Η οποιαδήποτε μορφή επιβολής πίστης είναι αποδεκτή από τον Θεό; Συμφωνεί με τις πρακτικές της καταπίεσης ή ο δρόμος αυτός είναι λάθος;
Ένα πολύ μεγάλο ζήτημα που αφορά την εκκλησία αλλά και τους έξω από αυτή, είναι η καταπίεση σε όλες της τις εκφάνσεις. Ένα φαινόμενο πολύ διαδεδομένο όσο και παλιό, που αντί να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, σχεδόν πάντα προκαλεί την αντίδραση και χωρίς ίχνος υπερβολής, αναδεικνύεται σε μια εντελώς καταστροφική μέθοδο. Την συναντάμε πολύ μα πολύ συχνά. Ιδιαίτερα στις οικογένειες που βρίσκονται εντός των τειχών της εκκλησίας η καταπίεση, που συναντάται πολύ συχνά και με μαθηματική ακρίβεια, αποδεικνύεται λανθασμένη.
Γενικότερα η καταπίεση είναι από τη φύση της κάτι άσχημο, όμως στα πλαίσια της πίστης και της ελεύθερης βούλησης που έχει ο άνθρωπος και μάλιστα δοσμένη από τον ίδιο τον Θεό, η καταπίεση και η επίμονη προσπάθεια να στρέψουμε κάποιον στη πίστη με οποιοδήποτε τρόπο και αδιαφορώντας για τις επιλογές του, είναι τουλάχιστον ακατάλληλη. Δεν αποδίδει και δεν δοξάζει Τον Θεό.
Αντίθετα μάλιστα, γίνεται συχνά αιτία και αφορμή κατάκρισης από τους απανταχού αθεϊστές που περιμένουν μόνιμα «στη γωνία» σαν τον δολοφόνο που έχει στήσει καρτέρι στο θύμα του. Εξίσου τραγικά βέβαια είναι και τα ιστορικά λάθη των ανθρώπων που με σημαία την πίστη στον Χριστό έπραξαν βαρβαρότητες, απομακρυσμένοι ουσιαστικά από τον Ιησού και την διδασκαλία του. Αποκομμένοι από την αγάπη που διδάσκει το Ευαγγέλιο και το σεβασμό προς την ανθρώπινη ελευθερία της επιλογής.
Η ιστορία έχει δυστυχώς καταγράψει εγκλήματα που έγιναν κατά καιρούς, με πρόσχημα τον Χριστιανισμό, στην ουσία όμως καμία σχέση δεν είχαν οι εμπνευστές τους, ούτε με τον Ιησού, ούτε με το Ευαγγέλιό Του. Αποτέλεσμα και σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν να στιγματιστεί (κακώς) η Χριστιανική πίστη και να ακούμε συχνά σήμερα την ατάκα, «στο όνομα Του Χριστού έχουν γίνει τα μεγαλύτερα εγκλήματα». Κι όμως, τα εγκλήματα αυτά, όπως και η καταπίεση που μπορεί να υπάρχει μέσα σε μια οικογένεια, δεν είναι φαινόμενα αποδεκτά από τον Θεό. Οι πρακτικές αυτές είναι καθαρά ανθρώπινες και δεν εκφράζουν σε καμία περίπτωση την Χριστιανική διδασκαλία και το μεγαλείο του Θεού.
Η καταπίεση μέσα στη χριστιανική οικογένεια από τους γονείς προς τα παιδιά λαμβάνει χώρα κυρίως κατά την εφηβεία. Σύμφωνα με τους ειδικούς σε θέματα ψυχολογίας και ύστερα από αλλεπάλληλες έρευνες που έχουν γίνει, είναι πλέον δεδομένο πως η καταπίεση δεν ωφελεί, αλλά αντίθετα, προκαλεί μεγάλα προβλήματα και έχει σοβαρές συνέπειες. Προσοχή εδώ βέβαια. Δε μιλάμε για τη σωστή νουθεσία και καθοδήγηση που απαραίτητα πρέπει να έχει ένα έφηβος, αλλά για τη τυφλή και χωρίς όρια καταπίεση που πάντα δημιουργεί χάος.
