Μέσω του Ιησού Χριστού, ο Θεός μας καλεί στη σωτηρία που η Γραφή αποκαλεί, «… αποτέλεσμα της πίστης την ελπίδα τής δικαίωσης» (Προς Γαλάτας 5:5).
«O KYPIOΣ, H ΔIKAIOΣYNH MAΣ» (Ιερεμίας 23:6 και 33:16) είναι ένας ιδιαίτερα αποκαλυπτικός τίτλος που ο προφήτης Ιερεμίας απέδωσε στον ερχόμενο Σωτήρα.
Ο τίτλος αυτός μας αποκαλύπτει πως η δικαιοσύνη προσφέρεται ως δώρο από μια εξωτερική πηγή, σε αντίθεση με τον άνθρωπο που προσπαθεί να επινοήσει τη δικαιοσύνη για τον εαυτό του, μέσα του.
Η δικαιοσύνη είναι του Κυρίου, και παρά ταύτα είναι δική μας. Εκείνος, ο Ίδιος, είναι «H ΔIKAIOΣYNH MAΣ».
Δωρεά της δικαιοσύνης
Καθώς μελετάμε την Καινή Διαθήκη παρατηρούμε πως ο απόστολος Παύλος στις επιστολές του αναλύει και αναπτύσσει την υπέροχη έννοια «Ο Κύριος, Η Δικαιοσύνη Μας».
Πιο συγκεκριμένα, μας διδάσκει ότι στους αμαρτωλούς που αποφασίζουν να γυρίσουν πίσω στην πηγή της ζωής (τον Θεό) μέσω του συμφιλιωτικού έργου του Χριστού, αποδίδεται η δικαιοσύνη του Χριστού.
Ένεκα της δίκαιης ζωής και του εξιλεωτικού θανάτου του Χριστού, ο Θεός κάνει κάτι αξιοσημείωτο για του αμαρτωλούς: «καλεί τα μη υπάρχοντα ωσάν να υπάρχουν» (Ρωμαίους 4:17).
Με άλλα λόγια, ο Θεός, συσχετίζεται μαζί μας σαν να ήμασταν δίκαιοι, παρόλο που δεν είμαστε, σαν να μην έχουμε αμαρτάνει ποτέ, παρόλο που έχουμε και σαν να είμαστε αθώοι, παρόλο που είμαστε ένοχοι.
Ο απόστολος Παύλος αποκαλεί αυτή τη μονόπλευρη θεϊκή πράξη: «δωρεάς της δικαιοσύνης» ( Προς Ρωμαίους 5:17). Στη συνέχεια συνοψίζει αυτή την λυτρωτική πραγματικότητα ως εξής:
«Επειδή, όπως με την παρακοή τού ενός ανθρώπου οι πολλοί καταστάθηκαν αμαρτωλοί, έτσι και με την υπακοή τού ενός οι πολλοί θα κατασταθούν δίκαιοι» ( Προς Ρωμαίους 5:19).
Ο σκοπός του Θεού
Ο Θεός δεν είναι ένας ενδοτικός γονιός που σχετίζεται μαζί μας σαν να είμαστε δίκαιοι με σκοπό να επιβεβαιώσει την ανομία μας.
Αντιθέτως, ο σκοπός της «δωρεάς της δικαιοσύνης» του Θεού είναι να αφαιρέσει από την καρδιά μας κάθε αίσθημα καταδίκης και την αγωνία της προσπάθειας μας για να κερδίσουμε της σωτηρία.
Επιπλέον, «η δωρεά της δικαιοσύνης» μας αποκαλύπτει την άνευ όρων αγάπη Του για εμάς και ενισχύει την εμπιστοσύνη μας σε Αυτόν.
Μόνο εάν αποκατασταθεί η σχέση αγάπης και εμπιστοσύνης μας με τον Θεό με βάση τη χάρη Του, αρχίζει το δώρο που δεν αξίζουμε (η υπακοή προς τον νόμο του Θεού) να αναφύεται από μέσα μας.
Είναι πια η πίστη που αποκρίνεται στην πίστη, η αγάπη που αποκρίνεται στην αγάπη.
Έτσι, οδηγούμαστε στη Νέα Διαθήκη.
