ΘΥΑΤΕΙΡΑ 2:18-20 ΑΦΗΝΕΙΣ ΤΗΝ ΙΕΖΑΒΕΛ
“Και προς τον άγγελο της εκκλησίας στα Θυάτειρα γράψε: Αυτά λέει ο Υιός του Θεού, εκείνος που έχει τα μάτια του σαν φλόγα φωτιάς, και τα πόδια του είναι όμοια με χαλκολίβανο: Ξέρω τα έργα σου, και την αγάπη, και τη διακονία, και την πίστη, και την υπομονή σου, και τα έργα σου, και τα τελευταία ότι είναι περισσότερα από τα πρώτα. Έχω, όμως, λίγα εναντίον σου, επειδή αφήνεις τη γυναίκα, την Ιεζάβελ...” Αποκάλυψη 2:18-20.
Το μήνυμα προς τα Θυάτειρα ξεκινάει με μια εκπληκτική εξέλιξη: Η Εκκλησία έχει ξαναβρεί τις αρετές της περιόδου της Εφέσου (καλά έργα, διακονία, πίστη και υπομονή) και έχει επανέλθει η πρώτη αγάπη που είχαν χάσει οι Εφέσιοι και όλα αυτά έγιναν στη διάρκεια της πιο ζοφερής περιόδου για την Εκκλησία - τον Μεσαίωνα.
Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η επίσημη, Καθολική εκκλησία είχε απομακρυνθεί τόσο πολύ από τον Χριστό, που το μήνυμα δεν απευθυνόταν πλέον σε αυτή. Στην εποχή της Περγάμου ο Κύριος δήλωσε προς τους πιστούς Χριστιανούς: “έχεις εκεί κάποιους που κρατούν τη διδασκαλία του Βαλαάμ” και “έχεις μερικούς που κρατούν τη διδαχή των Νικολαϊτών”, δηλαδή οι αιρετικοί ήταν μέρος της Εκκλησίας του Θεού. Αλλά στην εποχή των Θυάτειρων η αληθινή Εκκλησία[1] δεν ‘έχει’ την Ιεζάβελ, αλλά μάλλον την ‘αφήνει’ ή την ‘ανέχεται’ που σημαίνει ότι της επιτρέπει να κάνει ότι επιθυμεί χωρίς περιορισμούς.
Η Ιεζάβελ συμβολίζει, την ψεύτικη Εκκλησία του Μεσαίωνα. Σύμφωνα με την ιστορία, η Ιεζάβελ ήταν γυναίκα του Αχαάβ, βασιλιά του Ισραήλ, ο οποίος “έπραξε πονηρά μπροστά στον Κύριο, περισσότερο από όλους, όσοι ήσαν πριν απ’ αυτόν” (Α΄ Βασιλέων 16:30). Πριν απ’ αυτόν, το αποκορύφωμα της αμαρτίας ήταν “οι αμαρτίες του Ιεροβοάμ” ο οποίος είχε διαιρέσει το βασίλειο και ανέγειρε είδωλα μόσχων στην περιοχή του Εφραΐμ και του Δαν. Αλλά ο Αχαάβ, “σαν να ήταν ένα μικρό πράγμα το να περπατάει στις αμαρτίες του Ιεροβοάμ... πήρε ακόμα για γυναίκα την Ιεζάβελ, τη θυγατέρα του Εθβαάλ, του βασιλιά των Σιδωνίων” (εδ. 31). Η Ιεζάβελ έγινε δραστήρια ηγέτιδα του βασιλείου, εκμεταλλευόμενη τον ανίσχυρο βασιλιά, για να πραγματοποιήσει τους στόχους της.