Γενικότερα οι συμπεριφορά των γονέων απέναντι στα παιδιά, πολλές φορές είναι ποτισμένη με καταπίεση. Πολλοί γονείς στην προσπάθειά τους να καθοδηγήσουν, να συμβουλέψουν και να προστατέψουν τα παιδιά, με σκοπό να τα κάνουν ευτυχισμένα κι επιτυχημένα στη ζωή, τα καταπιέζουν, καταπνίγουν τις επιθυμίες τους και δεν τους δίνουν περιθώρια για πρωτοβουλίες και αυτονομία. Τα παιδιά, νιώθουν ανίκανα να κάνουν κάτι μόνα τους και πιστεύουν ότι είναι κλεισμένα μέσα σ’ ένα χρυσό κλουβί.
Οι γονείς με την καταπιεστική και αποκλειστική αγάπη που δείχνουν στα παιδιά (και την ίδια αγάπη προσδοκούν να εισπράξουν) τα αποξενώνουν από τον έξω κόσμο, τα εμποδίζουν στο να κάνουν φιλίες και γνωριμίες και τέλος τα παιδιά αυτά γίνονται ενήλικες μοναχικοί, εσωστρεφείς, με προβλήματα κοινωνικής συμπεριφοράς και συναναστροφής. Αυτή όμως είναι μια τελείως λάθος πρακτική. Οι γονείς πρέπει να δίνουν κάποιες ελευθερίες στα παιδιά, όχι όμως βέβαια να καταλήγουν και στην ασυδοσία. Αυτό είναι το άλλο άκρο κι όπως έχουμε πει ξανά, τα άκρα δεν βοήθησαν ποτέ κανέναν.
Το παράδειγμα της εφηβείας ήταν ένα τυχαίο αλλά πολύ αντιπροσωπευτικό δείγμα καταπίεσης. Η ουσία, είναι να καταλάβουμε τι είναι η καταπίεση και πόσο κακό κάνει. Και το λέμε ξανά, η καταπίεση και όχι το ενδιαφέρον και η υγιείς προσπάθεια να στρέψουμε κάποιον στη σωστή κατεύθυνση. Σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από αυτήν της οικογένειας, η καταπίεση έχει παρατηρηθεί, που αλλού… στην εξουσία.
Η πολιτική εξουσία στο παρελθόν, έχει κάνει τραγικά λάθη, επιλέγοντας τον λάθος δρόμο της καταπίεσης και της χειραγώγησης. Τα γεγονότα πολλά. Μεγάλη βαρύτητα είχαν οι κινήσεις που έκανε ο Μέγας Θεοδόσιος, ο οποίος με τη θρησκευτική πολιτική του, καθόρισε την θέση της εκκλησίας στις δομές της λειτουργίας της αυτοκρατορίας, επιβάλλοντας τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία. Στις 27 Φεβρουαρίου του 380 αναγνώρισε τον Χριστιανισμό ως την επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας δηλώνοντας «επιθυμούμε όλα τα διάφορα υπήκοα έθνη, να ακολουθούν την Θρησκεία που παραδόθηκε στους Ρωμαίους από τον άγιο απόστολο Πέτρο» και στις 8 Νοεμβρίου του 392 έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες θρησκείες.
