2:15 ΔΙΔΑΧΗ ΤΩΝ ΝΙΚΟΛΑΪΤΩΝ
“Έτσι κι εσύ, έχεις μερικούς που κρατούν τη διδαχή των Νικολαϊτών· το οποίο μισώ” Αποκάλυψη 2:15.
Οι Νικολαΐτες ήταν η αίρεση του γνωστικισμού. Η βασική διδασκαλία του Γνωστικισμού ήταν ότι ο φυσικός κόσμος είναι κακός, αλλά με κάποια μυστική γνώση οι πεφωτισμένοι εκλεκτοί θα μπορούσαν να δραπετεύσουν προς μια ανώτερη σφαίρα ύπαρξης. Ο Ιεχωβά, ο Θεός των Εβραίων, θεωρούνταν κακός επειδή δημιούργησε την ύλη, αλλά ο Χριστός επέστρεφε με τη μυστική γνώση που θα οδηγούσε στη βασιλεία του καλού Θεού. Επομένως, αφού η σαρκική μας φύση είναι απελπιστικά κακή, δεν έχει νόημα να προσπαθήσουμε να αντισταθούμε στον πειρασμό.[1] Συνεπώς, τα μέλη αυτής της αίρεσης απέρριπταν την ολότητα του ανθρώπου, διαχωρίζοντας τον “άγιο” νου και πνεύμα, από τη διεφθαρμένη και ανήθικη σάρκα σαν το ένα να μην είχε καμία επιρροή στο άλλο.
Αν και η εκκλησία, σε μια έντονη διαμάχη στην εποχή της Εφέσου και της Σμύρνης απέρριψε τον Γνωστικισμό, ο απόηχος αυτής της αίρεσης έκανε την εμφάνισή του την περίοδο της Περγάμου μ’ έναν εκπληκτικό τρόπο μέσα από την εμφάνιση του ασκητισμού και του μοναχισμού,[2] όπου διαχώριζε το σώμα του Χριστού, την εκκλησία, σε διεφθαρμένους κοινούς ανθρώπους και “άγιους” ιερείς και μοναχούς.
Πολλοί από τους μεγάλους ‘πατέρες’ της Εκκλησίας, όπως ο Ωριγένης και ο Τερτυλλιανός, επιδόθηκαν σε έναν πολύ αυστηρό ασκητικό τρόπο ζωής[3] και αυτό έγινε το ιδανικό για τους Χριστιανούς που επιθυμούσαν να “γίνουν” άγιοι. Ταυτόχρονα έκαναν διακρίσεις ανάμεσα στις “συμβουλές” και τις “απαιτήσεις” του ευαγγελίου. Ισχυρίζονταν ότι ο Ιησούς δίδασκε (σε περικοπές όπως Ματθαίον 19:12, 21[4]) ένα πολύ υψηλό πρότυπο ανέχειας και αγαμίας που ήταν προαιρετική “συμβουλή” για εκείνους που λάμβαναν σοβαρά την αγιοσύνη. Οι απαιτήσεις όμως για τους ‘απλούς’ ανθρώπους ήταν εντελώς διαφορετικές. “Παρόλο που οι απαιτήσεις του χριστιανισμού είναι δεσμευτικές για όλους τους Χριστιανούς, η συμβουλή απευθυνόταν προς εκείνους που θα ήθελαν να ζουν μια πιο άγια ζωή... Η εθελοντική ανέχεια και η αγαμία θεωρούνταν συνεπώς συμβουλές, οι οποίες ήταν αδύνατον να εφαρμοστούν από όλους τους Χριστιανούς, αλλά πρόσδιδαν ιδιαίτερες αρετές σε εκείνους που τις εφάρμοζαν”.[5] Φυσικά ο απλός λαός, που δεν είχε επιλέξει το δρόμο των πνευματικά εκλεκτών, αισθανόταν ότι το χαμηλότερο επίπεδο των “απαιτήσεων” καθιστούσε περιττό ή ακόμα και ανέφικτο το να ζήσουν μια άγια ζωή.