Η Νέα Διαθήκη
Όταν ο Θεός παρέδωσε τον νόμο Του στον λαό Ισραήλ, στο όρος Σινά, ο λαός εκτίμησε λανθασμένα την ηθική του κατάσταση και έδωσε με αυτοπεποίθηση την υπόσχεση στον Θεό, «Όλα όσα μίλησε ο Κύριος θα τα κάνουμε, και θα υπακούμε» (Έξοδος 24:7).
Αυτό έγινε γνωστό ως «η πρώτη» ή «η παλαιά» διαθήκη (Προς Εβραίους 8:7, 13).
Ωστόσο, αυτό που ακολούθησε ήταν μια μακρά ιστορία τυπικής λατρείας, ανυπακοής, επανάστασης και αμαρτίας κάθε είδους.
Η ιστορία του λαού του Ισραήλ μας αποδεικνύει την πικρή αλήθεια ότι καμία θρησκευτική πρακτική ούτε η τόνωση της καλής πατροπαράδοτης δύναμης της θέλησης δεν μπορεί να μας κάνει να ζήσουμε σε αρμονία με τον τέλειο νόμο της αγάπης του Θεού.
Ευτυχώς ο Θεός είχε εξ αρχής κάτι διαφορετικό στο σχέδιο Του, κάτι που έγινε γνωστό ως η Νέα Διαθήκη. Η διαθήκη αυτή βασίζεται στην υπόσχεση του Θεού να συγχωρέσει τις αμαρτίες μας και να γράψει το νόμο Του στην καρδιά μας (Ιερεμίας 31:31-34, Προς Εβραίους 8:7-12)
Ως εκ τούτου, το σημαντικότερο σημείο της νέας διαθήκης με τον Θεό είναι ότι δεν τηρούμε το νόμο με σκοπό να λάβουμε την «ανταμοιβή» της σωτηρίας, αλλά ως το δώρο της σωτηρίας του Χριστού που κινητοποιείται από την αγάπη.
Έμπρακτη έκφραση αγάπης
Στην επιστολή του προς Ρωμαίους (7:1-6), ο απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί το συμβολισμό του γάμου για να εξηγήσει τη διαφορά μεταξύ της παλαιάς και της νέας διαθήκης.
Επιχειρηματολογεί πως εάν μια γυναίκα έχει ένα σύζυγο, τότε είναι δεσμευμένη βάσει νόμου με τον σύζυγό της για όσο εκείνος ζει. Αν παντρευτεί άλλον άντρα, διαπράττει μοιχεία. Αν, όμως, πεθάνει ο σύζυγός της, είναι ελεύθερη να παντρευτεί άλλον άντρα.
Ο απόστολος Παύλος παρομοιάζει τον πρώτο σύζυγο με την προσπάθειά μας να εξασφαλίσουμε τη σωτηρία μέσω της δικιάς μας προσπάθειας να τηρήσουμε τον νόμο, και τον δεύτερο σύζυγο με τον Χριστό ως το μόνο πραγματικό μέσο σωτηρίας.
Μας προτρέπει να «θανατωθούμε ως προς τον νόμο» ως μέσο σωτηρίας και να «συζευχθούμε» τον Χριστό ως Σωτήρα μας.
Κάνοντας αυτό θα καλλιεργήσουμε μία σχέση με τον Θεό όπου «δουλεύουμε σύμφωνα με το νέο πνεύμα, και όχι σύμφωνα με το παλιό γράμμα» (Προς Ρωμαίους 7:6).
Με άλλα λόγια, στο παράδειγμα της παλαιάς διαθήκης προσπαθούμε να υπακούσουμε στο γράμμα του νόμου ώστε να σταθούμε άξιοι ενώπιον του Θεού, ενώ στη νέα διαθήκη σχετιζόμαστε με τον Θεό θεωρώντας ότι έχουμε ήδη λάβει τη χάρη Του μέσω του Χριστού.
Συνεπώς, υπακούμε το νόμο Του από την καρδιά μας επειδή ανταποκρινόμαστε, παρακινούμαστε και ενδυναμωνόμαστε από την αγάπη Του.
Διαβάστε επίσης: