Ήταν δίκαιη η δίκη Του Χριστού; Έγιναν νομικές παραβάσεις;
Μια άλλη ματιά στην καταδίκη του Ιησού, ρίχνει φως στις σκοτεινές προθέσεις των ανθρώπων.
Η δίκη του Ιησού, είναι ένα ιστορικό γεγονός που κάθε πιστός είναι καλό να γνωρίζει, όχι απλά ως γεγονός αλλά και τη σημασία του. Η δίκη του Ιησού ήταν ένα φοβερό φιάσκο. Μια σειρά από νομικές παραβάσεις που οδήγησαν με το έτσι θέλω, έναν αθώο, στον θάνατο. Είναι καλό να γνωρίζουμε γιατί ήταν φιάσκο αυτή η δίκη και γιατί πραγματικά λέμε πως ο Ιησούς καταδικάσθηκε άδικα σε θάνατο.
Ο άδικος θάνατος Εκείνου, έγινε για όλους εμάς η αχτίδα φωτός στο σκοτάδι μας, έγινε η αιώνια ελπίδα μας, έγινε ουσιαστικά η λύτρωσή μας. Προφανώς κι Εκείνος ήξερε από την αρχή τι θα συμβεί. Αυτό όμως, δεν δικαιολογεί την ανθρωπότητα, που αντί να Τον δεχτεί με τιμές και να υποταχθεί σε Αυτόν, Τον μίσησε, Τον βασάνισε και τελικά Τον θανάτωσε άδικα, με τον πιο σκληρό και ατιμωτικό τρόπο που υπήρχε εκείνη την εποχή. Ένα από τα ελάχιστα πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε λοιπόν, είναι να ρίξουμε φως στη υπόθεση της δίκης Του και να ανακαλύψουμε το πώς και το γιατί. Είναι σωστό να γνωρίζουμε και είναι απαραίτητο να θυμόμαστε. Ας Του αφιερώσουμε λίγο από τον χρόνο μας.
Η δικαιοσύνη την εποχή του Χριστού βρισκόταν σε αρκετά ψηλό επίπεδο. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο της εποχής υστερούσε μόνο σε λίγα θέματα από το σημερινό ευρωπαϊκό δίκαιο. Το Εβραϊκό Δίκαιο ήταν ιεροκρατικό και στηριζόταν στο Μωσαϊκό Νόμο. Τα εβραϊκά δικαστήρια ήτανε πολυμελή, με Ανώτατο Δικαστήριο το Μέγα Συνέδριο, που είχε και άλλες εξουσίες. Το Μέγα Συνέδριο έδρευε στην Ιερουσαλήμ, αποτελείτο από 120 μέλη με πρόεδρο τον Αρχιερέα και είχε υπό τη διαταγή του στρατιωτική δύναμη, την κουστωδία.
Οι θανατικές καταδίκες των εβραϊκών δικαστηρίων έπρεπε να επικυρωθούν από τη Ρωμαϊκή εξουσία, όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Η δίκη του Ιησού» του θεολόγου Δημήτριου Καππαή. Η θανατική ποινή προβλεπόταν για αρκετά αδικήματα αλλά σύμφωνα με τις αντιλήψεις του λαού σπανίως επιβαλλόταν. Η εκτέλεση γινόταν με διάφορους τρόπους, από τους οποίους πιο βασανιστικός και εξευτελιστικός ήταν ο θάνατος επί του σταυρού. Αυτός ο τρόπος εκτέλεσης συνηθίζονταν από τα Ρωμαϊκά δικαστήρια, τα οποία δεν είχαν ενδοιασμούς στην επιβολή της θανατικής καταδίκης. Σύμφωνα με την εβραϊκή δικονομία η προανάκριση ήταν άγνωστη και δεν υπήρχε δημόσιος κατήγορος.
Η απόφαση του δικαστηρίου δεν μπορούσε να στηριχθεί στην παραδοχή του κατηγορουμένου αλλά μόνο σε μαρτυρίες. Η δίκη διεξαγόταν μέρα, με ανοικτές τις πόρτες, ενώπιον του λαού και ξεκινούσε με τους μάρτυρες υπερασπίσεως με δύο τουλάχιστον μάρτυρες κατηγορίας να ακολουθούν. Οι μάρτυρες κατηγορίας έπρεπε να δώσουν σαφή και πανόμοια μαρτυρία, κρατώντας το δεξί τους χέρι πάνω στο κεφάλι του κατηγορουμένου, και σε περίπτωση θανατικής καταδίκης έπρεπε να συμμετέχουν στην εκτέλεση και να ρίξουν τις πρώτες πέτρες, εάν η θανάτωση θα γινόταν με λιθοβολισμό.