Η πρώτη πράξη της ήταν να αναγείρει “βωμό στον Βάαλ, μέσα στον οίκο του Βάαλ, που είχε οικοδομήσει στη Σαμάρεια” (εδ. 32). Είχε έναν στρατό ειδωλολατρών ιερέων - “τους 450 προφήτες του Βάαλ, και τους 400 προφήτες των αλσών, που (έτρωγαν) στο τραπέζι της Ιεζάβελ” (Α΄ Βασιλέων 18:19). Στη συνέχεια η Ιεζάβελ “εξολόθρευε τους προφήτες του Κυρίου” (Α΄ Βασιλέων 18:4) και φρόντισε να δολοφονηθεί ένας αθώος άνθρωπος, ο Ναβουθαί, για να δημεύσει την περιουσία του (Α΄ Βασιλέων 21). “Πραγματικά, κανένας δεν στάθηκε όμοιος με τον Αχαάβ, που πούλησε τον εαυτό του στο να πράττει πονηρά μπροστά στον Κύριο, όπως τον κινούσε η γυναίκα του η Ιεζάβελ” (Α΄ Βασιλέων 21:25).
Κατά τον ίδιο τρόπο η εκκλησία στον Μεσαίωνα επίσημα ασπάσθηκε την ειδωλολατρία και με τη συμβολή του κράτους δίωκε τα αληθινά παιδιά του Θεού. Τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση καθιερωνόταν όλο και περισσότερο η προσκύνηση των εικόνων του Ιησού και των αγίων, παρόλο που αυτή η πρακτική καταδικαζόταν ευθέως στην Άγια Γραφή.[2] Στις αρχές του όγδοου αιώνα, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων Γ΄ ξεκίνησε την εικονομαχία και έδειχνε την έντονη αντίθεση του προς τις καλλιτεχνικές απεικονίσεις του Χριστού και των αγίων. Η διαμάχη διήρκεσε περισσότερο από 100 χρόνια και οι εκκλησιαστικές σύνοδοι αποφάσιζαν υπέρ ή κατά της λατρείας των εικόνων.[3] Το 787 μ.Χ. η δεύτερη σύνοδος της Νίκαιας αποφάσισε επίσημα η συνέχιση της προσκύνησης των εικόνων[4], και τον ένατο αιώνα τελικά απορρίφθηκε η ύστατη προσπάθεια να παύσει η εικονολατρεία, ένα γεγονός που κατά τραγική ειρωνεία εορτάζεται μέχρι σήμερα ως “ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας”.[5]
Εν τω μεταξύ, στη δύση στο τέλος της εποχής της Περγάμου, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατακλύστηκε από βάρβαρους “αιρετικούς” που περιόρισαν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική δύναμη του παπισμού. Ο ισχυρός βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός άλλαξε αυτή την κατάσταση στέλνοντας το στρατό του για να ελευθερώσει όχι μόνο τη Ρώμη, αλλά και να διεκδικήσει το μεγαλύτερο μέρος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Για να το καταφέρει αυτό, χρειαζόταν την υποστήριξη του ισχυρού Αρχιεπισκόπου της Ρώμης. Ο Πάπας και ο Αρχιεπίσκοπος της Κωνσταντινούπολης για πολλά χρόνια ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλον για το ποιος θα έχει την κυριαρχία. Αλλά το 533 μ.Χ. ο Ιουστινιανός έλυσε τη διαμάχη, εκδίδοντας ένα διάταγμα που όριζε τον Πάπα “αρχηγό όλων των εκκλησιών” και “πραγματικό και ενεργό διορθωτή των αιρετικών”.[6] Χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να εδραιωθεί η πολιτική εξουσία του παπισμού, αλλά όταν αυτό πραγματοποιήθηκε έγινε η “Ιεζάβελ” της προφητείας, θεσμοθετώντας την ειδωλολατρία και καταστρέφοντας όλους όσους αντιτίθονταν σε αυτή.