Πηγαίνοντας ένα βήμα πιο πέρα, στις 2 Μαΐου του 381 εξέδωσε το λεγόμενο «έδικτο κατά των αποστατών» με το οποίο τιμωρούσε με πλήρη στέρηση δικαιωμάτων δικαιοπραξίας όλους τους πρώην χριστιανούς που επέστρεφαν στην εθνική θρησκεία. Μάλιστα η στάση του αυτή σκλήρυνε ακόμη περισσότερο, όταν στις 21 Δεκεμβρίου του 382 απαγόρευσε με ποινή θανάτου και δήμευση της περιουσίας των ενόχων Εθνικών (που χαρακτηρίζονται «παράφρονες» και «ιερόσυλοι»), κάθε μορφή θυσίας, μαντικής, ψαλμωδιών προς τιμή των θεών ή τις απλές επισκέψεις σε αρχαίους ναούς. Όλες αυτές οι ενέργειες βεβαίως, ίσως να θεωρήθηκαν απλά υποστηρικτικές ως προς τον Χριστιανισμό, μιας και δε προέβη σε διωγμούς παρόμοιους με αυτούς που υπέστησαν οι Χριστιανοί, μα στην ουσία ο Θεοδόσιος επέβαλε σε όλους μια θρησκεία και με αυτό τον τρόπο καταπίεσε τις συνειδήσεις των ανθρώπων και την ελεύθερη επιλογή τους. Είναι γνωστό φυσικά πως τα κίνητρα του, δε μπορούν να χαρακτηριστούν θρησκευτικά αλλά μάλλον πολιτικά και συσχετιζόμενα με τη διατήρηση της περίφημης Ρωμαϊκής ειρήνης (PAX ROMANA). Άλλο θέμα αυτό βεβαίως, απλά το αναφέρουμε ως χρήσιμο.
Από την άλλη, δε πρέπει να παραλείψουμε και το γεγονός πως η ίδια η εκκλησία, έχει κάνει λάθη. Και μόνο η ανάμειξη της κοσμικής εξουσίας με την πίστη, είναι ένα πολύ σοβαρό λάθος. Η ιστορία δε θα μπορέσει ποτέ να ξεχάσει κάποιες επιλογές που πάρθηκαν με την ευλογία της εκκλησιαστικής εξουσίας και που δυστυχώς δεν είχαν κατά βάθος καθαρά κίνητρα. Οι σταυροφορίες και τα συγχωροχάρτια χρησιμοποιούνται πολύ συχνά από τους πολέμιους του Χριστιανισμού για να κατακρίνουν και να αποδημήσουν την πίστη. Όσο σκέφτεται κανείς ορισμένα γεγονότα του παρελθόντος που έγιναν δήθεν υπέρ της πίστης αλλά ουσιαστικά την υπέσκαπταν, μόνο να μελαγχολήσει μπορεί.
Τα συγχωροχάρτια αποτελούν παράδειγμα υποκρισίας, αλλά το θέμα μας είναι η καταπίεση κι αυτή έχει χρησιμοποιηθεί πάρα πολύ σαν πρακτική κατά καιρούς, ακόμη και από τους υπηρέτες της εκκλησίας. Αν αποτυπώναμε όλα τα λάθη που έχουν γίνει, θα χρειαζόμασταν πολύ χρόνο και ίσως δε θα είχε ιδιαίτερο νόημα. Άλλωστε πολλά από αυτά έχουν καταδικαστεί ακόμη κι από την ίδια την εκκλησία, έστω και καθυστερημένα. Εκείνο που έχει σημασία, είναι να επικεντρωθούμε στο πρόβλημα και το πρόβλημα είναι η χειραγώγηση των ανθρώπων και η καταπίεση που τους ασκείται συχνά, προκειμένου να επιλέξουν τον ορθό δρόμο, που οι ίδιοι όμως δε τον θέλουν.
