ΠΕΡΓΑΜΟΣ 2:12,13 Ο ΘΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ
“Και προς τον άγγελο της εκκλησίας στην Πέργαμο γράψε: Αυτά λέει εκείνος που έχει τη δίστομη, την κοφτερή ρομφαία: Ξέρω τα έργα σου, και πού κατοικείς, όπου είναι ο θρόνος τού σατανά” Αποκάλυψη 2:12,13.
Την περίοδο της εκκλησίας της Σμύρνης ο Σατανάς εισέβαλε στο χώρο λατρείας (“η συναγωγή του Σατανά”) μέσα από το νομικισμό και την επιθυμία για αξιώματα, που προσέδιδαν δύναμη και εξουσία. Την εποχή της Περγάμου όμως, ο Σατανάς ανέβηκε από τον θρόνο της συναδέλφωσης στον θρόνο της εξουσίας - “κατοικείς όπου είναι ο θρόνος τού Σατανά”.
Ο θρόνος είναι σύμβολο κυβερνητικής εξουσίας και πηγή των αρχών διακυβέρνησης ενός βασιλείου – “δικαιοσύνη και κρίση είναι η βάση του θρόνου του (Θεού)” (Ψαλμός 97:2). Από την άλλη, “ο θρόνος του Σατανά” είναι “ο θρόνος της ανομίας… που μηχανεύεται αδικία αντί για νόμο”(Ψαλμός 94:20). Η εισχώρηση της κοσμικής εξουσίας στην εκκλησία, ήταν βασικό χαρακτηριστικό της εποχής της Περγάμου καθώς ο Μέγας Κωνσταντίνος θέσπισε τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στις αρχές του τέταρτου αιώνα.
Οι διωγμοί την εποχή της Σμύρνης δυνάμωσαν την εκκλησία αντί να την αποδυναμώσουν. Καθώς όμως ο Κωνσταντίνος υπήρξε ένας οξυδερκής πολιτικός, συνειδητοποίησε ότι ο διωγμός των χριστιανών ως τρόπος καταπολέμησής τους είχε αποτύχει. Ενώ βρισκόταν στο πεδίο της μάχης ισχυρίστηκε ότι είδε ένα όραμα στο οποίο παρουσιαζόταν ένας σταυρός με την επιγραφή “εν τούτω νίκα”. Θεώρησε ότι η σημασία του οράματος ήταν να ασπασθεί το Χριστιανισμό, “βάπτισε” τους στρατιώτες του διασχίζοντας ένα ποτάμι, και τους διέταξε να γράψουν τα γράμματα ΙΧ (Ιησούς Χριστός) στις ασπίδες τους. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ξεκίνησε να θεσπίζει νόμους που ευνοούσαν το χριστιανισμό, έναντι άλλων θρησκειών και μέχρι το 321 μ.Χ. οι παγανιστικές θυσίες απαγορεύτηκαν, όπως και η εργασία την Κυριακή. Δόθηκαν χορηγίες στον κλήρο και μεγάλες εκκλησίες ανεγέρθηκαν στη Ρώμη, στα Ιεροσόλυμα και ειδικά στην Κωνσταντινούπολη, τη νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας.
Εκτός από την εύνοια που έδειξε προς τους “ειλικρινείς πιστούς” με χρήματα από το βασιλικό θησαυροφυλάκιο, ο Κωνσταντίνος οργάνωσε Οικουμενικές Συνόδους για να αντιμετωπιστούν οι αιρέσεις και είχε ενεργό ρόλο στις αποφάσεις των συνόδων αυτών. Επιπλέον, εξόρισε και εκδίωξε εκείνους που αποκαλούνταν “αιρετικοί”. Με αυτόν τον τρόπο καθιερώθηκε η ένωση του κράτους με την Εκκλησία, που θα ήταν το πρότυπο και για την Βυζαντινή Ορθόδοξη Εκκλησία και για τη δυτική Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μέχρι την εποχή της Μεταρρύθμισης, 1000 χρόνια αργότερα. “Η αυτοκρατορική Εκκλησία απέκτησε σάρκα και οστά και εδραιώθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό η αυτοκρατορική παρέμβαση στα θέματα της εκκλησίας. Η παρέκκλιση από την επίσημη ορθοδοξία αποτελούσε έγκλημα”.[1]
Για την ‘επίσημη’ Εκκλησία φαινόταν σαν το πιο θαυμαστό γεγονός που θα μπορούσε να γίνει. Μετά από χρόνια διωγμών, η Εκκλησία όχι μόνο ήταν νόμιμη άλλα και ευνοημένη και τώρα μπορούσε να εκτελεί την αποστολή που της δόθηκε από τον Χριστό, τη διάδοση του ευαγγελίου σε όλο τον κόσμο. Νέοι “πιστοί” πλημμύριζαν την Εκκλησία και ο πλούτος και η δύναμη της Αυτοκρατορίας ήταν στη διάθεσή τους για να ιδρύσουν τη βασιλεία του Θεού στη γη. Δεν φαντάζονταν πόσο πολύ θα τους διέφθειρε η ένωση του κράτους με την Εκκλησία, ούτε την αρνητική επιρροή που θα είχαν στην Εκκλησία οι παραδόσεις των νέων πιστών, που παλιότερα υπήρξαν ειδωλολάτρες.