ΣΜΥΡΝΗ 2:8,9 ΘΛΙΨΗ, ΦΤΩΧΕΙΑ, ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ
“Και προς τον άγγελο της εκκλησίας των Σμυρναίων γράψε: Αυτά λέει ο πρώτος και ο τελευταίος, που έγινε νεκρός και έζησε· ξέρω τα έργα σου και τη θλίψη σου και τη φτώχεια σου, (είσαι, όμως, πλούσιος), ξέρω και τη βλασφημία αυτών που λένε για τον εαυτό τους ότι είναι Ιουδαίοι, και δεν είναι, αλλά είναι συναγωγή του σατανά” Αποκάλυψη 2:8,9.
Η πρώτη αποστολική Εκκλησία εξαπλώθηκε με γοργούς ρυθμούς τον δεύτερο και τρίτο αιώνα. Σε αντίθεση με τις άλλες θρησκείες της εποχής, δεν χαρακτηριζόταν από ελιτισμό και μυστικιστικές τελετές που απευθύνονταν μόνο στους πλούσιους και ισχυρούς. Μέσα στην Εκκλησία ήταν όλοι ίσοι, ακόμα και οι δούλοι, γι’ αυτό οι φτωχοί και οι αδύναμοι συνέρρεαν σε αυτή[1]. Αυτή η φαινομενική αδυναμία και φτώχεια, ήταν στην πραγματικότητα η πηγή της δύναμής τους (“είσαι, όμως, πλούσιος”) . Χωρίς κοινωνική και πολιτική δύναμη, εμπιστεύονταν τον Θεό και ευλογούνταν με πνευματική δύναμη.
Ο Ιησούς αναγνώρισε τα θετικά χαρακτηριστικά της εκκλησίας της Σμύρνης, αλλά στην περιγραφή είναι προφανές ότι υπήρξε επιδείνωση της πνευματικής της κατάστασης συγκριτικά με την εποχή της Εφέσου. Η Έφεσος εκθειάζεται για “τα έργα της, και τον κόπο της, και την υπομονή της, και ότι δεν μπορεί να υποφέρει τους κακούς” και για το γεγονός ότι ξεσκέπασε τους ψευδαποστόλους και μισούσε τους Νικολαΐτες. Η Εκκλησία της Σμύρνης όμως, δεν έχει ισάριθμους εκθειασμούς: “Τα έργα σου και τη θλίψη σου και τη φτώχεια σου” .
Καθώς η Εκκλησία εξαπλωνόταν, οι Χριστιανοί αντιμετώπιζαν συνεχώς διωγμούς ( “Ξέρω...τη θλίψη σου” ), κάποιες φορές από τους Ρωμαίους, αλλά τις περισσότερες φορές από τους Εβραίους, που είχαν ως αποτέλεσμα το αμοιβαίο μίσος μεταξύ χριστιανών και Εβραίων που είχε τις ρίζες του στην εποχή της Εφέσου.[2] Παρόλα αυτά, ο Ιησούς δεν κατέκρινε τους Ιουδαίους, αλλά μάλλον αυτούς “που λένε για τον εαυτό τους ότι είναι Ιουδαίοι, και δεν είναι” . Τα λόγια του απόστολου Παύλου μας βοηθούν να κατανοήσουμε την παραπάνω δήλωση: “Επειδή, Ιουδαίος δεν είναι αυτός που είναι κατά το φανερό μέρος Ιουδαίος, ούτε περιτομή αυτή που είναι κατά το φανερό μέρος, αυτή που γίνεται στη σάρκα· αλλά Ιουδαίος είναι αυτός που είναι κατά το κρυφό μέρος Ιουδαίος, και περιτομή αυτή της καρδιάς, κατά το πνεύμα” (Ρωμαίους 2:28,29). Με άλλα λόγια, οι αναγεννημένοι, καθοδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα Χριστιανοί είναι οι αληθινοί Ιουδαίοι. Αντιπαραβάλλονται με “(εσένα που) ονομάζεσαι Ιουδαίος… και καυχάσαι στον Θεό, και γνωρίζεις το θέλημά του... καθώς διδάσκεσαι από τον νόμο· και έχεις πεποίθηση στον εαυτό σου... εσύ που καυχάσαι στον νόμο, ατιμάζεις τον Θεό με την παράβαση του νόμου” (εδ. 17-23). Γι’ αυτούς τους υποκριτές Ιουδαίους, καταλήγει: “Το όνομα του Θεού εξαιτίας σας δυσφημείται ανάμεσα στα έθνη” (εδ. 24).
