ΤΥΠΟΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΙΑ
Ο Μαρτίνος Λούθηρος διαμαρτυρήθηκε έντονα κατά της αντίληψης ότι η σωτηρία του ανθρώπου εξασφαλίζεται με ανθρώπινα έργα, επιμένοντας ότι μόνο η χάρη του Θεού, μέσω της θυσίας του Χριστού, απελευθερώνει τον αμαρτωλό από τα δεσμά της καταδίκης και της θανατικής ποινής που του αξίζει. Για τον Λούθηρο “η σωτηρία είναι μια νέα σχέση με τον Θεό, που δεν βασίζεται σε κανένα ανθρώπινο έργο, αλλά στην απόλυτη εμπιστοσύνη στις Θεϊκές υποσχέσεις”.[1] Παρόλα αυτά, ακόμα και στην εποχή του Λούθηρου, αυτή η έμφαση που είχε δοθεί στη σημασία της σχέσης μας με το Θεό άρχισε να φθίνει προς το μεσαιωνικό πρότυπο μιας εκκλησίας που χαίρει της κρατικής στήριξης και απαιτεί ευπείθεια στα δογματικά της πιστεύω. Οι λουθηρανοί θεολόγοι έδειχναν μεγάλη εμμονή σε ακαδημαϊκές επιχειρηματολογίες σχετικές με θέματα όπως η φρασεολογία του Συμβόλου της Πίστης, ο ρόλος των καλών έργων και η κυριολεκτική παρουσία του Χριστού στην τελετή της Θείας Κοινωνίας. Αυτές οι αντιπαραθέσεις αποξένωσαν τον απλό λαό που δεν μπορούσε να κατανοήσει τα φιλοσοφικά επιχειρήματα που μονοπωλούσαν την προσοχή των θεολόγων.[2]
Επίσης, οι Λουθηριανοί μετέτρεψαν το έργο του ευαγγελίου σε ένα πολιτικό εργαλείο για να προωθήσουν τις φιλοδοξίες τους. Η Γερμανία έγινε πεδίο μάχης, από τη μία πλευρά ήταν οι Καθολικοί που προσπαθούσαν να κρατήσουν και να επεκτείνουν τις περιοχές που είχαν υπό την εξουσία τους και από την άλλη πλευρά ήταν οι προτεστάντες που προσπαθούσαν να κάνουν το ίδιο στις περιοχές όπου ο κυβερνήτης ήταν προτεστάντης, ιδρύοντας Λουθηριανές εκκλησίες και βαπτίζοντας όλους τους κατοίκους ως μέλη τους. Ο Λουθηριανός αγώνας είχε εκφυλιστεί σε μία πολεμική διαμάχη για εδαφικές διεκδικήσεις, μία πολιτική διαμάχη για επιρροή και μία θεολογική διαμάχη για τη φρασεολογία των ιερών κειμένων.
Στην Ελβετία ο Ζβίγκλιος (Huldreich Zwingli), ο πιο εξέχων μεταρρυθμιστής, απέρριψε την εκκλησιαστική παράδοση και ασπάσθηκε τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής ως τη μόνη πηγή εξουσίας για τον Χριστιανό. Σε κάποια σημεία ξεπέρασε τον Λούθηρο επιμένοντας ότι η Θεία Κοινωνία είναι συμβολική, δηλαδή δεν έχει σχέση με την κυριολεκτική παρουσία του Χριστού. Επίσης απέρριψε εντελώς την προσκύνηση των εικόνων και των λειψάνων. Ο Ζβίγκλιος και ο Λούθηρος συμφώνησαν σε πολλά σημεία, ειδικά στο θέμα της σωτηρίας μέσω της πίστης και όχι μέσω των καλών έργων. Η διαφωνία τους όμως σχετικά με τη Θεία Κοινωνία, ήταν τόσο έντονη, που διαίρεσε τη Διαμαρτυρόμενη Εκκλησία. “Για τον Ζβίγκλιο, ο ισχυρισμός του Λούθηρου σχετικά με την κυριολεκτική παρουσία του Χριστού στη Θεία Κοινωνία αποτελούσε υπόλειμμα της Καθολικής δεισιδαιμονίας... Ο Λούθηρος ισχυρίστηκε ότι ο Ζβίγκλιος και οι οπαδοί του δεν ήταν καν Χριστιανοί... η διένεξή τους δυστυχώς, προκάλεσε το διχασμό της Εκκλησίας”.[3]
Στη Ζυρίχη, όπου έμενε ο Ζβίγκλιος, πρόεκυψε μια αντιπαράθεση σχετικά με το θέμα του βαπτίσματος. Το κίνημα των “Αναβαπτιστών” ισχυριζόταν ότι το νηπιοβάπτισμα δεν βασίζεται στην Αγία Γραφή. Όταν τα ενήλικα μέλη της εκκλησίας ξεκίνησαν να αναβαπτίζονται, ο Ζβίγκλιος και το δημοτικό συμβούλιο της Ζυρίχης, αντιτάχθηκαν σθεναρά. “Η κυβέρνηση της Ζυρίχης διέταξε στους Αναβαπτιστές να πνιγούν, σε μια αποκρουστική παρωδία της πίστης τους... Παντού τα χέρια των αρχών, των Καθολικών και των Ευαγγελικών, ήταν βαριά εναντίον τους.”[4] Φυλάκιση, βασανιστήρια και κάψιμο στην πυρά, οι γνωστές πρακτικές του παπισμού, χρησιμοποιήθηκαν εναντίον τους. Έτσι το Προτεσταντικό κίνημα, που είχε υποστεί τα δεινά των διωγμών της Καθολικής Εκκλησίας σε συνεργασία με την κρατική εξουσία, ξεκίνησε το ίδιο να εκμεταλλεύεται την καταπιεστική εξουσία του κράτους για να επιβάλλει τα “ορθόδοξα” θρησκευτικά πιστεύω του.
Συνέχισε στη επόμενη παράγραφο: ΚΑΛΒΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΥΘΜΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ
[1]
[2] “Μεγάλη προσοχή δινόταν σε αγνά δογματικά πιστεύω και στα θρησκευτικά μυστήρια, ως επαρκή στοιχεία της χριστιανικής ζωής. Η ζωτικής σημασίας σχέση μεταξύ του πιστού και του Θεού που είχε διδάξει ο Λούθηρος είχε αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από μια πίστη που βασιζόταν στην αποδοχή ολόκληρου του δογματισμού. Ο ρόλος του πιστού ήταν σε μεγάλο βαθμό παθητικός, δεχόταν τα δογματικά πιστεύω, άκουγε τις παρουσιάσεις τους από τον άμβωνα, λάμβανε μέρος στα θρησκευτικά μυστήρια και συμμετείχε στις τελετουργίες της εκκλησίας… Ήταν μια πρακτική που συχνά αποκαλούνταν ‘νεκρή ορθοδοξία’”. (Walker, σ.495)
[3] Αυτόθι, σ.364
[4] Αυτόθι, σ.367