«Σε διαβεβαιώνω απόλυτα, αν κάποιος δεν γεννηθεί από επάνω, δεν μπορεί να δει τη βασιλεία τού Θεού» (Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, 3:3).

O εορτασμός των Χριστουγέννων, που εξορίζει τον Πρωταγωνιστή τους, τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να δώσει τη λύση στα βαθύτερα ερωτηματικά και τη θεραπεία στις βασανιστικές αγωνίες της ψυχής.

Ας σκεφτούμε για λίγο πόση ευφροσύνη θα γεννούσε στην Άγια Ψυχή του Θεού η επιλογή μας καθημερινά να συλλογιζόμαστε, να συζητάμε ή να μεταλαμπαδεύουμε στους συνανθρώπους μας εκείνες τις έξοχες αλήθειες που τέθηκαν στη συζήτηση του Χριστού με τον Νικόδημο.

Εκείνο το βράδυ, σε εκείνη τη μυστική συνάντηση, ο Χριστός γνώριζε ότι έθετε τα θεμέλια μίας συγκλονιστικής Διδαχής, που θα επηρέαζε, όχι μόνο τον Νικόδημο, αλλά και τον ειλικρινή αναζητητή κάθε γενιάς και κάθε εποχής.

Εκείνα τα μοναδικά λόγια του Χριστού, τα άκουγαν με αμείωτο ενδιαφέρον οι αγγελικές και αναμάρτητες υπάρξεις, γνωρίζοντας ότι από αυτά οικοδομούνται αλήθειες, που ήταν, είναι και θα είναι μία πολύτιμη παρακαταθήκη για όλη την ανθρωπότητα. Όμως, το θέμα δεν είναι πώς αξιολογεί ο ουρανός αυτά τα λόγια, αλλά αν εμείς οι ίδιοι έχουμε λάβει από αυτά το καίριο Μήνυμα.

O Χριστός δεν εισήλθε στη μήτρα της Μαρίας εκ Πνεύματος Αγίου, για να λάβουμε εμείς ένα ρηχό και επιφανειακό μήνυμα, συνώνυμο με τις υλιστικές ανάγκες και την αποθέωση του εγωκεντρισμού.

Εισήλθε, επιθυμώντας το Περπάτημά Του σε αυτή τη γη να ανοίξει για τον καθένα μας μία νέα Οδό, που θα μας οδηγήσει στην αληθινή συμφιλίωση με τον Ουράνιο Πατέρα. Έγινε Αυτός το Άγιο Πρότυπό μας, πληρώνοντας ένα ασύλληπτα υψηλό τίμημα, έτσι ώστε ο άνθρωπος να απευθύνεται πια, μέσω Εκείνου, στον Ουράνιο Πατέρα, χωρίς να υπάρχει κανένα εμπόδιο, σκιά ή ατέλεια σε αυτή τη μοναδική Δυνατότητα που χάραξε για εμάς.

Ο άνθρωπος, που αποδέχεται αυτό το Δώρο του Θεού, ομολογώντας με ταπείνωση ότι δεν έκανε τίποτα για να το αξίζει, αλλά το λαμβάνει μόνο χάρη στην απερίγραπτη Αγάπη και Αγαθότητα του Θεού, ανοίγει την καρδιά του για τη βίωση μίας υπέροχης πραγματικότητας: την πραγματικότητα της Γέννησης εν Χριστώ.

Ο Νικόδημος ξαφνιασμένος ρωτά: «Πώς δύναται άνθρωπος να γεννηθή γέρων ων; μήποτε δύναται να εισέλθη δευτέραν φοράν εις την κοιλίαν της μητρός αυτού και να γεννηθή;» ( Ιωάννης, 3:4). Η απάντηση του Χριστού «Αληθώς, αληθώς σοι λέγω, εάν τις δεν γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, δεν δύναται να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού» ( Ιωάννης, 3:5), καταδεικνύει πως δε μιλούσε για μία φυσική, αλλά για μία πνευματική γέννηση, που, καθώς σφραγίζεται και κατευθύνεται από τον Θεό σε όλο το διάβα της ζωής του ανθρώπου, αλλάζει μια για πάντα τους σκοπούς του σε αυτή τη γη.