Τα λόγια του Παύλου που καταδικάζουν το νομικισμό, την υποκρισία και την παράβαση του νόμου αντικατοπτρίζονται στο μήνυμα προς τη Σμύρνη. Ο Ιησούς λέει για αυτή την εκκλησία: “Ξέρω και τη βλασφημία αυτών που λένε για τον εαυτό τους ότι είναι Ιουδαίοι, αλλά είναι συναγωγή τού σατανά” . Την εποχή της Σμύρνης (δεύτερο προς τρίτο αιώνα μ.Χ.), η Εκκλησία είχε χωριστεί σε δύο ομάδες, εκείνους που ήταν “πλούσιοι” στην πίστη (παρά τη “θλίψη...και φτώχεια ” τους) και στη “συναγωγή του σατανά” . Συναγωγές ονομάζονταν οι εβραϊκές εκκλησίες όπου οι εβραίοι διδάσκονταν τους νόμους και τις παραδόσεις του Μωυσή. Την εποχή της εκκλησίας της Σμύρνης, κάποιοι από τους υπευθύνους της εκκλησίας, εκείνοι “ που λένε για τον εαυτό τους ότι είναι Ιουδαίοι, αλλά δεν είναι” προσπαθούσαν να ιδρύσουν μια νέα ‘χριστιανική’ συναγωγή, δηλαδή, μια εκκλησία που θα επικεντρωνόταν στους νόμους και στις παραδόσεις, αντί για τον Χριστό και το Άγιο Πνεύμα.
Η μεγάλη πληγή της Εκκλησίας δεν ήταν ποτέ εκείνοι που δεν εκκλησιάζονται, αλλά τα ίδια τα μέλη της, εκείνοι που ονομάζονται Χριστιανοί και ουσιαστικά δεν είναι. Επειδή δεν βιώνουν μια ζωντανή σχέση με τον Ιησού, βρίσκουν υποκατάστατο στο νομικισμό και τη συμμόρφωση με τα πρότυπα της Εκκλησίας. Ο νόμος του Θεού παίζει σημαντικό ρόλο στη Χριστιανική ζωή, επειδή “διαμέσου του νόμου δίνεται σαφής γνώση της αμαρτίας” (Ρωμαίους 3:20) και “Ο νόμος έγινε παιδαγωγός μας στον Χριστό” (Γαλάτες 3:24). Ωστόσο, κανένας δεν θα ανακηρυχθεί δίκαιος ή άξιος της αιώνιας ζωής, απλά και μόνο επειδή είχε μια αξιοζήλευτη υπακοή απέναντι στο νόμο ή τις παραδόσεις της Εκκλησίας.
Κεντρικό θέμα του ευαγγελίου είναι ότι “Κατά χάρη είστε σωσμένοι, διαμέσου της πίστης· κι αυτό δεν είναι από σας· είναι δώρο του Θεού” (Εφεσίους 2:8). Ο Παύλος καταδίκασε το νομικισμό στην επιστολή προς Γαλάτες, “Εμείς πιστέψαμε στον Ιησού Χριστό, για να ανακηρυχθούμε δίκαιοι από την πίστη στον Χριστό, και όχι από τα έργα του νόμου· επειδή, από τα έργα του νόμου δεν θα ανακηρυχθεί δίκαιος κανένας άνθρωπος” (Γαλάτες 2:16). Οι ψευτοδιδάσκαλοι όμως, “αθετούν τη χάρη του Θεού” (Γαλάτες 2:21) και δίνουν έμφαση στις τελετουργίες, στους αυστηρούς κανόνες διατροφής, στις ολονυχτίες, στα τάματα και στους λεπτομερείς κανονισμούς και νόμους, αντί σε μια ζωή καθοδηγούμενη από το Άγιο Πνεύμα.