Μέχρι το δέκατο τρίτο αιώνα αυτό είχε γίνει μια τρομακτική πραγματικότητα. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ (1198-1216) θέσπισε την Ιερά Εξέταση - μια συνεργασία της Εκκλησίας και του κράτους με στόχο την εκρίζωση κάθε αίρεσης. “Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ διατεινόταν ότι η αίρεση, ως προδοσία κατά του Θεού, ήταν πιο στυγερή από την προδοσία κατά του βασιλιά... η Ιερά Εξέταση έγινε ένα τρομερό όργανο στα χέρια της Καθολικής εκκλησίας. Οι ποινικές διώξεις της ήταν μυστικές, τα ονόματα των κατηγόρων δεν γίνονταν γνωστά στους κατηγορούμενους, οι οποίοι, σύμφωνα με την παπική βούλλα του Ιννοκέντιου Δ΄ το 1252, βασανίζονταν. Η δήμευση της περιουσίας των κατηγορουμένων ήταν ένα από τα αντιπαθέστερα χαρακτηριστικά της και από τη στιγμή που τα λάφυρα μοιράζονταν ανάμεσα στην Εκκλησία και τις κρατικές αρχές, ο διωγμός συνεχιζόταν, ενώ σε άλλη περίπτωση θα είχε τερματιστεί νωρίτερα”.[7] Η βασίλισσα Ιεζάβελ είχε πείσει τον Αχαάβ να δολοφονηθούν οι προφήτες του Θεού και κανόνισε τη δολοφονία του Ναβουθαί, για να δημεύσει την περιουσία του. Οι ποταπές πράξεις της έγιναν αντικείμενο μίμησης από τον μεσαιωνικό παπισμό που είχε στον έλεγχο του τους βασιλείς της Ευρώπης και τους χρησιμοποίησε στη μάχη ενάντια στο λαό του Θεού.[8]
Συνέχισε στη επόμενη παράγραφο: Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
[1] Η αληθινή Εκκλησία ονομάζεται στην Αποκάλυψη ‘το υπόλοιπο’ (Βλ. κεφάλαιο 12:17 Το υπόλοιπο από το σπέρμα της).
[2] Ο Ιωάννης Δαμασκηνός και ο Θεόδωρος Στουδίτης ήταν θεολόγοι που υπεραμύνονταν της προσκύνησης των εικόνων στη διάρκεια της εικονομαχίας. “Ο Ιωάννης Δαμασκηνός έκανε προσεκτική διάκριση της ευλάβειας που αποδίδεται σ’ ένα υλικό σύμβολο και της λατρείας που αξίζει μόνο ο Θεός” (Ware, “The Orthodox Church” σ. 32, Penguin Books, 1997). Ωστόσο, ο απλός πιστός δεν μπορούσε να κατανοήσει μια τόσο λεπτή διαφορά, και η “ευλάβεια” έγινε ουσιαστικά συνώνυμη της λατρείας, αφού συμπεριλάμβανε προσκύνηση, προσευχές, λειτουργίες, ναούς, γιορτές, πομπές - όλα όσα προϋποθέτει η λατρεία. Ο Ιωάννης Δαμασκηνός ισχυρίστηκε: “Από παλιά, ο Θεός όντας άυλος, δεν απεικονιζόταν πουθενά. Αλλά τώρα, αφού ο Θεός παρουσιάστηκε με σάρκα και έζησε μεταξύ των ανθρώπων, φτιάχνω μια εικόνα του Θεού για να γίνει ορατός. Δεν λατρεύω την ύλη, αλλά λατρεύω τον Δημιουργό της ύλης, ο οποίος, για χάρη μου έγινε ύλη και ευδόκησε να μένει στην ύλη και διαμέσου της ύλης εκτελέστηκε η σωτηρία μου. Δεν θα πάψω να λατρεύω την ύλη διαμέσου της οποίας πραγματοποιήθηκε η σωτηρία μου.” (Ware σ. 33). Ωστόσο, αυτή η επιχειρηματολογία δεν αναγνωρίζει ότι ο Θεός είχε εξ’ αρχής καθαγιάσει την ύλη στη δημιουργία, έργο των χειρών Του και ότι πάντοτε απαγορευόταν η χρήση της για οποιαδήποτε απεικόνιση του Θεού (Έξοδος 20:4,5, Δευτερονόμιο 4:15-18, 27:15, Ησαΐας 44:9-20, Πράξεις 17:29). Με τόσο έντονες απαγορεύσεις ενάντια στη χρήση εικόνων, ως μέσου απεικόνισης ενός αντικειμένου λατρείας, θα έπρεπε να υπάρχουν ξεκάθαρες αποδείξεις στην Άγια Γραφή ότι κάτι τέτοιο έπαψε να ισχύει και όχι μόνο να λαμβάνονται υπόψη οι επιχειρηματολογίες φιλοσόφων και θεολόγων.