Με άλλα λόγια, ο Ιησούς εννοούσε ότι ένας άνθρωπος μπορεί να γεννηθεί άνωθεν, όταν είναι έτοιμος να πεθαίνει ως προς τις αντιλήψεις του, ως προς όλα αυτά που θεωρεί αρετές ή αναφαίρετα δικαιώματά του και να λάβει μέσα του ένα νέο είδος Ζωής, υπερφυσικό και ύψιστο, που χορηγείται μόνο από τον Δημιουργό. Ας μη μας παγώνει η φράση ‘να πεθάνει’.

Αυτή είναι η κηδεία, που ονομάζεται ‘λευκή’, γιατί συνοδεύεται από ανεκλάλητη χαρά στον ουρανό και τη γη. Ας μη μας σκανδαλίζει η φράση ‘να παραδώσουμε αυτά που θεωρούμε δικαιώματά μας στον Χριστό’. Ο Σωτήρας μας είναι το Μόνο Πρόσωπο, που δε θα μπορούσε ποτέ να καταχραστεί την ελευθερία μας ή να οικοδομήσει μέσα μας το Θέλημά Του ενάντια στο θέλημά μας.

Η Αναγέννηση στηρίζεται στην απόφασή μας να ανήκουμε στον Χριστό και έχει αξία μόνο όταν είναι καρπός της ελεύθερης βούλησής μας, αυτής ακριβώς της βούλησης, που πιστοποιεί ότι πλαστήκαμε ως όντα με ηθική και πνευματική δυνατότητα να επιλέξουμε το είδος της ζωής που επιθυμούμε.

Ακόμα και ο νόμος του Θεού στην Αγία Γραφή επανειλημμένα χαρακτηρίζεται ως «νόμος της ελευθερίας» (Ιάκωβος, 1:25), ακριβώς γιατί μας ελευθερώνει από τα πάθη που επιθυμεί να καρπίσουν μέσα μας ο Εχθρός της ψυχής μας, προκειμένου να μας κρατά αιχμάλωτους στην αρρωστημένη και μοχθηρή κυριαρχία του.

Επομένως, ο θάνατος ως προς τα κακά πάθη και τις κακές επιθυμίες, μας ανοίγει τη θύρα της ουσιαστικής Ελευθερίας εν Χριστώ. Ζούμε πλέον στο ευλογημένο καθεστώς της Αναγέννησης και επιθυμούμε να σκεπτόμαστε, να μιλάμε και να πράττουμε με τρόπο που δοξάζει τον Θεό και ευλογεί την ύπαρξή μας.

Αυτή η πραγματικότητα είναι πράγματι μυστηριακή και συντελείται από τον Ίδιο τον Θεό στα προσπελάσιμα, αλλά και στα απροσπέλαστα βάθη του μυαλού και της ψυχής μας. Αλλάζει και μεταμορφώνει κατά τη Μεγαλοσύνη Του Θεού κάθε ‘γωνιά’ του συνειδητού, του υποσυνειδήτου και του ασυνειδήτου, μέρη της ύπαρξής μας στα οποία μόνο ο Δημιουργός μπορεί να εισέλθει.

Άλλωστε, ο Ίδιος ο Χριστός το δήλωσε τόσο εμφατικά: «Το γεγενημένον εκ της σαρκός, είναι σάρξ· και το γεγενημένον εκ του Πνεύματος, είναι πνεύμα. Μη θαυμάσης ότι σοι είπον, Πρέπει να γεννηθήτε άνωθεν. Ο άνεμος όπου θέλει πνέει, και την φωνήν αυτού ακούεις, αλλά δεν εξεύρεις πόθεν έρχεται, και που υπάγει· ούτως είναι πας όστις εγεννήθη εκ του Πνεύματος» ( Ιωάννης, 3:6-8).

Αν ακόμη και η σαρκική γέννηση παραμένει ένα αξιοθαύμαστο μυστήριο, πόσο μάλλον η Γέννηση του ανθρώπου σε νέο εν Χριστώ κτίσμα. Κανείς δεν μπορεί, με τα ανθρώπινα έργα ή τις ανθρώπινες επινοήσεις, να αλλάξει την καρδιά ενός ανθρώπου και να φέρει στη θέση του μίσους, αγάπη, στη θέση του εγωισμού, προσφορά, στη θέση του ατομικισμού, αυταπάρνηση.

Ακόμα και οι πλέον ανθρωπιστικές ή ψυχολογικές θεωρίες, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ψυχής ολιστικά, δηλαδή να αντιμετωπίσουν τον άνθρωπο σε όλες τις πολύπλοκες και αντιφατικές πτυχές της ύπαρξής του και να δώσουν την αποτελεσματική θεραπεία, που δύναται να υψώσει τον άνθρωπο σε ανώτερο δημιούργημα και να τον καταστήσει μία ύπαρξη ολοκληρωμένη για τη Δόξα του Θεού και την ευλογία των συνανθρώπων του.

Δεν πρέπει να περιφρονούμε οποιαδήποτε ανθρωποκεντρική προσπάθεια για την πνευματική και ηθική ανάπλαση του ανθρώπου, όμως όλα αυτά τα μέσα είναι απλώς επικουρικά. Ανακουφίζουν, καταστέλλουν, όμως δεν προχωρούν στο απέραντο βάθος της ανθρώπινης ψυχής.

Είναι σαν τα αναλγητικά φάρμακα, που απλώς καλύπτουν τον πόνο, χωρίς να τον θεραπεύουν. Μόνο ο Ίδιος ο Χριστός, ως Θεός που ενανθρωπίστηκε, μπορεί να θεραπεύσει ουσιαστικά και πλέρια, ακριβώς γιατί ταυτίστηκε τόσο με τη φύση μας και επωμίστηκε τα βάρη του σώματος και της ψυχής μας, όπως κανείς άλλος.

Αν και Άμωμος και Τέλειος, λογίστηκε ως κατάρα για χάρη μας, γινόμενος αυτό που άξιζε σε εμάς. Ο Κύριός μας είναι ο Πληγωμένος Θεραπευτής, οι πληγές και ο πόνος που βίωσε για τον καθένα μας, Του δίνουν όλη τη Δύναμη να κάνει πραγματικότητα αυτό που φαίνεται ασύλληπτο και αδιανόητο: να δώσει τη Δική Του Διάνοια, τη Δική Του Καρδιά, το Δικό Του Πνεύμα, ακόμα και σε έναν άνθρωπο, που εμείς θεωρούμε τόσο… χαλασμένο για να αλλάξει.

Πραγματικά, γεμίζει δέος η ψυχή, αναλογιζόμενη το θαύμα που ετελέσθη στην καρδιά του ετοιμοθάνατου ληστή. Όταν ο ληστής γύρισε και κοίταξε τον Χριστό, δεν αντίκρισε έναν Θεό με όλη Του τη Δόξα, αλλά μία ακραία βασανισμένη Ύπαρξη.

Μόνο το Άγιο Πνεύμα μπορούσε να συστήσει στην καρδιά του ληστή ότι αυτή η καταματωμένη Φιγούρα, που μέσα στην τραγικότητά της εξέπεμπε τόση Αγάπη, ήταν και είναι ο Σωτήρας του κόσμου, ο Βράχος των Αιώνων, η Πηγή του Αληθινού Φωτός.

Ας θυμηθούμε τον Παύλο, τον τόσο ορκισμένο διώκτη των Χριστιανών. Τι άλλο, εκτός από τη σαρωτική Θεία Ενέργεια, θα είχε τη Δύναμη να τον μεταμορφώσει στον Απόστολο των Εθνών; Ας σκεφτούμε ιστορίες που έχουμε ακούσει για σκληρούς, αδίστακτους απατεώνες και εγκληματίες, που μεταμορφώνονται σε γίγαντες πίστης. Ας σκεφτούμε τις αλλαγές που έχουμε διαπιστώσει ή παρατηρούμε εν εξελίξει μέσα μας ή στις ψυχές των οικείων μας, φίλων και συγγενών, οι οποίες κάθε μέρα, με κάποιο τρόπο, αλλάζουν και ενστερνίζονται περισσότερο και περισσότερο το βάθος των πνευματικών αληθειών.