Ο κατηγορούμενος θεωρείτο αθώος μέχρι την τελική του καταδίκη, είχε το δικαίωμα να μιλήσει προς υπεράσπισή του, μπορούσε να φέρει μάρτυρες και να τύχει καλής μεταχείρισης. Στις δίκες δεν τηρούνταν πρακτικά αλλά μόνο η καταδίκη εκδιδόταν με γραπτό διάταγμα. Οι δικαστές έπρεπε να είναι αμερόληπτοι, δίκαιοι και μερικοί απ’ αυτούς να υπερασπίζουν τον κατηγορούμενο. Σε περίπτωση θανατικής καταδίκης η τελική απόφαση αναβάλλονταν για τη μεθεπόμενη μέρα και εάν επικυρωνόταν, η εκτέλεση έπρεπε να γίνει την επομένη της επικύρωσης και όχι αυθημερόν.
Από την έναρξη της ακροάσεως μέχρι την εκτέλεση χρειαζόταν τουλάχιστον 4 μέρες. Στον τόπο της εκτέλεσης συνόδευε τον κατηγορούμενο έφιππος δικαστής, που καλούσε το λαό να αναφέρει αμέσως στο δικαστήριο, το οποίο συνεδρίαζε εκείνη την ώρα, οτιδήποτε ελαφρυντικό για τον κατηγορούμενο, και σε μια τέτοια περίπτωση η εκτέλεση διακόπτονταν για να εξεταστούν τα νέα στοιχεία. Αυτά για τη Δικαιοσύνη στο Ισραήλ.
Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι στα χρόνια της ρωμαϊκής υποτέλειας υπήρχε μεγάλη φαυλότητα και ηθικός ξεπεσμός, με αποτέλεσμα οι άρχοντες να είναι πρόσωπα φαύλα, που εξασφάλιζαν τη θέση τους δωροδοκώντας τους Ρωμαίους ηγεμόνες. Οι δικαστές δεν είχαν πλέον την εντιμότητα και την ανθρωπιά που είχαν οι προκάτοχοι τους, ενώ και το έθνος βρισκόταν σε ξεπεσμό και αθλιότητα.
Στο κυρίως θέμα λοιπόν. Η στρατιωτική κουστωδία, μαζί με ένοπλους υπηρέτες, όταν συνέλαβε τον Ιησού δεν τον έφερε στο δικαστήριο αλλά στον πεθερό του αρχιερέα, τον Άννα, που είχε υπηρετήσει στο παρελθόν ως αρχιερέας. Ο Άννας, χωρίς να έχει καμιά εξουσία, άρχισε την ανάκριση για να βρει κατηγορία εναντίον του συλληφθέντα. Ο Χριστός απάντησε: «Τι με ρωτάς; Ρώτησε αυτούς που άκουσαν, τι τους μίλησα· δες, αυτοί ξέρουν όσα εγώ είπα» (Ιωάννης 18:21). Η απάντησή Του δεν άρεσε και ένας υπηρέτης ράπισε τον Ιησού. Μετά από λίγη ώρα οδήγησαν τον Χριστό στο σπίτι του αρχιερέα Καϊάφα και μέχρις ότου μαζευτούν τα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου οι υπηρέτες έδερναν, έβριζαν και κορόιδευαν τον Χριστό. Το Εβραϊκό Δίκαιο όμως απαγόρευε την ανάκριση και την κακοποίηση του κατηγορουμένου (Mishna, Sotah 1,4).Α
Η συνεδρίαση του Ανωτάτου Εβραϊκού Δικαστηρίου άρχισε στο σπίτι του αρχιερέα και όχι στο κτίριο του Δικαστηρίου και συνεδρίασε νύκτα, πράγμα απαγορευμένο (Mishna, Sanhedrin IV,1), χωρίς να προϋπάρχει σαφής κατηγορία από δύο τουλάχιστον μάρτυρες, όπως απαιτούσε η δικονομία. Μετά την έναρξη της δίκης βρέθηκαν δύο ψευδομάρτυρες που διαστρέβλωσαν τα λόγια του Ιησού, «Εγώ θα χαλάσω αυτό τον χειροποίητο ναό, και μέσα σε τρεις ημέρες θα ανοικοδομήσω άλλον, αχειροποίητον» (Μάρκος 14:58), που ξεκάθαρα αναφερόταν στην Ανάσταση του ιδίου και όχι στο ναό του Σολομώντος. Οι μαρτυρίες όμως δεν ταίριαζαν μεταξύ τους, «Εντούτοις, ούτε έτσι ήταν σύμφωνη η μαρτυρία τους» (Μάρκος 14:59). Εκτός του ότι οι μαρτυρίες δόθηκαν αντικανονικά με την ταυτόχρονη παρουσία και των δύο μαρτύρων, σύμφωνα με το Δευτερονόμιο το δικαστήριο έπρεπε να καταδικάσει σε θάνατο τους ψευδομάρτυρες και όχι τον κατηγορούμενο (Δευτερονόμιο 19:19).