Αρκετές τάσεις συνέβαλαν στη διαίρεση της εκκλησίας σε ‘αγίους’ και ‘κοσμικούς’. Ως επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, η εκκλησία προσέλκυε μεγάλους αριθμούς ‘πρώην’ ειδωλολατρών που ήταν μόνο κατ’ όνομα χριστιανοί. Πολλοί άλλοι γίνονταν χριστιανοί επειδή τους είχαν βαφτίσει οι γονείς τους, χωρίς να έχουν πάρει οι ίδιοι την απόφαση να ακολουθήσουν τον Χριστό. Από τη στιγμή που όλοι ήταν χριστιανοί ήταν εύκολο να θεωρηθεί ο εγωισμός και η κοσμικότητα της κοινωνίας σαν κάτι το φυσιολογικό. [6]
Οι ‘πιστοί’ χριστιανοί, αντέδρασαν σε κάτι τέτοιο υιοθετώντας τον ασκητικό τρόπο ζωής και αποτραβήχτηκαν από τον κόσμο. Ο ασκητισμός είχε κοινό χαρακτηριστικό με τον γνωστικισμό την αντίληψη ότι ο φυσικός κόσμος είναι κακός και ότι οι λίγοι εκλεκτοί μπορούν να απελευθερωθούν προς μία ανώτερη σφαίρα (όντας στο μοναστήρι). Η θλιβερή συνέπεια ήταν ότι προήγαγε ένα διπλό ιδεώδες χριστιανικής ηθικότητας. Ο απλός χριστιανός αντιλαμβανόταν από τους μοναχούς και την παραφουσκωμένη εξιδανίκευση της ζωής των αγίων ότι η σαρκική φύση είναι κακή, αφού όμως δεν συμμετείχε στη μοναστική ζωή, θα ήταν αδύνατο να υπερνικήσει την αμαρτωλή σαρκική του φύση. Επιπλέον, οι μοναχοί δεν περίμεναν ότι οι απλοί πιστοί θα μπορούσαν να ζήσουν μια ηθική ζωή, από τη στιγμή που δεν είχαν διαλέξει τον προαιρετικό δρόμο της αγιότητας. Το αποτέλεσμα σε εκκλησιαστικό επίπεδο ήταν να επανεμφανιστεί “η διδαχή των Νικολαϊτών”: Η χριστιανική εκκλησία είχε διαιρεθεί σε ολίγους ‘αγνούς και άγιους’ που αποτραβιόντουσαν από τον κόσμο στα μοναστήρια και την πλειοψηφία του λαού που ζούσε μια κοσμική και ανήθικη ζωή.
Ακόμα όμως και ανάμεσα στους ιερείς και στους μοναχούς, το δόγμα της αγαμίας, που καθιερώθηκε εκείνη την εποχή,[7] είχε ως αποτέλεσμα τη “διδαχή των Νικολαϊτών”. Από τη μία οι άνθρωποι καταπιάνονταν με αδιάλειπτες προσευχές, λειτουργίες και νηστείες και από την άλλη κατρακυλούσαν σε μια διεστραμμένη και ανήθικη συμπεριφορά ως αποτέλεσμα αυτού του απάνθρωπου και μη Βιβλικού δόγματος.[8] Η ανηθικότητα μεταξύ των μοναχών, η σεξουαλική παρενόχληση εκείνων που προσέρχονταν να εξομολογηθούν από τους ιερείς, η ομοφυλοφιλία και η κακοποίηση των παιδιών ήταν τραγικά παραδείγματα που δυστυχώς αποτελούν μάστιγα για την Εκκλησία, όχι μόνο την εποχή της Περγάμου αλλά και της σημερινής.
Συνέχισε στη επόμενη παράγραφο: 2:16 ΜΕΤΑΝΟΗΣΕ, ΕΙΔΑΛΛΩΣ
[1] Βλέπε Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, “Γνωστικισμός”.
[2] Ως μοναχισμός στο λεξικό της Encarta, ορίζεται “ο τρόπος ζωής των μοναχών, όπου αποσύρονται εντελώς ή κατά μέρος από την κοινωνία για να αφιερωθούν στην προσευχή, στην απομόνωση και στην περισυλλογή” και συχνά έχει γνωρίσματα του ασκητισμού που χαρακτηρίζεται από αυστηρή λιτότητα και αυταπάρνηση.
[3] Ο Ωριγένης, για παράδειγμα, “ήταν φανατικός ασκητής, και για να αποφύγει το σκάνδαλο που μπορούσε να προκύψει από τις σχέσεις του με τους οπαδούς του, ευνούχισε τον εαυτό του, θεωρώντας το κεφάλαιο 19 στο κατά Ματθαίον ως το αξεπέραστο υπόδειγμα τελειότητας.” (Walker, σ.79).
[4] “Επειδή, υπάρχουν ευνούχοι, που γεννήθηκαν έτσι από την κοιλιά της μητέρας τους και υπάρχουν ευνούχοι, που ευνουχίστηκαν από τους ανθρώπους και υπάρχουν ευνούχοι, που ευνουχίστηκαν από τον εαυτό τους για τη βασιλεία των ουρανών. Όποιος μπορεί να το δεχθεί, ας το δεχθεί”… “Αν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου, και δώσ’ τα στους φτωχούς” (Ματθαίον 19:12,21).
[5]
[6] Αυτόθι, σ.103
[7] Η πρώτη εκκλησιαστική σύνοδος που όριζε την αγαμία ήταν η σύνοδος της Ελβίρας, στην αρχή του τέταρτου αιώνα (The Catholic encyclopedia, άρθρο “Celibacy of the Clergy”).
[8] Ο απόστολος Πέτρος και άλλοι απόστολοι είχαν συζύγους (Α΄ Κορινθίους 9:5). Ο επίσκοπος και ο πρεσβύτερος θα έπρεπε να είναι “άνδρας μιας γυναίκας” (Α΄ Τιμοθέο 3:2, Τίτον 1:5.6). Μια από τις “διδασκαλίες δαιμονίων” ήταν να “εμποδίζουν τον γάμο” (Α΄ Τιμοθέο 4:1,3).