Καμία ανθρώπινη προσπάθεια, κανένα περίτεχνο κήρυγμα, καμία επιδέξια ιεραποστολική δράση δεν μπορεί να το κατορθώσει αυτό. Αναντίρρητα, όλα αυτά είναι και επιθυμητά και ευλογημένα, είναι όμως μόνο τα μέσα, που οφείλουν να υψώνουν σε κάθε περίπτωση την εξής μεγάλη αλήθεια: όπως το έργο της Απολύτρωσης επιτελέστηκε από τον Αμνό του Θεού άπαξ, έτσι και το έργο της Αναγέννησης ανήκει αποκλειστικά και μόνο στην Ενέργεια του Ζωντανού Θεού μέσα μας.

Δεν μπορούμε να το καταλάβουμε πώς αρχίζει ή πώς εξελίσσεται, όπως δεν μπορούμε να δούμε ορατό τον άνεμο. Μπορούμε όμως να δούμε τα αποτελέσματα του ανέμου στο περιβάλλον μας, όπως μπορούμε να δοξάσουμε τον Θεό για τα αποτελέσματα της θαυμάσιας διεργασίας της Αναγέννησης σε έναν άνθρωπο. Ας εστιάσουμε στα τόσο ευλογημένα λόγια της Β΄ Κορινθίους, 5:17. Το κείμενο κάνει λόγο για «νέον κτίσμα». Αυτή η φράση δε σημαίνει αλλαγή στα χαρακτηριστικά της ταυτότητας ή της εμφάνισης.

Εξακολουθούμε να ονομαζόμαστε όπως πριν, μα, μέσω της υπερφυσικής Ενέργειας του Αγίου Πνεύματος, δεν επιθυμούμε όλα αυτά που ανεδείκνυαν ένα καθαρά σαρκικό φρόνημα. Ζούμε για τον Χριστό και επιθυμούμε να Τον δοξάζουμε με κάθε τρόπο στις καλές και τις κακές μέρες της ζωής μας. Ιδιαίτερα στους δύσκολους καιρούς, φανερώνεται το βαρόμετρο της σχέσης μας με τον Θεό. Στην περίοδο της κρίσης, η Χάρη του Θεού που ενοικεί στην αναγεννημένη ψυχή, μας χορηγεί τη δύναμη να αντιμετωπίσουμε τα πράγματα με τρόπο που ποτέ πριν δεν περιμέναμε.

Ακόμα και αν η φωτιά της δοκιμασίας είναι τόσο επώδυνη, ακόμα και αν τα βέλη του Εχθρού πληθύνονται, εν μέσω αγωνίας, φόβων ή και ψυχικής και σωματικής κόπωσης, κάτι υπέροχο αναδεικνύεται, που μπορεί να είναι καρπός μόνο της Επενέργειας του Θεού μέσα μας. Αντέχουμε, γιατί Εκείνος αντέχει μέσα από εμάς και για εμάς. Εμπιστευόμαστε το αόρατο, έχουμε ειρήνη στις θύελλες της ζωής, γιατί η φλόγα του νέου εν Χριστώ κτίσματος αδιάκοπα μας θρέφει με τη θαυμαστή αλήθεια ότι ο Θεός δεν υπάρχει περίπτωση να αποδειχθεί κατώτερος των προσδοκιών μας.

