίος μας υιοθέτησε ως παιδιά Του.

Ο Χριστός έχοντας τελειώσει το έργο Του επάνω στη γη (Ιωάν. ιζ΄4), συνέχισε να αγωνιά για την κατάσταση των μαθητών Του, ακόμη και την παραμονή του θανάτου Του.

Ζηλότυπα οδηγήθηκαν στη λογομαχία ποιος θα είναι ο μεγαλύτερος και ποιοι θα υποδεικνύονταν για τις ανώτατες θέσεις στη βασιλεία του Χριστού. Η εξήγηση του Χριστού ότι η ταπεινοφροσύνη ήταν η ουσία της βασιλείας Του και ότι οι αληθινοί οπαδοί Του θα ήταν δούλοι, πρόθυμοι να δοθούν χωρίς να περιμένουν ευχαριστήρια ανταπόκριση, φάνηκε να έπεσε στο κενό (Λουκά ιζ΄10). Ακόμη και το παράδειγμα που έδωσε, να σκύψει και να πλύνει τα πόδια τους, όταν κανείς από αυτούς δε θα το έκανε εξαιτίας των αισθημάτων της στιγμής εκείνης, φαινόταν να είχε γίνει μάταιο (Δείτε το κεφάλαιο 15).

Ο Ιησούς είναι αγάπη. Η συμπάθειά Του έκανε τα πλήθη να Τον ακολουθούν. Μη καταλαβαίνοντας αυτή την ανιδιοτελή αγάπη, οι μαθητές Του ήταν γεμάτοι προκαταλήψεις προς τους μη-Ιουδαίους, στις γυναίκες, στους «αμαρτω­λούς», στους φτωχούς, οι οποίες προκαταλήψεις τους εμπόδιζαν να δουν την αγάπη του Χριστού που περιέβαλε αυτούς τους «περι­θω­ριακούς». Όταν οι μαθητές Τον βρήκαν να συζητάει με μια κακόφημη Σαμαρείτισσα, δεν είχαν ακόμη μάθει ότι τα χωράφια, με τον καρπό τους ώριμο, περιείχαν σπόρους όλων των ειδών, έτοιμα για θερισμό.

Αλλά ο Ιησούς δεν ταλαντευόταν από παραδόσεις, δημόσια γνώμη, ή ακόμη και οικογενειακό έλεγχο. Η ακαταμάχητη αγάπη Του άγγιζε την τσακισμένη ανθρωπότητα και την αποκαθιστούσε. Τέτοια αγάπη που θα τους ξεχώριζε από το αδιάφορο πλήθος, θα αποτελούσε απόδειξη ότι ήταν αληθινοί μαθητές Του. Όπως Αυτός αγαπούσε, και εκείνοι έπρεπε να αγαπούν. Ο κόσμος θα ξεχώριζε τους Χριστιανούς όχι από την ομολογία τους, αλλά επειδή θα αποκάλυπταν μέσα τους την αγάπη του Χριστού (Ιωάν. ιγ΄34,35).

Ακόμη και στον κήπο της Γεθσημανής, το πρώτιστο στη διάνοια του Χριστού ήταν η ενότητα της εκκλησίας Του – εκείνοι οι οποίοι είχαν έρθει «εκ του κόσμου» (Ιωάν. ιζ΄6). Παρακαλούσε τον Πατέρα Του για την ενότητα της εκκλησίας όμοια με αυτή που είχε η Θεότητα. «Παρακαλώ», «διά να είναι πάντες έν, καθώς συ, Πάτερ, είσαι εν εμοί και εγώ εν σοι, να ήναι και αυτοί εν ημίν έν, διά να πιστεύση ο κόσμος ότι συ με απέστειλας» (Ιωάν. ιζ΄20,21).

Μια τέτοια ενότητα είναι η πιο ισχυρή μαρτυρία της εκκλησίας, επειδή αποδεικνύει την ανιδιοτελή αγάπη του Χριστού για την ανθρωπότητα. Ο Χριστός είπε: «Εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, διά να ήναι τετελειωμένοι εις έν και να γνωρίζη ο κόσμος ότι συ με απέστειλας, και ηγάπησας αυτούς καθώς εμέ ηγάπησας» (Ιωάν. ιζ΄23).