Το Συνέδριο αποφάσισε ότι δε μπορεί να στηριχθεί σ’ αυτούς τους μάρτυρες και ο Πρόεδρος του, ο αρχιερέας Καϊάφας, ρώτησε το Χριστό «Και απαντώντας ο αρχιερέας, του είπε: Σε ορκίζω στον ζωντανό Θεό, να μας πεις, αν εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός τού Θεού» (Ματθαίος 26:63). Η ομολογία του κατηγορούμενου, αν η απάντησή Του μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια «Εσύ το είπες, όμως, σας λέω: Στο εξής, θα δείτε τον Υιό του ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά της δύναμης, και να έρχεται επάνω στα σύννεφα του ουρανού», κατά το Μωσαϊκό Νόμο δεν ήταν αρκετή για να Τον καταδικάσει. Σύμφωνα με το Δευτερονόμιο ήταν απαραίτητη η ύπαρξη μαρτύρων, «Με την ομολογία δύο μαρτύρων ή τριών μαρτύρων, θα θανατώνεται εκείνος που είναι άξιος θανάτου· με την ομολογία ενός μάρτυρα δεν θα θανατώνεται» (Δευτερονόμιο 17:6).
Ακόμη, κατά την δίκη δεν υπήρξε καθόλου υπεράσπιση, κάτι που εθεωρείτο απαραίτητο μέρος της δικαστικής διαδικασίας (Sanhedrin IV,5). Την υπεράσπιση την ανελάμβανε ένας τουλάχιστον από τους δικαστές για να μην μείνει κανένας κατηγορούμενος ανυπεράσπιστος. Μετά την απάντηση του Ιησού ο αρχιερέας «διέρρηξε τα ιμάτια του» πράγμα που απαγορεύει ο Μωσαϊκός νόμος στους ιερείς (Λευιτικό 21:10), ενώ τα μέλη του Συνεδρίου είπαν «είναι ένοχος θανάτου» (Ματθαίος 26:66). Η ψηφοφορία, που έπρεπε να γίνει κατά σειρά από το νεότερο δικαστή προς τους παλαιότερους για να μην επηρεαστούν μεταξύ τους, έγινε ταυτόχρονα. Τα έκτροπα συνεχίστηκαν και μετά την καταδικαστική απόφαση, «Και μερικοί άρχισαν να τον φτύνουν, και να σκεπάζουν το πρόσωπό του, και να τον γρονθοκοπούν, και να του λένε: Προφήτευσε! Και οι υπηρέτες τον χτυπούσαν με χαστουκίσματα στο πρόσωπο» (Μάρκος 14:65).
Για να τηρήσουν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι τα προσχήματα περίμεναν να ξημερώσει και συνεδρίασαν πάλι για να επικυρώσουν την καταδίκη στο κτίριο του Μεγάλου Συνεδρίου, δίπλα στα τείχη της Ιερουσαλήμ, «Και αμέσως το πρωί οι αρχιερείς έκαναν συμβούλιο μαζί με τους πρεσβύτερους και τους γραμματείς, και ολόκληρο το συνέδριο, και αφού έδεσαν τον Ιησού, τον έφεραν και τον παρέδωσαν στον Πιλάτο» (Μάρκος 15:1). Ο Χριστός συνελήφθη τη Πέμπτη το βράδυ και η επίσημη δίκη διεξήχθη, ολοκληρώθηκε και εκτελέστηκε μέσα στην ίδια ημέρα, την Παρασκευή, κατά παράβαση των κανόνων (Sanhedrin IV,I), ενώ έπρεπε να περάσουν τουλάχιστον τέσσερις ημέρες.