Η ελεύθερη παράδοση των θέλω μας στον Χριστό συνοδεύεται από συνειδητή μετάνοια και από ασύνειδη αγιότητα. Το πρώτο χαρακτηριστικό σημαίνει πως ο άνθρωπος, όχι μόνο ομολογεί κάθε κρυφή ή φανερή αμαρτία του στον Θεό, αλλά και ότι ζητά τη δύναμή Του, ώστε να μην αμαρτάνει. Ακόμα και αν έρχονται στιγμές πνευματικής πτώσης, ο αναγεννημένος πιστός απευθύνεται στον Σωτήρα του για καθαρισμό και αδιάκοπα ανανεώνει την επιθυμία του να Του ανήκει.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό σημαίνει πως ο αναγεννημένος Χριστιανός δεν πέφτει στην παγίδα της πνευματικής περηφάνιας και του αυτοθαυμασμού. Ποτέ δε χάνει τον καιρό του, προβάλλοντας τις χριστιανικές του αρετές ή μιλώντας με αυταρέσκεια για τις πνευματικές επιτυχίες του.

Είναι ένας άγιος, ένας εκλεκτός, μία παρουσία που περιφέρει το άρωμα και την αρχοντιά του Χριστού, μα ζει σαν να μην το καταλαβαίνει ή σαν να μη δίνει σημασία σε αυτό, γιατί γνωρίζει ότι, αν επικεντρωθεί στα του εαυτού του και σε όσα λαμβάνουν οι άλλοι από αυτόν, θα χάσει την Ουσία, το Επίκεντρο, τον Ίδιο τον Χριστό. Γι’ αυτό προσηλώνεται με ζήλο σε αυτό που ο Θεός επιθυμεί να μεταμορφώσει μέσα του, ώστε περισσότερο και περισσότερο η ζωή του να αντανακλά τη Θεία Δόξα. Δεν επιλέγει αυτή τη στάση από πνευματική απληστία, αλλά από την καθαρή και αγνή επιθυμία να αγαπά και να δοξάζει Αυτόν στον Οποίο οφείλει τα πάντα.

Η Αναγέννηση καταμαρτυρείται, όταν συνοδεύεται από καρπό, από έργα, όχι όμως τα έργα που προέρχονται από μία παγερή και τυπική θρησκευτική συνείδηση ή γίνονται υπό το κράτος των φανατικών συναισθημάτων. Εννοούμε τα έργα που είναι πηγαίο ανάβρυσμα και αβίαστη εκδήλωση μίας ψυχής συντετριμμένης από αγάπη και ευγνωμοσύνη προς τον Θεό, μίας ψυχής που απλώς δε γνωρίζει άλλο τρόπο να ζει και να υπάρχει, από το να υπηρετεί τον πλησίον και να δοξάζει τον Θεό.

Συνεπώς, η Αναγέννηση είναι ή τουλάχιστον θα πρέπει να είναι το βασικό Μήνυμα των Χριστουγέννων. 

Η Γέννηση του ανθρώπου εν Χριστώ Ιησού είναι εκείνη η υπερευλογημένη κατάσταση, που δεν μπορεί να αντικατασταθεί με τίποτα άλλο. Τίποτα άλλο δεν μπορούμε να επινοήσουμε, για να καλύψουμε το κενό της ή για να καμουφλάρουμε την ασχήμια της ζωής από την έλλειψή της.

Είναι εκείνο το απαράμιλλο Βίωμα που αδιάκοπα ευφραίνει την Άγια Ψυχή του Θεού, ανανεώνει το πνευματικό οικοδόμημα του πιστού και εκδηλώνεται με έργα ανυπόκριτης αγάπης και ανιδιοτελούς υπηρεσίας προς τον πλησίον.

Πραγματικά, αν τα Χριστούγεννα παραπέμπουν σε οτιδήποτε άλλο, πέρα από τη συγκλονιστική πραγματικότητα της Αναγέννησης, που αλλάζει καρδιές και σχέσεις κατά τη Δόξα του Θεού, τότε δεν είναι ούτε κατά διάνοια Χριστούγεννα. Ας είναι η προσευχή μας, να μη χάσουμε την ευκαιρία να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα, όπως πραγματικά το επιθυμεί ο Λατρεμένος μας Θεός. Χριστούγεννα πραγματικά, ουσιαστικά, φωτεινά, ακόμα και εν μέσω των πιο δύσκολων καιρών.