Το αποτέλεσμα είναι σχεδόν πάντα το ίδιο. Είτε μιλάμε για ένα παιδί, είτε για έναν έφηβο, είτε για έναν πολίτη ενός κράτους γενικά, είτε ακόμη και για ένα μέλος μιας Χριστιανικής οικογένειας. Αυτό το τελευταίο παράδειγμα, είναι επίσης μια πολύ συνηθισμένη ιστορία. Δεν είναι λίγες οι φορές που τα παιδιά δεν ακολουθούν τον δρόμο των γονιών τους και επιλέγουν να είναι μακριά από τον Θεό. Πιθανό είναι, θα πει κάποιος. Προφανώς, αλλά τις περισσότερες φορές συμβαίνει σαν αποτέλεσμα μιας πολύ έντονης καταπίεσης που δέχονται και που προκαλεί την έντονη αντίδρασή τους. Κι αυτό γιατί τους παρουσιάζεται η πίστη σαν ένα καθήκον. Σαν μια υποχρέωση. Σαν ένα σκληρό και αμείλικτο νόμο, που πρέπει οπωσδήποτε να τηρήσουν, είτε το θέλουν, είτε όχι. Αυτό το συναντάμε πολύ έντονα και διαχρονικά σε εκκλησιαστικά σχολεία όπως εκείνα που τα παιδιά ζουν εσώκλειστα. Άλλη θλιβερή ιστορία κι αυτή. Μέγα λάθος και με μεγάλες συνέπειες.
Είναι όμως όλα αυτά συμβατά με την πίστη και τη Χριστιανική διδασκαλία; Συμφωνεί ο Θεός με αυτές τις πρακτικές; Οπωσδήποτε η απάντηση στα ερωτήματα μας, είναι ένα μεγάλο όχι. Ένα όχι που δε βγαίνει από τα δικά μας στόματα ή τις δικές μας θεωρίες αλλά από το στόμα του ίδιου του Ιησού, που ούτε λίγο ούτε πολύ, ξεκαθάρισε πως δεν θέλει πιστούς με το ζόρι. Κάτι τέτοιο άλλωστε, δε θα είχε και αξία.
Ο Θεός ουδέποτε θέλησε να προσελκύσει με το ζόρι (όπως κακώς έχει ειπωθεί) τον άνθρωπο. Γι αυτό εξάλλου και του προσέφερε το δώρο της ελεύθερης βούλησης. Το ότι η επιλογές μας, δεν είναι πάντα προς το συμφέρον της ψυχής μας, είναι άλλο θέμα. Διατηρούμε ωστόσο πάντα το δικαίωμα της επιλογής. Ο απόστολος Παύλος το περιγράφει πολύ ωραία: «Όλα είναι στην εξουσία μου, όμως όλα δεν συμφέρουν· όλα είναι στην εξουσία μου, αλλά εγώ δεν θα εξουσιαστώ από τίποτε» (Ά Κορινθίους 6:12).
Σαφώς και μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε. Μπορούμε να επιλέξουμε γιατί είμαστε πραγματικά ελεύθεροι. Ο Ιησούς Χριστός μιλώντας γι αυτό ακριβώς το θέμα, είπε πολύ καθαρά πως θέλει μόνο εκείνον που επιθυμεί πραγματικά να Τον ακολουθήσει. «Τότε, ο Ιησούς είπε στους μαθητές του: Αν κάποιος θέλει να έρθει πίσω μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, κι ας σηκώσει τον σταυρό του, κι ας με ακολουθεί» (Ματθαίος 16:24). Είναι τόσο κατανοητό και σαφές που δε θέλει καμία εξήγηση.
Ο Χριστός δεν κάλεσε κανέναν με το ζόρι. Το βλέπουμε και σε άλλα σημεία της Βίβλου. Είναι μια μεγάλη αλήθεια. Ο Ιησούς δε θέλει τίποτα χωρίς αληθινά ελεύθερη επιλογή. Μπορούμε να δείξουμε το δρόμο σε εκείνους που τον αγνοούν μα όχι να τους τον επιβάλουμε. Αυτός θα είναι ένας λάθος δρόμος. Αν… εκείνοι που μάθουν για τον Χριστό, θελήσουν να Τον ακολουθήσουν, θα το κάνουν. Και μόνο τότε θα αξίζει. Διαφορετικά δεν έχει κανένα νόημα. Ας το θυμόμαστε.
Βιβλικός επισκέπτης