Κατά το Μωσαϊκό Νόμο η Θεοποίηση ανθρώπου αποτελούσε βλασφημία και αδίκημα, ο κατηγορούμενος όμως εδικαιούτο υπεράσπισης. Ο Χριστός κατά τη διακονία Του έκανε αναρίθμητα θαύματα μπροστά στο λαό, οι ίδιοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ τον είχαν υποδεχθεί, μόλις λίγες μέρες πριν, ψάλλοντας, «πήραν τα κλαδιά από τις φοινικιές, και βγήκαν σε προϋπάντηση Του και έκραζαν: Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Κυρίου, ο βασιλιάς του Ισραήλ» (Ιωάννης 12:13). Εξ άλλου η ανθρωπότητα περίμενε το Σωτήρα, «την προσδοκία των εθνών», «τον καθολικό διδάσκαλο» του Σωκράτη, το «Λόγο» του Πλάτωνα, τον «Άγνωστο Θεό» των Αθηναίων, τον «νέο Θεό» των τριών μάγων, τον «Άγιο» του Κομφούκιου και τον αναμενόμενο από όλους τους προφήτες του Ισραήλ «Μεσσία».
Οι μορφωμένοι Εβραίοι γνώριζαν καλά όλες τις προφητείες, που συνέκλιναν και συμφωνούσαν ότι ο κατηγορούμενος Ιησούς ήταν ο ίδιος ο Μεσσίας – ο Χριστός. Η ζωή, η διδασκαλία Του και τα απειράριθμα θαύματα Του δεν χωρούσαν καμιά αμφιβολία. Το Μεγάλο Συνέδριο όμως απαξίωσε να μελετήσει το θέμα και να εξετάσει μήπως ενώπιον του είχε αντί για μια Θεοποίηση ανθρώπου, μια ενανθρώπιση Θεού.
Με την παράδοση του Ιησού στον Πιλάτο μία νέα δίκη, Ρωμαϊκή αυτή τη φορά, ξεκινά.
Ήτανε πρωί της Παρασκευής, της προηγούμενης του εβραϊκού Πάσχα, που έφεραν οι Εβραίοι τον Ιησού έξω από το Πραιτώριο. Οι Εβραίοι δεν ήθελαν να μπουν στην κατοικία ειδωλολάτρη για να μη μολυνθούν πριν από το Πάσχα και στην επιμονή τους ο Ρωμαίος ηγεμόνας διέταξε και τοποθέτησαν στο λιθόστρωτο μπροστά από το Πραιτώριο τη δικαστική του έδρα. Κατά το τυπολατρικό Ρωμαϊκό Δίκαιο, η δικαστική εξουσία ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με την έδρα, την τήβεννο και τη σφραγίδα του δικαστή παρά με το άτομο του. Με την έναρξη της δίκης παρατηρείται η πρώτη δικονομική παράβαση. Ο κατηγορούμενος ήτανε δέσμιος κατά τη διάρκεια της δίκης ενώ έπρεπε να θεωρείται αθώος έως τη καταδίκη του.
Η δίκη άρχισε με την ερώτηση του Πιλάτου: «Ποια κατηγορία έχετε για τον άνθρωπο αυτόν;». Έπρεπε λοιπόν οι Εβραίοι να κατηγορήσουν τον Ιησού, αλλά η κατηγορία της βλασφημίας δε θα ενδιέφερε τον Ρωμαίο ηγεμόνα, ούτε θα επέφερε τη θανατική Του καταδίκη. Ο αρχιερέας Καϊάφας διετύπωσε ενώπιον του λαού μια νέα, εντελώς ψευδή, κατηγορία, «Και άρχισαν να τον κατηγορούν, λέγοντας: Αυτόν, τον βρήκαμε να διαστρέφει το έθνος, και να εμποδίζει να δίνουν φόρους στον Καίσαρα, λέγοντας για τον εαυτό του ότι είναι Χριστός, βασιλιάς» (Λουκάς 23:2).
