ΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΓΧΩΡΕΙ ΑΜΑΡΤΙΕΣ;
Το βάπτισμα, ισχυρίζονται οι Καθολικοί, αφαιρεί την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος και όλων των αμαρτιών που διαπράχθηκαν μέχρι τότε. Ωστόσο, σύμφωνα με την Καθολική θεολογία, οι αμαρτίες που διαπράττονται μετά το βάπτισμα δεν εξιλεώνονται χωρίς έργα μετάνοιας (εξομολόγηση). “Τα έργα μετάνοιας αποτελούν ένα μυστήριο του νέου νόμου που θεσπίστηκε από τον Χριστό στα οποία η συγχώρηση των αμαρτιών που διαπράχτηκαν μετά το βάπτισμα χορηγείται με την άφεση του ιερέα σε εκείνους, που με πραγματική μετάνοια εξομολογούνται τις αμαρτίες τους και υπόσχονται να ανταποκριθούν σε όλες τις απαιτήσεις τους... Περιλαμβάνει τις πράξεις του μεταμελημένου ατόμου, καθώς παρουσιάζεται στον ιερέα και καταδικάζεται για τις αμαρτίες του και οι πράξεις του ιερέα χορηγούν άφεση αμαρτιών και επιβάλλουν αποκατάσταση του αδικήματος.”[1]
Σύμφωνα με την Καθολική θεολογία, ο ιερέας δεν διαβεβαιώνει απλά τον αμαρτωλό ότι ο Θεός τον έχει συγχωρήσει, αλλά ο ιερέας χορηγεί ουσιαστικά τη συγχώρηση και ο Θεός την “επικυρώνει”. “Ο Χριστός δεν δήλωσε μόνο ότι οι αμαρτίες είχαν συγχωρηθεί, αλλά πραγματικά συγχώρησε τις αμαρτίες· συνεπώς, οι απόστολοι εξουσιοδοτούνται όχι μόνο να αναγγέλλουν στον αμαρτωλό ότι οι αμαρτίες συγχωρήθηκαν, αλλά να χορηγούν τη συγχώρηση... Αν η εξουσία τους περιοριζόταν στη δήλωση, «ο Θεός σε συγχώρησε», θα έπρεπε να έχουν μια ειδική αποκάλυψη σε κάθε περίπτωση, για να παρέχουν μια έγκυρη δήλωση”.[2]
Από τη στιγμή που ο ίδιος ο ιερέας κάνει την κρίση, θα πρέπει να γνωρίζει τις λεπτομέρειες των αμαρτιών για να λάβει μια σωστή απόφαση. Πώς μπορεί ο ιερέας να αποδίδει μια δίκαιη και συνετή απόφαση αν δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες του γεγονότος; Και πώς μπορεί να λάβει την απαραίτητη πληροφορία, αν δεν προθυμοποιηθεί να τη δώσει ο ίδιος ο αμαρτωλός μέσα από μια λεπτομερή εξομολόγηση των αμαρτιών του;”[3]
Επιπλέον ισχυρίζονται ότι, αφού ο Θεός θεσμοθέτησε το μυστήριο των έργων μετάνοιας, αυτό αποκλείει τον αμαρτωλό από το να πλησιάσει κατευθείαν στον Θεό για να λάβει συγχώρηση. “Για όσους έχουν πέσει στην αμαρτία μετά το βάπτισμα, τα έργα μετάνοιας είναι τόσο απαραίτητα για τη σωτηρία όσο και το βάπτισμα για όσους δεν έχουν ακόμα αναγεννηθεί” (Σύνοδος του Τριδέντο, Σύσκεψη XIV. 14, κανών 2). “Τα έργα μετάνοιας συνεπώς, δεν είναι ένας θεσμός η χρήση του οποίου εξαρτάται από την επιλογή του αμαρτωλού, ώστε να μπορεί, αν προτιμά, να μη συμμετέχει στην Εκκλησία και να αποκτά συγχώρηση με άλλο τρόπο, όπως λ.χ. να αναγνωρίσει την αμαρτία στα βάθη του μυαλού του. Η εξουσία που έδωσε ο Χριστός στους αποστόλους ήταν διττή, να συγχωρούν και να κρατούν την ενοχή της αμαρτίας, με τρόπο ώστε ότι συγχωρούν να συγχωρεί και ο Θεός και ότι κρατούν να κρατά και ο Θεός. Αυτή όμως η εξουσία θα εξουδετερωνόταν, αν σε περίπτωση που κρατούσε η Εκκλησία μια αμαρτία, ο αμαρτωλός θα μπορούσε να εισέλθει στο “δικαστήριο” του Θεού, για να αποκτήσει συγχώρηση... θα ήταν παράξενο και αντιφατικό, αν ο Χριστός δίνοντας αυτή τη διττή εξουσία στους αποστόλους προτίθετο να παρέχει κάποιο άλλο μέσο συγχώρεσης, όπως η εξομολόγηση στον Θεό μόνο[4]... Με Θεϊκή θεσμοθέτηση το έλεος του Θεού λαμβάνεται μόνο διαμέσου των ικεσιών των ιερέων”.[5]
Όπως και στα υπόλοιπα ψεύτικα δόγματα που παρουσιάστηκαν παραπάνω, το πραγματικό πρόβλημα με το δόγμα της συγχώρησης από τους ιερείς είναι ότι ένα τέτοιο σύστημα εστιάζει στη σχέση του αμαρτωλού με τον ιερέα και όχι με τον Χριστό. Ωστόσο, ο Ιησούς εξέφρασε την επιθυμία της καρδιάς Του με τα εξής λόγια: “Ελάτε σε μένα όλοι όσοι κοπιάζετε και είστε φορτωμένοι, κι εγώ θα σας αναπαύσω” (Ματθαίον 11:28).
Συνέχισε στη επόμενη παράγραφο: ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
[1] Catholic Encyclopedia, άρθρο “ Penance ”
[2] Αυτόθι.
[3] Αυτόθι.
[4] Αυτό και άλλα δόγματα της Καθολικής Εκκλησίας βασίζονται στην Ιερά Παράδοση και δήθεν έχουν την προέλευσή τους σε δηλώσεις των Πατέρων όπως του Ιγνάτιου και του μάρτυρος Ιουστίνου, οι οποίοι έγραψαν τον δεύτερο αιώνα. Ωστόσο, αν βασιστούμε στα γραπτά των Πατέρων για πληροφορίες σχετικά με την πρώτη Εκκλησία, προκύπτουν τρία τουλάχιστον προβλήματα. 1) Υπάρχει ένα χρονικό κενό μεταξύ των γραπτών των αποστολών και αυτό των Πατέρων. Ο απόστολος Παύλος, για παράδειγμα, πιθανόν μαρτύρησε περίπου το 67 μ.Χ. και λίγο πριν είχε γράψει το εξής: “Εγώ ξέρω τούτο ότι, ύστερα από την αναχώρησή μου, θα μπουν μέσα σε σας λύκοι βαρείς, που δεν θα λυπούνται το ποίμνιο” (Πράξεις 20:29). Ο απόστολος Πέτρος προειδοποίησε: “Μεταξύ σας θα υπάρξουν ψευδοδάσκαλοι, οι οποίοι θα εισαγάγουν με πλάγιο τρόπο αιρέσεις απώλειας” (Β΄ Πέτρου 2:1). Οι συγγραφείς της Αγίας Γραφής που έγραψαν μετά (Ιούδας, Επιστολές του Ιωάννη) αναγνώρισαν ότι η διαφθορά είχε εισέλθει κιόλας στην Εκκλησία (π.χ. “Μερικοί άνθρωποι εισχώρησαν λαθραία,.. ασεβείς, που μεταστρέφουν τη χάρη του Θεού μας σε ασέλγεια, και αρνούνται τον μόνο δεσπότη Θεό και Κύριό μας, τον Ιησού Χριστό” (Ιούδα 4, βλ. επίσης Α΄ Ιωάννου 2:18,19, 4:1,3, Β΄ Ιωάννην 7-10). 2) Το ότι υπήρξε αλλοίωση είναι προφανές από τις δραματικές διαφορές μεταξύ της θεολογίας των αποστόλων και των Πατέρων. Ο απόστολος Παύλος, για παράδειγμα, επιμένει ότι συμφιλιωνόμαστε και δικαιωνόμαστε χάρη στο έργο του Χριστού (Ρωμαίους 5:10). Αντίθετα, “κατά τον Τερτυλλιανό (έναν από τους πρώτους Πατέρες), «Η εξομολόγηση αποτελεί μια αγωγή, στην οποία αναγκάζεται ο άνθρωπος να προσκυνήσει και να ταπεινωθεί και να ακολουθήσει έναν τρόπο ζωής που θα αντλεί έλεος από τον Θεό. Όσον αφορά στα ρούχα και την τροφή, θα ξαπλώνει σε σάκο και σποδό, θα είναι ρακένδυτος, θα διορθώνει τα ελαττώματά του με τραχείες συνθήκες, θα τρώει την πιο απλή τροφή και με νηστεία για χάρη της ψυχής και όχι της κοιλιάς, θα προσκυνήσει μπροστά στους ιερείς, παρακαλώντας τους να μεσιτεύουν γι’ αυτόν»” 3) Τα πρώτα γραφτά, όπως του Ιγνάτιου, φαίνεται ότι πλαστογραφήθηκαν μετέπειτα, ώστε να ταιριάζουν με το δόγμα της Εκκλησίας.
[5] Catholic Encyclopedia, άρθρο “ Penance ”