Στο μήνυμα προς την εκκλησία της Σμύρνης, αυτοί οι ψευδαδελφοί ονομάζονται “συναγωγή του σατανά” . Τον δεύτερο και τρίτο αιώνα, η Εκκλησία βρισκόταν σε έντονη διαμάχη με τους γνωστικιστές που ισχυρίζονταν ότι μια μυστική πνευματική γνώση, που είχε μεταδοθεί μόνο σε λίγους εκλεκτούς, μπορούσε να τους σώσει από τον φυσικό κόσμο. Αν και η Εκκλησία απέρριψε τα πιο μεγάλα λάθη του γνωστικισμού, επηρεάστηκε σε νομικίστικο επίπεδο.[3] Το θεμέλιο της σωτηρίας του ανθρώπου σταδιακά μετατοπιζόταν από τη σημασία της προσωπικής σχέσης με τον Χριστό (“η ζωή είναι μέσα στον Υιό του [Θεού]. Εκείνος που έχει τον Υιό, έχει τη ζωή” Α΄ Ιωάννου 5:11,12) και εστιάζονταν σε πράξεις όπως η συμμετοχή στις τελετουργίες της Εκκλησίας (“Δεν υπάρχει σωτηρία έξω από την Εκκλησία”).[4]
Αυτή η έμφαση στο νομικισμό την εποχή της Σμύρνης , δεν εξαπλώθηκε αρκετά εξαιτίας των “ έργων... της θλίψης... και της φτώχειας ”, καθώς όμως αυτές οι διδασκαλίες εξαπλώνονταν στην επόμενη περίοδο της χριστιανικής ιστορίας, αυτή της Περγάμου, παρατηρούμε ότι οι άνθρωποι σε μεγάλο βαθμό συμβιβάστηκαν όταν η “συναγωγή του σατανά” έγινε “ο θρόνος του σατανά” .
Συνέχισε στη επόμενη παράγραφο: 2:10 ΔΙΩΓΜΟΣ
[1] “Επειδή, αδελφοί, βλέπετε την πρόσκλησή σας, ότι είστε, κατά σάρκα, όχι πολλοί σοφοί, όχι πολλοί δυνατοί, όχι πολλοί ευγενείς” (Α' Κορινθίους 1:26).
[2] Ο πρώτος διωγμός των Χριστιανών έγινε από τους Εβραίους, μετά το λιθοβολισμό του Στεφάνου (Πράξεις κεφάλαιο 8) και ο πρώτος διωγμός από τους Ρωμαίους έγινε όταν ηγεμόνας ήταν ο Νέρωνας το 64 μ.Χ. και υποκινήθηκε από τους Εβραίους που του πρότειναν να κατηγορήσει τους χριστιανούς για το κάψιμο της Ρώμης. Περίπου το 80 μ.Χ. οι Εβραίοι συμπεριέλαβαν στις καθημερινές τους προσευχές στις συναγωγές μια κατάρα ενάντια των χριστιανών και αυτό χρησιμοποιήθηκε σαν δοκιμασία για να εντοπίζουν άτομα που είχαν μόλις ασπασθεί τον χριστιανισμό και φυσικά τους εκδίωκαν. Το βιβλίο “Από το Σάββατο στην Κυριακή” του Samuele Bacchiocchi περιγράφει λεπτομερώς την ανταγωνιστική σχέση μεταξύ των πρώτων χριστιανών και των Εβραίων.
[3] Βλ. Walker, “The History of the Christian Church” σελ. 92-96. “Οι χριστιανοί από τον δεύτερο μέχρι τον τρίτο αιώνα, ζούσαν σε ένα περιβάλλον που είχε επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τις μυστικιστικές θρησκείες… Η εκκλησία βρέθηκε στο σημείο να ασπάζεται μυστήρια υπό την επίβλεψη και έγκριση των ιερέων.” Πιο συγκεκριμένα, την εποχή της εκκλησίας της Σμύρνης, η βάπτιση, από σύμβολο μιας εσωτερικής αλλαγής που είχε ήδη τελεστεί στη ζωή του πιστού (Ρωμαίους 6:3-5, Κολοσσαείς 2:12), έγινε μια τελετή μύησης που συμβόλιζε την κάθαρση και την αναγέννηση στην αιώνια ζωή και τελούνταν σε βρέφη για να ελευθερωθούν από την ‘προπατορική αμαρτία’. Τα ακριβή λόγια του Συμβόλου της Πίστης και της Κυριακής προσευχής θεωρούνταν ως ιερή, μυστική γνώση. Το δείπνο του Κυρίου, μεταμορφώθηκε από αναμνηστικό του θανάτου του Χριστού για τις αμαρτίες μας, που τελούσαν απλοί χριστιανοί στις συναντήσεις τους, σε “φάρμακο της αθανασίας και στο αντίδοτο για να μη πεθάνουμε, αλλά για να ζήσουμε αιώνια”, μια θυσία που προσφερόταν στον Θεό από ένα ιερέα (Ιγνάτιος της Αντιόχειας, αναφορά από Walker, σ. 98)
[4] Αυτή η πασίγνωστη δήλωση προέρχεται από τον Κυπριανό, Επίσκοπο Καρχηδόνας (248-258 μ.Χ.)