Η απάντηση του Καϊάφα ήταν εντελώς ψευδής γιατί το Μέγα Συνέδριο είχε καταδικάσει τον Ιησού με βάση άλλης κατηγορίας, της βλασφημίας. Ήτανε ψέμα όμως και το περιεχόμενό της, γιατί ο Χριστός είχε δώσει διαφορετική απάντηση στους μαθητές των Φαρισαίων όταν Τον είχαν ρωτήσει για τη γνώμη του περί της ρωμαϊκής φορολογίας, «Τότε, τους λέει: Αποδώστε, λοιπόν, στον Καίσαρα αυτά που ανήκουν στον Καίσαρα, και στον Θεό, αυτά που ανήκουν στον Θεό» (Ματθαίος 22:21).
Με βάσει του Ρωμαϊκού Δικαίου για να αρχίσει μια δίκη έπρεπε να υπάρξει γραπτή αίτηση που να αναφερθεί το όνομα και τα στοιχεία του κατηγορούμενου και να διατυπωθεί ακριβώς η κατηγορία. Ακόμη έπρεπε να συνταχθεί πρωτόκολλο κατηγορίας και να καθοριστεί η ημέρα της δίκης, κατά την οποία θα καλούνταν οι μάρτυρες. Εάν όμως θεωρηθεί ότι δεν επρόκειτο για πρωτόδικη υπόθεση αλλά για επικύρωση της θανατικής καταδίκης του εβραϊκού δικαστηρίου τότε η εισαγωγή στη δίκη έπρεπε να γίνει με καταχώριση γραπτής αίτησης μαζί με την πρωτόδικη απόφαση. Ο Πιλάτος δεν έκανε τίποτε απ’ αυτά. Κατέβηκε από την έδρα του, πράγμα που κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο σήμαινε ότι δεν έχει πλέον δικαστική εξουσία, μπήκε στο Πραιτώριο και εκεί συνομίλησε με τον κατηγορούμενο, μακριά από το μαινόμενο πλήθος των Εβραίων, διενεργώντας κάποιας μορφής ανάκριση. Το αποτέλεσμα; Η αθώωση του κατηγορούμενου, «Εγώ καμιά αιτία θανάτου δε βρίσκω σε αυτόν» (Ιωάννης 18:38).
Ο Ιησούς έπρεπε να αφεθεί αμέσως ελεύθερος. Ο όχλος όμως δημιουργούσε μεγάλο θόρυβο μπροστά στο ανάκτορο επιμένοντας στη θανατική καταδίκη. Μέσα από τις φωνές ο Πιλάτος ξεχώρισε ότι ο Ιησούς ήτανε Γαλιλαίος, η οποία ήταν εκτός δικαιοδοσίας του. Η Γαλιλαία είχε άρχοντα, τετράρχη, τον εξηρτημένο βασιλιά Ηρώδη τον Αντύπα. Ο Πιλάτος λοιπόν παρά το γεγονός ότι είχε αμέσως προηγουμένως αθωώσει τον Ιησού, επικαλέστηκε την τοπική αρμοδιότητα του Ηρώδη και για να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη έστειλε τον Ιησού στον Ηρώδη, που βρισκόταν εκείνες τις ημέρες στην Ιερουσαλήμ.
Ο πανούργος Ηρώδης δεν θέλησε να ξαναβάψει τα χέρια του με άγιο αίμα και αποφάσισε ότι δεν έχει αρμοδιότητα γιατί το αδίκημα του Ιησού και η εβραϊκή καταδίκη του έγιναν έξω από τα δικά του σύνορα της Γαλιλαίας. Ο Χριστός λοιπόν αθωώθηκε για δεύτερη φορά από τη Ρωμαϊκή εξουσία με την απόφαση του Ηρώδη. Αντί όμως να αφεθεί ελεύθερος οδηγείται και πάλι δέσμιος στον Πιλάτο, αφού πρώτα ο Ηρώδης και οι στρατιώτες του τον εξευτέλισαν και του φόρεσαν βασιλικό μανδύα, πράξεις εντελώς απαράδεκτες αφού ο κατηγορούμενος δεν είχε καταδικαστεί, έστω και λόγο έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας.