[3] Η Ρωμαιοκαθολική, αλλά και η Ορθόδοξη Εκκλησία επιμένουν ότι δεν λατρεύουν τις εικόνες, διακρίνοντας τη λατρεία από την προσκύνηση. Αλλά η δεύτερη εντολή απαγορεύει και τη λατρεία και την προσκύνηση προς οποιοδήποτε είδωλο ή ομοίωμα ειδώλου (Έξοδος 20:4,5). Ο Ιησούς, ως Θεός, επέτρεψε να Τον προσκυνήσουν, αλλά ο Πέτρος και οι άγγελοι δεν επέτρεψαν σε κανέναν να τους προσκυνήσει (Πράξεις 10:25,26, Αποκάλυψη 19:10, 22:8,9). Δυο φορές ο Ιωάννης “έπεσε μπροστά στα πόδια του (αγγέλου) για να τον προσκυνήσει” και ο άγγελος επέμεινε, “Πρόσεχε, μη το κάνεις αυτό· εγώ είμαι σύνδουλός σου, και των αδελφών σου... τον Θεό προσκύνησε” (Αποκάλυψη 19:10, 22:8,9). Κάθε μια από τις 60 φορές που χρησιμοποιείται η λέξη προσκύνηση στην Καινή Διαθήκη, αναφέρεται είτε σε προσκύνηση του Θεού ή του Χριστού, είτε στην κατάκριση της λατρείας των ειδώλων ή του “Θηρίου”, είτε στην επίπληξη κάποιου που προσπαθεί να προσκυνήσει άνθρωπο ή άγγελο. Οι εικονολάτρες ισχυρίζονται ότι δεν προσκυνούν το ξύλο, αλλά αυτόν που απεικονίζεται στο ξύλο. Κάτι που είναι ακόμα χειρότερο, αφού συνήθως είναι ένας άνθρωπος (ένας από τους αγίους ή η παρθένος Μαρία) που απεικονίζεται και λαμβάνει προσκύνηση.
[4] Η σύνοδος της Νίκαιας το 787 μ.Χ. που μόνιμα ενέκρινε τη χρήση των εικόνων ήταν η έβδομη και τελευταία οικουμενική σύνοδος. Βλ. Ware, The Orthodox Church, 1997 Penguin Books.
[5] Μία σύνοψη σχετικά με τη διαμάχη της εικονολατρείας μπορεί να βρεθεί στο άρθρο “Βυζαντινή Εικονομαχία” στην Wikipedia, (στις 25 Νοεμβρίου, 2014).
[6] Ιουστινιάνειος Κώδικας, όπως αναφέρεται από τον Smith, “Daniel and the Revelation”, Review and Herald 1972
[7]
[8] Ένα παράδειγμα ήταν η Ιερή Εξέταση κατά του κινήματος των Καθαρών. “Σ’ αυτόν τον πόλεμο όλη η αριστοκρατία της βόρειας Γαλλίας ήταν εναντίον της νότιας, μάλλον υποκινούμενη από το παπικό διάταγμα ότι όλα τα εδάφη των Καθαρών θα μπορούσαν να δημευθούν κατά βούληση. Αφού η περιοχή ήταν γεμάτη με υποστηρικτές των Καθαρών, έγινε στόχος των αριστοκρατών που αναζητούσαν νέα εδάφη. Οι Γάλλοι Βαρόνοι συνέρρευσαν προς τις χώρες του Νότου, για να πολεμήσουν για την Εκκλησία”. Wikipedia, άρθρο “Catharism”.