Ο Πιλάτος βγήκε στον εξώστη του Πραιτωρίου και αθώωσε γι’ άλλη μια φορά τον Ιησού (Λουκάς 23:15-16). Οι Ιουδαίοι όμως φώναζαν περισσότερο και o Πιλάτος παρουσίασε το Χριστό και το ληστή Βαρραβά μπροστά τους δίνοντάς τους την επιλογή ποιόν από τους δύο να απελευθερώσει, για τη γιορτή του Πάσχα. Στη συνέχεια ακούγονταν ακόμη δυνατότερες φωνές από τον όχλου που ζητούσαν την απόλυση του Βαρραβά και τη θανάτωση του Ιησού, ο Πιλάτος διέταξε τη μαστίγωση του Ιησού. Η μαστίγωση ήταν μια σκληρή ποινή που συνόδευε την εσχάτη ποινή της σταύρωσης, αλλά μπορούσε να επιβληθεί και ως αυτοτελής ποινή. Σε καμιά περίπτωση όμως δε μπορούσε να επιβληθεί σε πρόσωπο που αθωώθηκε ή έστω σε κατηγορούμενο πριν από την τελική του καταδίκη, η νομοθεσία του Ιούλιου Καίσαρα (Τίτλος Ι θέμα 1ον και τίτλος 6ος θέμα 7ον) ήτανε σαφής και παρεβιάσθη κατάφορα.
Σκηνές που θα ντροπιάζουν την ανθρωπότητα και ειδικότερα την ανθρώπινη δικαιοσύνη ακολούθησαν. Μετά από το βάναυσο φραγγέλωμα στην αυλή του Πραιτωρίου έντυσαν το ματωμένο σώμα του Ιησού με βασιλική χλαμύδα, στεφάνωσαν το κεφάλι του με ακάνθινο στεφάνι και βασάνισαν και εξευτέλισαν τον αμνό του Θεού, σαν έναν πραγματικό κακούργο. Ο εκπρόσωπος της ανθρώπινης δικαιοσύνης, ο Πιλάτος, βγήκε πάλι από το Πραιτώριο, κάθισε στην δικαστική έδρα στο ύψωμα του Λιθόστρωτου και απευθύνθηκε στους αρχιερείς και τον όχλο, «Και όταν οι αρχιερείς και οι υπηρέτες τον είδαν, κραύγασαν, λέγοντας: Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον…»
Ο Πιλάτος λέει σ’ αυτούς: Πάρτε τον εσείς, και σταυρώστε τον· επειδή, εγώ δεν βρίσκω σ’ αυτόν κανένα έγκλημα. Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, του απάντησαν: Εμείς έχουμε νόμο, και σύμφωνα με τον νόμο μας πρέπει να πεθάνει, επειδή έκανε τον εαυτό του Υιό του Θεού» (Ιωάννης 19:6-7). Ο Πιλάτος λοιπόν αθώωσε τον Χριστό για άλλη μια φορά, αλλά πάλι δεν τον απέλυσε. Oι Ιουδαίοι από την μεριά τους, παραδέχθηκαν ότι ο κατηγορούμενος βρέθηκε από το Μέγα Συνέδριο ένοχος θανάτου κατά το Μωσαϊκό Νόμο γιατί απεκάλεσε τον εαυτό του υιό Θεού, κάτι που είχαν αποκρύψει μέχρι τη στιγμή εκείνη. Ο Πιλάτος παρέβη τη βασική νομική αρχή του Ρωμαϊκού Δικαίου «non bis in indem» (όχι δις επί της αυτής υποθέσεως) και ξαναμπήκε στο Πραιτώριο για να ανακρίνει και πάλι Τον Ιησού.
Η νέα απροσδόκητη κατηγορία ότι «απεκάλεσε τον εαυτό του υιό Θεού», η επιβλητική προσωπικότητα του Ιησού, η γαλήνη που ακτινοβολούσε, το μήνυμα της γυναίκας του Πιλάτου και ο θρησκευτικός φανατισμός των Ιουδαίων, τον συγκλόνισαν και τον σύγχυσαν. Ο Πιλάτος συνομίλησε πάλι με τον Ιησού. Ο κατηγορούμενος δεν ήτανε συνηθισμένος άνθρωπος και μιλούσε σαν να είχε θεϊκή εξουσία, συμπεριφερόταν σαν να είναι ανώτερος από το δικαστή του. Θέλοντας να ελευθερώσει τον Χριστό, ο Πιλάτος ξανακάθισε στη δικαστική έδρα και άνοιξε νέα συζήτηση με τον όχλο σε μια τελευταία προσπάθεια του να αποφύγει τη σταύρωση του Ιησού. «Έκτοτε, ο Πιλάτος ζητούσε να τον απολύσει· οι Ιουδαίοι, όμως, έκραζαν λέγοντας: Αν αυτόν τον απολύσεις, δεν είσαι φίλος του Καίσαρα· όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλιά, αντιτίθεται στον Καίσαρα» (Ιωάννης 19:12).
Το τελευταίο τέχνασμα των Εβραίων συγκλόνισε τον Πιλάτο γιατί βρισκόταν στη δυσμένεια του αυτοκράτορα Τιβερίου (Ιωσήπου Lib. XIII, Cap. III, p.1) και αποφάσισε αμέσως να σώσει το τομάρι του, παρά να υπερασπιστεί τη δικαιοσύνη. Για να αποφύγει το βάρος της άδικης καταδίκης δεν εξέδωσε δική του απόφαση αλλά «βλέποντας ο Πιλάτος ότι δεν ωφελεί σε τίποτε, αλλά μάλλον γίνεται θόρυβος, παίρνοντας νερό, ένιψε τα χέρια του μπροστά από το πλήθος, λέγοντας: Είμαι αθώος από το αίμα αυτού τού δικαίου· αφορά εσάς. Και απαντώντας ολόκληρος ο λαός, είπε: Το αίμα του ας είναι επάνω μας, και επάνω στα παιδιά μας. Τότε, τους απέλυσε τον Βαραββά· τον δε Ιησού, αφού τον μαστίγωσε, τον παρέδωσε για να σταυρωθεί» (Ματθαίος 27:24-26).
Εάν θεωρηθεί ότι η πράξη του Πιλάτου να νίψει τα χέρια του και να επιτρέψει στους Εβραίους να σταυρώσουν το Χριστό ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη, τότε πρέπει να θεωρήσουμε ότι κατεδικάσθη ο Ιησούς σε θάνατο επί εσχάτη προδοσία επειδή παρουσιαζόταν σαν βασιλιάς, πράξη αντίθετη προς την Lex Julia Majestatis και τα Crimina Imminutae Majestatis.
Ακολούθως άρχισε η διαδικασία της εκτέλεσης. Καθώς ο Ιησούς βρισκόταν σταυρωμένος, οι Εβραίοι έβριζαν και κορόιδευαν, «Παρόμοια, μάλιστα, και οι αρχιερείς, εμπαίζοντας ο ένας προς τον άλλον, μαζί με τους γραμματείς, έλεγαν: Άλλους έσωσε, τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει·» (Μάρκος 15:31). Επομένως, παραδεχόταν και ενώπιον του Σταυρού ότι ο Χριστός έκανε θαύματα και έσωσε άλλους.
Αυτά λοιπόν για τη δίκη του Χριστού. Στην εβραϊκή δίκη του Μεγάλου Συνεδρίου σημειώσαμε 16 παραβάσεις του Μωσαϊκού Νόμου. Στη δίκη του Πιλάτου σημειώσαμε άλλες 16 σοβαρές παραβάσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου. Η όλη όμως διαδικασία, από τη βραδινή σύλληψη μέχρι την μεσημβρινή Σταύρωση, οι ψευδείς και εναλλασσόμενες κατηγορίες, η συνεχής εναλλαγή δίκης και ανάκρισης, η μεταφορά του Χριστού από τα σπίτια των αρχιερέων στο Πραιτώριο, στο λιθόστρωτο, στον Ηρώδη, οι βασανισμοί του κατηγορουμένου και η Σταύρωση Του ενώ βρέθηκε 6 φορές αθώος από τον Πιλάτο και τον Ηρώδη, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως δίκη, ούτε καν ως παρωδία δίκης, αλλά μόνο ως το μεγαλύτερο ίσως δικαστικό φιάσκο όλων των εποχών.
Πηγή: Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου
Βιβλικός επισκέπτης